Τα ελληνικά ακίνητα καταγράφουν τιμές ακριβότερες από τις προβλέψεις των ειδικών, ωστόσο το 70,68% των ενδιαφερόμενων αγοραστών σκοπεύει να ξοδέψει έως 200.000 ευρώ. Νέα έρευνα της Prosperty, που επικαλείται η εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», αποκαλύπτει τη σημερινή κατάσταση στην αγορά ακινήτων και επιβεβαιώνει ότι οι τιμές έχουν πάρει την ανιούσα, όμως οι περισσότεροι αγοραστές δεν μπορούν ή δεν επιθυμούν να την ακολουθήσουν.

Το budget των υποψήφιων αγοραστών ακινήτων

Οι τιμές των ακινήτων έχουν εκτοξευτεί, όμως οι οικονομικές δυνατότητες των αγοραστών παραμένουν συγκεκριμένες. Το 44,53% των αγοραστών δήλωσε ότι μπορεί να ξοδέψει έως 200.000 ευρώ, ενώ το 26,13% έως 100.000 ευρώ για την αγορά ακινήτου. Σε αυτό το επίπεδο τιμών δεν υπάρχουν πολλές επιλογές ακινήτων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, εκτός αν γίνουν σημαντικοί συμβιβασμοί στην περιοχή ή την ηλικία των ακινήτων.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, δεδομένου πως τα παλαιά ακίνητα αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα στο διαθέσιμο στοκ της αγοράς, έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία πενταετία ο συνδυασμός «αγορά και ανακαίνιση» πριν από τη μετακόμιση. Μεγάλη κατηγορία με 15,43% αποτελούν όσοι διαθέτουν έως 300.000 ευρώ για το νέο τους ακίνητο.

Στατιστικά πωλήσεων και επενδύσεων

Σύμφωνα με την έρευνα, το 2023 πουλήθηκαν συνολικά 28.700 ακίνητα αξίας 3 δισεκατομμυρίων ευρώ, όταν παράλληλα τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος καταγράφουν ξένες επενδύσεις στα ακίνητα ύψους 2,74 δισεκατομμυρίων ευρώ. Συνεπώς, αγοραστές ακινήτων υπάρχουν, όμως στην πλειονότητά τους προέρχονται από το εξωτερικό.

Τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι στις αγγελίες εμφανίστηκαν το 2024 περίπου 175.000 ακίνητα, με μέση τιμή 1.614 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο και συνολική αξία 36 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Σύγκριση τιμών και ετήσιες αυξήσεις

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η σύγκριση με τα στοιχεία της πρόσφατης έρευνας της RE/MAX Ελλάς, σύμφωνα με την οποία η μέση τιμή για νεόδμητα ακίνητα έως πέντε ετών το 2024 ξεπέρασε τις 3.000 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, ενώ για τα παλαιότερα ακίνητα υπερέβη ελαφρώς τις 2.000 ευρώ. Οι ετήσιες αυξήσεις 6,1% και 6,8% αντίστοιχα ξεπερνούν τις περσινές εκτιμήσεις των ειδικών κατά περίπου 1% και 1,5%.

Έλλειμμα προσφοράς και σύνθεση στοκ

Μόνιμο παραμένει το έλλειμμα προσφοράς ακινήτων. Η έλλειψη φαίνεται και στη σύνθεση του στοκ των ακινήτων. Από τα σχεδόν 130.000 ακίνητα προς πώληση σε όλη την Ελλάδα, μόλις ένα στα δέκα είναι ανακαινισμένο, ενώ τα περισσότερα κατασκευάστηκαν πριν από το 1990.

Πιο αναλυτικά, σχεδόν το 25% του συνόλου αφορά ακίνητα προ του 1980, ενώ μόλις το 21% αντιστοιχεί σε κατασκευή μετά το 2020. Το γεγονός αυτό ενισχύει την αίσθηση ότι η αγορά ακινήτων στηρίζεται σε ένα γερασμένο κτιριακό απόθεμα, το οποίο δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σύγχρονου αγοραστή.

Γεωγραφική κατανομή ακινήτων

Από τα 127.000 ακίνητα που καταχωρήθηκαν πέρσι στις αγγελίες προς πώληση, το 18% βρισκόταν στο κέντρο της Αθήνας, που καταγράφει το μεγαλύτερο ποσοστό. Ο μέσος όρος παραμονής μίας αγγελίας ακινήτου είναι 5 με 6 μήνες, ενδεικτικό μίας αργής αγοράς.

Η κατανομή των υπόλοιπων ακινήτων παρουσιάζεται ως εξής:

  • Νότια προάστια: 15%
  • Βόρεια προάστια: 7,3%
  • Δυτικά προάστια: 6%
  • Ανατολικά προάστια: 2,5%
  • Πειραιάς: 3,5%
  • Θεσσαλονίκη: 13%
  • Προάστια Θεσσαλονίκης: 10%
Από τα συνολικά καταχωρημένα ακίνητα, τα 98.300 περιμένουν ακόμα αγοραστές, γεγονός που υπογραμμίζει τη δυσκολία εξεύρεσης αγοραστών στις τρέχουσες τιμές.