Αν και η Ελλάδα περιλαμβάνεται στις ευρωπαϊκές χώρες που έλαβαν επίσημη ειδοποίηση από τις ΗΠΑ για την επιβολή νέων αμοιβαίων δασμών, η UBS εκτιμά πως οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία θα είναι σχετικά ήπιες. Σύμφωνα με την ανάλυση του επενδυτικού οίκου, η επίπτωση στο ΑΕΠ αναμένεται να περιοριστεί σε μόλις 0,15 ποσοστιαίες μονάδες το 2026, όταν θα έχει πλήρως ενσωματωθεί η επίδραση των δασμών.

Η πρόταση της αμερικανικής κυβέρνησης για επιβολή δασμών 30% προς την Ευρωπαϊκή Ένωση μεταφράζεται σε πραγματικό (effective) δασμό της τάξης του 20%-23% για την Ελλάδα, σχεδόν τριπλάσια τιμή από τα σημερινά επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά, η UBS δεν αλλάζει τις υφιστάμενες προβλέψεις της για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, καθώς οι διαπραγματεύσεις μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη και το τελικό πλαίσιο δεν έχει οριστικοποιηθεί.

UBS: Περίπου 60%-75% των ελληνικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ υπόκεινται σε αμοιβαίους δασμούς

Όσον αφορά τη συνολική έκθεση της Ελλάδας στο αμερικανικό εμπόριο, η UBS υπογραμμίζει ότι περίπου 60%-75% των ελληνικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ υπόκεινται σε αμοιβαίους δασμούς, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μεταξύ των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Παρ’ όλα αυτά, λόγω του σχετικά μικρού μεριδίου των εξαγωγών αυτών στο ελληνικό ΑΕΠ, η συνολική αρνητική επίδραση θεωρείται περιορισμένη.

Σε ένα σενάριο αύξησης των δασμών κατά 10%, η UBS υπολογίζει ότι η πρόσθετη επιβάρυνση για την Ελλάδα θα διαμορφωθεί στις 15-20 μονάδες βάσης (0,15%-0,20%). Αυτή η εκτίμηση θέτει την Ελλάδα στην ίδια κατηγορία ευπάθειας με την Πολωνία, αλλά σε καλύτερη θέση συγκριτικά με την Ουγγαρία και την Τσεχία, όπου οι επιπτώσεις θα είναι εντονότερες.

Η έκθεση της UBS επισημαίνει πάντως ότι, παρότι οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις είναι διαχειρίσιμες, η μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το αν οι εμπορικές εντάσεις θα αποκλιμακωθούν ή θα κλιμακωθούν περαιτέρω. Τυχόν παρατεταμένες ή πιο επιθετικές εμπορικές πολιτικές από τις ΗΠΑ θα μπορούσαν να πλήξουν όχι μόνο τις εξαγωγές αλλά και το επενδυτικό κλίμα, αυξάνοντας τους εξωτερικούς κινδύνους για μικρότερες ανοικτές οικονομίες, όπως η ελληνική.