H μισθολογική ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών παραμένει ένα διαχρονικό και οξύ πρόβλημα στην ελληνική αγορά εργασίας, επιβεβαιώνοντας τις δυσκολίες που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι γυναίκες σε επαγγελματικό επίπεδο. Τα πιο πρόσφατα επίσημα στοιχεία του ΕΦΚΑ για τον Οκτώβριο του 2024 αποκαλύπτουν ότι οι γυναίκες αμείβονται κατά μέσο όρο περίπου 200 ευρώ λιγότερα μηνιαίως σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους τους, με μέσο μικτό μισθό 1.232 ευρώ, έναντι 1.431 ευρώ των ανδρών.

Ακόμα πιο έντονο είναι το χάσμα στον τομέα του ημερομισθίου, όπου οι άνδρες κερδίζουν 57,69 ευρώ ημερησίως, ενώ οι γυναίκες μόλις 48,68 ευρώ, με διαφορά σχεδόν 9 ευρώ ανά εργάσιμη ημέρα.Παρά την καλύτερη εικόνα που παρουσιάζεται στη μερική απασχόληση, όπου οι γυναίκες φαίνεται να αμείβονται ελαφρώς περισσότερο (549,44 ευρώ έναντι 530,18 ευρώ των ανδρών), η πραγματικότητα αποκαλύπτει βαθύτερες ανισότητες. Η αυξημένη παρουσία των γυναικών στη μερική απασχόληση συχνά οφείλεται σε περιορισμένες δυνατότητες επιλογής λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων ή στη δυσκολία εξεύρεσης εργασίας πλήρους απασχόλησης.


Οι μισθολογικές ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών μετατοπίζονται και στις συντ'αξεις

Οι μισθολογικές ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών έχουν άμεσες επιπτώσεις και στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Σύμφωνα με το πληροφοριακό σύστημα «Ηλιος» του υπουργείου Εργασίας, οι μέσες συντάξεις γήρατος διαμορφώνονται σε 1.220,55 ευρώ για τους άνδρες, ενώ οι γυναίκες λαμβάνουν σημαντικά χαμηλότερες συντάξεις, κατά μέσο όρο 976,66 ευρώ. Η διαφορά αυτή, που υπερβαίνει τα 250 ευρώ, οφείλεται σε παράγοντες όπως οι χαμηλότεροι μισθοί καθ’ όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής τους πορείας, τα λιγότερα ασφαλιστικά ένσημα λόγω οικογενειακών διακοπών, η συχνότερη απασχόληση σε ευέλικτες μορφές εργασίας, καθώς και τα μεγαλύτερα διαστήματα ανεργίας και εργασιακής αστάθειας.

Η αντιμετώπιση της κατάστασης είναι επιτακτική, καθώς η Ελλάδα υποχρεούται μέχρι τον Ιούνιο του 2026 να ενσωματώσει την οδηγία (Ε.Ε.) 2023/970, που επιδιώκει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η κυβέρνηση επιχειρεί να αντιμετωπίσει αυτές τις ανισότητες μέσω στοχευμένων νομοθετικών πρωτοβουλιών. Η υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, Δόμνα Μιχαηλίδου, υπογραμμίζει την ανάγκη ενσωμάτωσης της ευρωπαϊκής οδηγίας Women in Boards, που διασφαλίζει τουλάχιστον 33% γυναικεία εκπροσώπηση στα διοικητικά συμβούλια εισηγμένων εταιρειών. Επιπλέον, το πρόγραμμα «Σήμα Ισότητας Επιχειρήσεων» στοχεύει στην προαγωγή της ισότητας σε κάθε στάδιο του εργασιακού κύκλου, από την πρόσληψη έως την αμοιβή.


Τι συμβαίνει στην υπόλοιπη ΕΕ

Παρότι η αρχή της «ίσης αμοιβής για ίση εργασία» θεσμοθετήθηκε το 1957, με τη Συνθήκη της Ρώμης, το χάσμα αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων παραμένει σταθερά ευρύ, με μικρές μόνο βελτιώσεις να έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια. Το μέσο μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων στην Ε.Ε. ήταν 12% το 2023. Υπολογίστηκε για επιχειρήσεις με 10 ή περισσότερους υπαλλήλους.

Βέβαια, σε ολόκληρη την Ε.Ε. διαπιστώνονται σημαντικές διαφορές ανάλογα με τη χώρα. Το υψηλότερο, για το 2023, εμφανίζεται στις ακόλουθες χώρες: Λετονία (19%), Αυστρία (18,3%), Τσεχία (18%), Ουγγαρία (17,8%) και στη Γερμανία (17,6%), ενώ το Λουξεμβούργο έχει κλείσει το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων. Αλλες χώρες με μικρότερες μισθολογικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων το 2023 είναι: το Βέλγιο (0,7%), η Ιταλία (2,2%), η Ρουμανία (3,8%), η Μάλτα (5,1%), η Σλοβενία (3,8%).


Βασικοί λόγοι

Η ανισότητα στην αμοιβή των φύλων παραμένει επίμονο πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Ένας από τους βασικούς λόγους που συμβάλλει σε αυτή την ανισότητα είναι η υψηλή συμμετοχή των γυναικών σε θέσεις μερικής απασχόλησης, που φτάνει το 28%, έναντι μόλις 8% των ανδρών. Παράλληλα, οι γυναίκες αφιερώνουν σημαντικά περισσότερες ώρες σε άμισθη εργασία, όπως η φροντίδα των παιδιών και οι οικιακές υποχρεώσεις, περιορίζοντας τον διαθέσιμο χρόνο για αμειβόμενη απασχόληση. Καθοριστικό παράγοντα, επίσης, αποτελεί η ανάγκη διακοπής -από τις ίδιες τις γυναίκες- της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας για λόγους οικογενειακής φροντίδας. Παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες στην Ευρωπαϊκή Ενωση ολοκληρώνουν σε μεγαλύτερο ποσοστό την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση σε σύγκριση με τους άνδρες, η παρουσία τους στην αγορά εργασίας είναι υποδεέστερη. Το 2018, σχεδόν το ένα τρίτο των γυναικών διέκοψαν την εργασία τους για να αναλάβουν τη φροντίδα των παιδιών, έναντι μόλις 1,3% των ανδρών, γεγονός που επηρεάζει καθοριστικά την επαγγελματική τους εξέλιξη και αμοιβή.

Επιπλέον, η συγκέντρωση των γυναικών σε παραδοσιακά χαμηλά αμειβόμενους κλάδους, όπως η Υγεία, η κοινωνική πρόνοια και η Εκπαίδευση, συμβάλλει στη διεύρυνση του μισθολογικού χάσματος. Τρεις στις δέκα γυναίκες στην Ε.Ε. εργάζονται σε αυτούς τους τομείς, ενώ μόνο το 8% των ανδρών απασχολείται σε ανάλογες θέσεις. Αντιθέτως, σχεδόν το ένα τρίτο των ανδρών δραστηριοποιείται στους υψηλά αμειβόμενους κλάδους της επιστήμης, της τεχνολογίας, της μηχανικής και των μαθηματικών, όπου η γυναικεία παρουσία, αν και σταθερά αυξανόμενη, ανέρχεται στο 41%. Τέλος, η υποεκπροσώπηση των γυναικών σε διευθυντικές θέσεις με υψηλές απολαβές επιτείνει το φαινόμενο. Το 2021, οι γυναίκες κατείχαν μόλις το 34,7% των διευθυντικών θέσεων στην Ε.Ε., ενώ όσες βρέθηκαν σε τέτοιους ρόλους αμείβονται κατά μέσο όρο 23% λιγότερο ανά ώρα από τους άνδρες συναδέλφους τους.