Η αξιοποίηση των ελληνικών μαρινών, που θεωρούνται νευραλγικό κομμάτι για τον θαλάσσιο τουρισμό και την εθνική οικονομία, εξελίσσεται σε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα πεδία επενδύσεων. Σχεδόν σε κάθε έργο ξεσπούν αντιπαραθέσεις ανάμεσα στο Δημόσιο, τους επενδυτές και τις τοπικές κοινωνίες, με τη Δικαιοσύνη να έχει τον τελευταίο λόγο. Από τη Θεσσαλονίκη και τη Ρόδο μέχρι την Αθήνα και την Πύλο οι μαρίνες αναδεικνύονται σε πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα στο όραμα για
ανάπτυξη και στον φόβο της υπερδόμησης. Στη Θεσσαλονίκη, η υπόθεση της Μαρίνας Αρετσούς έχει εξελιχθεί σε ανοιχτή αντιπαράθεση ανάμεσα στο Υπερταμείο και τον Δήμο Καλαμαριάς. Ο διευθύνων σύμβουλος του Υπερταμείου, Γιάννης Παπαχρήστου, ανακοίνωσε ότι ο διαγωνισμός για την αξιοποίησή της θα ξεκινήσει το 2025, όμως η ανακοίνωση αυτή πυροδότησε νέα αντίδραση από τη δημοτική Αρχή. Ο δήμος καταγγέλλει ότι το Υπερταμείο αγνοεί τις θέσεις τόσο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης όσο και της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και προχωρά σε μια επιλογή που οδηγεί, όπως λέει, στην υπερδόμηση της παραλίας. Κατηγορεί, ακόμα, το Ταμείο ότι επιχειρεί να μετατρέψει τη μαρίνα σε κτηματομεσιτικό project, παραμερίζοντας τη λειτουργία της ως υποδομής ελλιμενισμού. Το γεγονός ότι εκκρεμεί ήδη προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας επιβαρύνει ακόμα περισσότερο το κλίμα, με τον δήμο να δηλώνει αποφασισμένος να υπερασπιστεί τον δημόσιο χαρακτήρα της παραλιακής ζώνης.


Μετέωρη η μαρίνα Ρόδου

Η Μαρίνα Ρόδου, από την άλλη πλευρά, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς ένα φιλόδοξο σχέδιο μπορεί να παγώσει λόγω αντιδράσεων. Η εταιρεία Μαρίνες Ρόδου Α.Ε. έχει ολοκληρώσει μέρος των λιμενικών έργων, με την προσθήκη 180 νέων θέσεων ελλιμενισμού, που ανεβάζουν το σύνολο στις 620, αλλά το κυρίως έργο παραμένει μετέωρο. Το master plan προβλέπει τη δημιουργία πεντάστερου ξενοδοχείου μικρής κλίμακας, καθώς και πολυτελών κατοικιών, επαύλεων και μεζονετών, με υψηλότατο κόστος κατασκευής, αφού θεμελιώνονται στη θάλασσα. Παρά τις φιλοδοξίες να αναβαθμιστεί η Ρόδος στο επίπεδο άλλων μεγάλων μεσογειακών προορισμών, η επένδυση έχει προσβληθεί στο ΣτΕ από πολίτες και περιβαλλοντικούς φορείς, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αλλοιώνει τον χαρακτήρα μιας κοινόχρηστης λιμενικής υποδομής και παραβιάζει συνταγματικές και περιβαλλοντικές διατάξεις. Στο επίκεντρο βρίσκονται οι κοινές υπουργικές αποφάσεις του 2022 και του 2023, που άλλαξαν δραστικά το πλαίσιο, ανοίγοντας τον δρόμο σε μεγάλης κλίμακας τουριστική και οικιστική ανάπτυξη. Στην Αττική, η Μαρίνα του Αγίου Κοσμά συνδέεται με την εμβληματική επένδυση του Ελληνικού και γι’ αυτό οι εξελίξεις γύρω της έχουν ευρύτερη σημασία. Η Κοινή Υπουργι κή Απόφαση η οποία τροποποιεί τους όρους δόμησης και το πολεοδομικό καθεστώς της περιοχής,προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Δήμων Γλυφάδας και Αλίμου, αλλά και του Συνδέσμου Δήμων Μητροπολιτικού Πόλου. Οι τοπικοί φορείς έχουν ήδη προσφύγει στο ΣτΕ, θεωρώντας ότι η δημιουργία τεχνητής παραλίας και η αύξηση της δόμησης θα επιβαρύνουν σημαντικά την παράκτια ζώνη και θα αλλοιώσουν την τέταρτη παραλία της Γλυφάδας. Από την άλλη πλευρά, η Lamda Development προχωρά σε νέα deals
και παρουσιάζει τη Μαρίνα Αγίου Κοσμά ως αναπόσπαστο κομμάτι του master plan για το Ελληνικό, με έργα που θα βελτιώσουν την πρόσβαση, θα δημιουργήσουν νέο καταφύγιο τουριστικών σκαφών και θα ενισχύσουν τη λειτουργικότητα της περιοχής.


Μαρίνες: Στόχος να δημιουργηθεί ένας κόμβος πολυτελούς yachting και τουρισμού

Στη Μεσσηνία, η Μαρίνα Πύλου άλλαξε χέρια, καθώς, με τη συμφωνία παραχώρησης, πέρασε στη διαχείριση των D-Marin και ΤΕΜΕΣ. Η επένδυση, που ξεπερνά τα 10 εκατ.ευρώ, προβλέπει 130 θέσεις ελλιμενισμού και σύγχρονες χερσαίες εγκαταστάσεις που θα προσφέρουν ολοκληρωμένες υπηρεσίες στους επισκέπτες. Ο στόχος είναι να δημιουργηθεί ένας κόμβος πολυτελούς yachting και τουρισμού, ενισχύοντας την εικόνα της Μεσσηνίας ως προορισμού υψηλής ποιότητας. Ωστόσο, ούτε εδώ έλειψαν οι εμπλοκές. Ο Δήμος Πύλου-Νέστορος κατέθεσε αγωγή στο Πρωτοδικείο Καλαμάτας, διεκδικώντας τμήμα της χερσαίας ζώνης. Το ΤΑΙΠΕΔ είχε προτείνει να παραχωρηθεί το κομμάτι αυτό στον δήμο για πολιτιστικές εκδηλώσεις, αλλά η πρόταση απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα η υπόθεση να πάρει τον δρόμο της Δικαιοσύνης. Σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, έπεσαν τελικά οι υπογραφές μεταξύ Υπερταμείου και επενδυτή, με αποτέλεσμα το έργο να προχωρά. Ολες αυτές οι υποθέσεις έχουν έναν κοινό παρονομαστή, ο οποίος είναι η ένταση ανάμεσα στην ανάγκη για αναπτυξιακά έργα που θα αναβαθμίσουν τις τουριστικές υποδομές και στον φόβο ότι οι μαρίνες θα μετατραπούν σε κερδοσκοπικά projects που θα στερήσουν δημόσιους χώρους από τις τοπικές κοινωνίες. Οι δικαστικές εκκρεμότητες καθυστερούν τα
έργα, ενώ η κοινωνική συναίνεση παραμένει ζητούμενο. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η Ελλάδα θα καταφέρει να αξιοποιήσει τις μαρίνες της με τρόπο που να συνδυάζει την επενδυτική προοπτική με τον σεβασμό στο περιβάλλον και τον δημόσιο χαρακτήρα της παράκτιας ζώνης.