Ο τουρισμός αποτελεί έναν από τους βασικότερους πυλώνες της ελληνικής οικονομίας, με διαχρονικά σταθερή και αυξανόμενη συμβολή στο ΑΕΠ, στην απασχόληση και στην περιφερειακή ανάπτυξη. Αν και ο νέος Αναπτυξιακός Νόμος (Ν. 5203/2025) προβλέπει τη θέσπιση ειδικού καθεστώτος για τουριστικές επενδύσεις, η ενεργοποίησή του δεν έχει ακόμη προχωρήσει, γεγονός που δημιουργεί έντονη αβεβαιότητα στον κλάδο. Η απουσία σαφούς χρονοδιαγράμματος, σε συνδυασμό με καθυστερήσεις στη διάθεση των αναγκαίων πόρων, λειτουργεί ανασταλτικά για την υλοποίηση ώριμων σχεδίων, ενώ παλαιότερα επενδυτικά προγράμματα παρέμειναν ανενεργά εξαιτίας της ανεπαρκούς χρηματοδότησης από το Υπουργείο Ανάπτυξης.

Στο συγκεκριμένο περιβάλλον, η ανάγκη για άμεσες και στοχευμένες παρεμβάσεις που θα ενεργοποιήσουν τα προβλεπόμενα καθεστώτα και θα διοχετεύσουν πόρους προς την ποιοτική αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος είναι περισσότερο επίκαιρη από ποτέ.

Η Διαχρονική Συνεισφορά του Νόμου

Από το 2016 έως το 2023, εγκρίθηκαν περισσότερα από 2.400 επενδυτικά σχέδια μέσω του Αναπτυξιακού Νόμου, με συνολικό προϋπολογισμό που ξεπέρασε τα 10 δισ. ευρώ. Το μέσο ύψος ενίσχυσης έφτασε περίπου στο 45%, ενώ δημιουργήθηκαν πάνω από 20.000 νέες θέσεις εργασίας. Το σύνολο των επενδύσεων αφορούσε κυρίως βιομηχανικές μονάδες μεταποίησης, αγροδιατροφικά clusters, έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και ψηφιακές υποδομές. Παράλληλα, παρατηρήθηκε σημαντική γεωγραφική διασπορά, με ποσοστό άνω του 60% των ενισχύσεων να κατευθύνεται σε περιφερειακές και νησιωτικές περιοχές.

Οι Βελτιώσεις του 2025

Ο νέος νόμος Ν. 5203/2025 εισάγει κρίσιμες καινοτομίες, όπως η συγχώνευση καθεστώτων για καλύτερο συντονισμό, η πρόβλεψη ειδικών ενισχύσεων για κοινωνικές επιχειρήσεις και τη χειροτεχνία, καθώς και ενισχύσεις έως 75% για περιοχές με ιδιαίτερες ανάγκες, όπως η Θεσσαλία και ο Έβρος. Προβλέπεται επίσης σημαντική επιτάχυνση των διαδικασιών, με στόχο την ολοκλήρωση της αδειοδότησης εντός 90 ημερών, αυστηρότερο πλαίσιο ελέγχου για τη διαφάνεια και επέκταση των δικαιούχων ενισχύσεων και σε μεσαίες επιχειρήσεις. Ωστόσο, οι μεταρρυθμίσεις αυτές παραμένουν ημιτελείς χωρίς την άμεση ενεργοποίηση του τουριστικού σκέλους του νόμου.

Η Τρέχουσα Κατάσταση του Τουριστικού Τομέα

Τα πρόσφατα στοιχεία του 2024 σκιαγραφούν μια ιδιαίτερα θετική εικόνα για τον ελληνικό τουρισμό, αλλά αναδεικνύουν ταυτόχρονα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το μοντέλο ανάπτυξής του. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ και την Τράπεζα της Ελλάδος, οι διεθνείς αφίξεις έφτασαν τα 40,7 εκατομμύρια, σημειώνοντας ετήσια αύξηση 12,8%, ενώ οι ταξιδιωτικές εισπράξεις ανήλθαν στα 21,59 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 4,8% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Το ισοζύγιο ταξιδιωτικών υπηρεσιών κατέγραψε πλεόνασμα 18,79 δισ. ευρώ, αντανακλώντας τη συνεχή ροή εξωτερικών πόρων προς την ελληνική οικονομία.

Ωστόσο, η θετική αυτή εικόνα συνοδεύεται από δύο κρίσιμες σταθερές αδυναμίες: η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη παραμένει στάσιμη και η μέση διάρκεια παραμονής μειώθηκε κατά 9,6%. Τα μεγέθη αυτά αποκαλύπτουν ότι παρά την αυξημένη επισκεψιμότητα, η εμπειρία που προσφέρει η Ελλάδα δεν οδηγεί ακόμη σε ανάλογη αύξηση της δαπάνης και της παραμονής. Οι διανυκτερεύσεις αυξήθηκαν συνολικά κατά 14,4%, ωστόσο η μέση παραμονή των επισκεπτών παραμένει περιορισμένη, πέφτοντας σταθερά κάτω από 2,5 ημέρες σε περιόδους χαμηλής ζήτησης, όπως ο Δεκέμβριος. Την ίδια στιγμή, ο τζίρος των τουριστικών καταλυμάτων κατέγραψε ετήσια αύξηση 9,2%, γεγονός που ενισχύει τη διαπίστωση πως ο τομέας παραμένει δυναμικός αλλά όχι ακόμη επαρκώς διαφοροποιημένος.

Περιφερειακή Ανάπτυξη και Νησιωτικότητα

Ο τουρισμός αποτελεί βασικό εργαλείο άμβλυνσης των περιφερειακών ανισοτήτων, καθώς άνω του 60% της συνολικής τουριστικής δραστηριότητας καταγράφεται εκτός των αστικών κέντρων. Οι νησιωτικές και ορεινές περιοχές επωφελούνται άμεσα από την αύξηση της τουριστικής ζήτησης, μέσω της δημιουργίας τοπικών αλυσίδων αξίας, όπως η γαστρονομία, ο αγροτουρισμός και η αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ωστόσο, η αναπτυξιακή αυτή δυναμική προϋποθέτει την ύπαρξη σταθερής και προγραμματισμένης ενίσχυσης από την πλευρά της Πολιτείας — και αυτό σήμερα παραμένει μετέωρο.

Η Ποιοτική Αναβάθμιση ως Επιτακτική Ανάγκη

Η διεθνής ανταγωνιστικότητα δεν εξαρτάται πλέον μόνο από τον αριθμό των αφίξεων, αλλά από το περιεχόμενο της εμπειρίας. Η μέση δαπάνη παραμένει χαμηλότερη από αντίστοιχες μεσογειακές αγορές, ενώ η μείωση της διάρκειας παραμονής καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη για ποιοτική αναβάθμιση. Το ζητούμενο πλέον είναι οι επενδύσεις σε υποδομές, η ανάπτυξη βιώσιμων μορφών τουρισμού, η αξιοποίηση νέων θεματικών προορισμών και η ενίσχυση της καινοτομίας στον τουριστικό τομέα. Αυτά δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς ένα ενεργό και λειτουργικό αναπτυξιακό πλαίσιο.

Συμπέρασμα

Ο Αναπτυξιακός Νόμος αποτελεί διαχρονικά ένα κρίσιμο εργαλείο πολιτικής για την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας και της απασχόλησης. Η μη ενεργοποίηση του τουριστικού καθεστώτος αφήνει έναν στρατηγικό τομέα χωρίς επενδυτικό στήριγμα τη στιγμή που αυτός παρουσιάζει τις μεγαλύτερες αναπτυξιακές αποδόσεις. Η Ελλάδα δεν μπορεί να ανταγωνίζεται διεθνώς με ημιτελή θεσμικά εργαλεία. Η αξιοποίηση του τουρισμού μέσω ενός λειτουργικού, ευέλικτου και στοχευμένου Αναπτυξιακού Νόμου δεν είναι επιλογή πολυτελείας – είναι ο μόνος δρόμος για μια ανθεκτική και βιώσιμη ελληνική οικονομία.