Την ανάγκη επανεξέτασης της τιμαριθμικής προσαρμογής της φορολογικής κλίμακας αναδεικνύει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην ετήσια έκθεσή της, εστιάζοντας στο φαινόμενο της λεγόμενης «φορολογικής διάβρωσης». Όπως σημειώνει, πρόκειται για μια σιωπηλή αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, η οποία προκαλείται από τον πληθωρισμό χωρίς αντίστοιχη αύξηση στην αγοραστική δύναμη των πολιτών. Η ΤτΕ προειδοποιεί πως αυτή η μορφή «κρυφής» φορολογίας υπονομεύει τόσο τη φορολογική δικαιοσύνη όσο και τη βιωσιμότητα του συστήματος. Η επιβάρυνση είναι πιο έντονη για τα μεσαία και χαμηλότερα εισοδήματα, τα οποία – ενώ ονομαστικά αυξάνονται λόγω πληθωρισμού ή συλλογικών διαπραγματεύσεων – καταλήγουν να φορολογούνται με υψηλότερους συντελεστές χωρίς να έχουν πραγματικά μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη.

Διαβάστε: ΟΟΣΑ για Ελλάδα: Ανάπτυξη 2% το 2025 και πρόταση κατάργησης μειωμένου ΦΠΑ

Στην ειδική ανάλυση για την περίοδο 2019–2023, η Τράπεζα επισημαίνει ότι η αύξηση των φορολογικών βαρών δεν οφείλεται σε αλλαγές στη νομοθεσία, αλλά στην απουσία μηχανισμού που να προσαρμόζει τα φορολογικά όρια βάσει πληθωρισμού. Χαρακτηριστικά, η ελαστικότητα του φόρου εισοδήματος αυξήθηκε από 1,8 το 2019 σε 2,0 το 2023 - ένδειξη ότι τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται ταχύτερα από τα εισοδήματα.

ο 2023, περίπου το 70% της φορολογικής επιβάρυνσης προήλθε από μετακίνηση φορολογουμένων σε υψηλότερα φορολογικά κλιμάκια - έναντι μόλις 20% το 2019 - χωρίς ουσιαστική βελτίωση στην πραγματική ευημερία τους.

Παρά τις επιμέρους φορολογικές παρεμβάσεις της περιόδου (όπως μειώσεις συντελεστών και αλλαγές στις εισφορές), η Τράπεζα σημειώνει ότι το φορολογικό βάρος παραμένει υψηλό για τη μεσαία τάξη, κυρίως λόγω της έλλειψης ενός θεσμοθετημένου μηχανισμού τιμαριθμικής αναπροσαρμογής. Αν και τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος σταθεροποιήθηκαν στο 5,9% του ΑΕΠ και ο μέσος συντελεστής μειώθηκε οριακά στο 8,7%, η πραγματική επιβάρυνση για τους εργαζομένους δεν έχει μειωθεί αντίστοιχα.

Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν καταθέτει συγκεκριμένη πρόταση για μόνιμο μηχανισμό τιμαριθμοποίησης, ωστόσο ζητά η φορολογική διάβρωση να λαμβάνεται υπόψη στον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχεδιασμό. Όπως επισημαίνεται, η καταγραφή και ποσοτικοποίηση των επιδράσεων μπορεί να συμβάλει σε πιο δίκαιες και στοχευμένες παρεμβάσεις.

Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση της προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος μπορεί να λειτουργήσει ως ανάχωμα απέναντι στη φορολογική διάβρωση, προστατεύοντας τους πλέον ευάλωτους και ενισχύοντας τη φορολογική συμμόρφωση.

Η παρέμβαση της ΤτΕ αποκτά ξεχωριστή βαρύτητα, καθώς συμπίπτει χρονικά με την επεξεργασία του νέου πακέτου οικονομικών μέτρων που αναμένεται να ανακοινώσει ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ. Σύμφωνα με πληροφορίες, το οικονομικό επιτελείο εξετάζει σοβαρά την καθιέρωση αυτόματης τιμαριθμικής προσαρμογής στα φορολογικά όρια, ώστε να προστατευθούν εισοδήματα μεταξύ 20.000 και 40.000 ευρώ, τα οποία κινδυνεύουν να υπερφορολογηθούν λόγω μετακίνησης σε υψηλότερα κλιμάκια.

Τα τελευταία χρόνια, η επιμονή του πληθωρισμού και η στασιμότητα των φορολογικών ορίων έχουν οδηγήσει σε μείωση του πραγματικού εισοδήματος για χιλιάδες φορολογουμένους. Με βάση τις προβλέψεις για πληθωρισμό 2,7% το 2024 και στόχο 2,1% για το 2025, η ΤτΕ εκτιμά ότι το αφορολόγητο των 10.000 ευρώ θα μπορούσε να αυξηθεί στα 10.200 ευρώ, προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω διάβρωση.