Οι 10 εκκρεμότητες των 100 δόσεων
Του Βασίλη Κορκίδη προέδρου ΕΣΕΕ
Για το ελληνικό εμπόριο ο εξορθολογισμός του φορολογικού συστήματος και η δίκαιη αντιμετώπιση των οφειλετών, τόσο προς στο Δημόσιο όσο και προς τα Ασφαλιστικά Ταμεία – των οποίων ο αριθμός πολλαπλασιάστηκε με την κρίση – αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την επανεκκίνηση της ανάπτυξης και την καλύτερη δυνατή ρύθμιση που χρειάζεται η αγορά. Ως ΜμΕ έχουμε επανειλημμένα αναφερθεί στην εξάντληση της ελληνικής αγοράς από τον καταιγισμό φορολογικών μέτρων και τη στρεβλή δόμηση του φορολογικού συστήματος. Δεν είναι τυχαίο
άλλωστε ότι αυτό είναι και το πρώτο στοιχείο που επισημαίνεται από τους συνομιλητές μας στο εξωτερικό. Γι’ αυτούς τους λόγους μας ενδιαφέρει πριν απ’ όλα να υπάρξει μία βάση συνεννόησης για το πώς θα ανταμείψουμε τους συνεπείς φορολογούμενους αλλά και δεν θα «εξοντώσουμε» τους εξ ανάγκης οφειλέτες. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις είναι αναγκαία η επαναδιαπραγμάτευση του ζητήματος σε μία πιο λογική βάση, που θα αξιολογεί την «κρίση» και τις συνέπειές της σαν μία μεταβλητή που επιδρά στην αύξηση των
οφειλών. Στο πλαίσιο αυτό, επαναφέρω την πρότασή μου για τη θεσμοθέτηση της «εντός κρίσης Μμε επιχείρησης» ως ένα πρώτο βήμα για τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης πολλών συναδέλφων.
Σε ό,τι αφορά τις ρυθμίσεις που έχουν προωθηθεί με τον Ν. 4321/2015, θεωρούμε ότι καταρχήν η συγκεκριμένη πρωτοβουλία πράγματι ενσωματώνει την ανάγκη αντιμετώπισης των επιπτώσεων της κρίσης στην αγορά, τους φορολογούμενους και τους ασφαλισμένους. Ωστόσο, συνοψίζοντας τα θετικά και τα αρνητικά σημεία του νόμου, επισημαίνουμε ότι η συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία αφήνει 10 εκκρεμότητες, 4 φορολογικές και 6 ασφαλιστικές, ενώ επιδέχεται σίγουρα περαιτέρω βελτιωτικές ρυθμίσεις. Θεωρώ ότι προτάσεις της αγοράς πρέπει να ληφθούν
σοβαρά υπόψη από την πολιτική ηγεσία, για να ανακουφίσουν ακόμα περισσότερους μικρομεσαίους της αγοράς και να βελτιώσουν ταυτόχρονα την εισπραξιμότητα των δημόσιων και των ασφαλιστικών ταμείων. Η ΕΣΕΕ χαρακτηρίζει το πλαίσιο απομείωσης των προσαυξήσεων από τόκους και πρόστιμα ως αρκετά γενναιόδωρο και ευέλικτο. Καλούμαστε, ωστόσο, να απολογηθούμε για ακόμα μία φορά στους συνεπείς φορολογούμενους και εργοδότες, γιατί παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις, ούτε σε αυτό το νομοσχέδιο αναγνωρίστηκε η μεγάλη συμβολή τους.
Κατανοούμε ότι αναζητείται ένας τρόπος γρήγορης είσπραξης φόρων και οφειλών για να καλυφθούν οι δημοσιονομικές ανάγκες, δεν θα πρέπει όμως να παραγνωρίζεται και το στοιχείο της ακριβοδικίας το οποίο χρειάζεται ηθικά και ουσιαστικά ο κάθε συνεπής φορολογούμενος.
Για τις θετικές εκφάνσεις του νόμου έχουμε επανειλημμένα τοποθετηθεί δημόσια και έχουμε επισημάνει το σημαντικό της δυνατότητας ρύθμισης του συνόλου των οφειλών κάθε υπόχρεου, ανεξαρτήτως ύψος ποσού, εφόσον αυτές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες. Παραταύτα, υπάρχουν και ορισμένες αρνητικές διατάξεις και εκκρεμότητες της ρύθμισης που πρέπει να αναδείξουμε:
1) Η μη επιβάρυνση των μηνιαίων δόσεων με τόκους θα έπρεπε να ισχύει για ποσά οφειλών έως τις 15.000 ευρώ, σε σχέση με τα 5.000 ευρώ που προβλέπεται στο Νομοσχέδιο – Ενδείκνυται η διεύρυνση του συγκεκριμένου ποσού.
2) Δεν προβλέπεται η επιβράβευση των συνεπών φορολογουμένων μέσω π.χ. πρόβλεψης ενός ποσοστού απομείωσης (παροχής bonus 3%) του επικείμενου προς βεβαίωση, για το οικονομικό έτος 2015, φόρου εισοδήματος.
3) Απουσιάζει πλήρως η θέσπιση εισοδηματικών κριτηρίων, όσον αφορά στο ανώτατο ποσό οφειλής που καλείται να καταβάλλει ο υπόχρεος. Θα έπρεπε να αποτελεί βασική προτεραιότητα η κατοχύρωση ρήτρας εξάντλησης των υποχρεώσεων των φορολογουμένων μέχρι συγκεκριμένου ποσοστού επί του μηνιαίου εισοδήματός τους (20% ή 30%).
4) Η επιβολή προληπτικού φόρου 26% στις συναλλαγές των επιχειρήσεων με μη συνεργάσιμα κράτη ή με κράτη που έχουν προνομιακό φορολογικό καθεστώς (φορολογικός συντελεστής χαμηλότερος του 13%) και η επιστροφή του προκαταβληθέντος φόρου εντός τριμήνου από το Κράτος σε περίπτωση νομιμότητας των συναλλαγών, συνιστά μία διάταξη, η οποία επιδεινώνει περαιτέρω την ήδη συρρικνωμένη ταμειακή ρευστότητα των επιχειρήσεων και δε συνάδει με το πνεύμα προώθησης του εγχώριου επιχειρείν.
Κατ’ αντιστοιχία, οι επισημάνσεις στο επίπεδο της ρύθμισης των οφειλών προς τα Ασφαλιστικά Ταμεία, κινούνται στις ακόλουθες κατευθύνσεις:
1) Το ύψος της κατώτερης δόσης ανέρχεται εν τέλει στα 50 ευρώ και όχι στα 20 ευρώ που υπήρχε στις αρχικές αναγγελίες της Κυβέρνησης, ενώ δεν προβλέπεται δυνατότητα επανένταξης για εκείνους που θα απολέσουν τη ρύθμιση σε περιπτώσεις ασθενείας ή θανάτου (για τους κληρονόμους) του ασφαλισμένου.
2) Η δυνατότητα υπαγωγής των ασφαλισμένων στον ΟΑΕΕ σε έως και 3 χαμηλότερες κατηγορίες, ικανοποιεί εν μέρει το αίτημα της ΕΣΕΕ, καθώς η πρόταση του φορέα συνοψίζονταν στη δυνατότητα επιλογής μετάταξης σε έως 2+2 χαμηλότερες ασφαλιστικές κλάσεις. Υπενθυμίζεται πως η παραπάνω θέση είχε διατυπωθεί ως εναλλακτική λύση στην περίπτωση που δεν παρέχονταν η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής ασφαλιστικής κατηγορίας για τους έχοντες ληξιπρόθεσμες οφειλές.
3) Σε συνάφεια με την προηγούμενη παρατήρηση, πρέπει να τονιστεί το γεγονός πως ενώ στους εν ενεργεία ασφαλισμένους δίνεται το δικαίωμα της μετάταξης σε έως και 3 χαμηλότερες κλάσεις, η εν λόγω επιλογή δεν είναι διαθέσιμη για τους ασφαλισμένους που έχουν προβεί σε διακοπή εργασιών και θέλουν να συνεχίσουν να είναι ασφαλισμένοι στο ταμείο επιλέγοντας να έχουν προαιρετική ασφάλιση.
4) Η θέσπιση της μηνιαίας καταβολής ασφαλιστικών εισφορών στον ΟΑΕΕ, αποτελεί μία πρωτοβουλία διττής χρησιμότητας, καθώς όχι μόνο θα τονωθούν τα έσοδα του Ταμείου αλλά ταυτόχρονα η επεξεργασία στοιχείων θα καταστεί ευκολότερη, με συνέπεια την αμεσότερη και εγκυρότερη πληροφόρηση των ενδιαφερομένων. Ευελπιστούμε η τριμηνιαία μετάθεση της έναρξης ισχύος της παραπάνω ρύθμισης(από 1/3/2015 στις 1/6/2015), λόγω τεχνικών ζητημάτων, να αποτελέσει το τελευταίο πρόσκομμα στην προσπάθεια αναβάθμισης των παρεχόμενων από τον ΟΑΕΕ
υπηρεσιών.
5) Δεν εισακούστηκε η προσφάτως κατατεθείσα πρόταση της Συνομοσπονδίας για επανενεργοποίηση των περίπου 240.000 ανενεργών οφειλετών του Ταμείου, μέσω της υπαγωγής τους στη χαμηλότερη ασφαλιστική κατηγορία με την ταυτόχρονη υποχρέωση καταβολής των τρεχουσών εισφορών. Στον νέο νόμο δεν γίνεται καμία αναφορά ως προς την καθιέρωση μίας «πραγματικής» κεφαλαιοποίησης των μέχρι σήμερα - ληξιπρόθεσμων οφειλών των ασφαλισμένων, η οποία θα περιλαμβάνει και οφειλές που υπερβαίνουν τα €20.000 (κύρια οφειλή + προσαυξήσεις). Ταυτόχρονα, η
απουσία πρόβλεψης για την επέκταση των μηνιαίων δόσεων-παρακρατήσεων αποπληρωμής, οι οποίες με βάση το υφιστάμενο καθεστώς ανέρχονται στις 40, στερεί την προοπτική διεξόδου σε ασφαλισμένους, που παρότι πληρούν τις προϋποθέσεις δεν μπορούν, λόγω υψηλών οφειλών, να συνταξιοδοτηθούν.
6) Μετά τις έντονες αντιδράσεις, θα αποσυρθούν τελικά οι άδικες διατάξεις του άρθρου 31 παράγραφος 3 του νόμου, περί αλληλέγγυας, προσωπικής και εις ολόκληρον ευθύνη των μη εκτελεστικών εκπροσώπων και μικρομετόχων των νομικών προσώπων (μεταξύ αυτών και των ΑΕ και ΕΠΕ) που οφείλουν ασφαλιστικές εισφορές, πρόσθετα τέλη, προσαυξήσεις και λοιπές επιβαρύνσεις στους φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, κατά το χρόνο συγχώνευσης ή διάλυσής τους. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη αντιβαίνει στη νομοθεςία περί ΑΕ & ΕΠΕ, ενώ ήταν ένας έντονα
αποτρεπτικός παράγοντα ανάληψης οποιασδήποτε επενδυτικής και επιχειρηματικής πρωτοβουλίας.
Η επιφύλαξη της φορολογικής μεταχείρισης από την πλευρά του Κράτους προς τις ΜμΕ επιχειρήσεις, δεν δίνει το αίσθημα φορολογικής δικαιοσύνης που επιθυμεί να εμφυσήσει η νέα Κυβέρνηση μεταξύ οφειλετών και συνεπών φορολογουμένων.
Κλείνοντας, θα ήθελα για ακόμα μία φορά να δηλώσω ότι είμαστε αρκετά προετοιμασμένοι να συζητήσουμε τις προτάσεις μας με το Υπουργείο και να προβάλλει την οπτική της αγοράς στα κέντρα αποφάσεων. Σε μία πολύ δύσκολη και απαιτητική για όλους συνθήκη οφείλουμε να είμαστε όλοι έτοιμοι να εκπληρώσουμε τους ρόλους που έχουμε αναλάβει και να συμβάλουμε επί ίσοις όροις στην εθνική προσπάθεια.