Το νέο καθεστώς επιδομάτων που θα τεθεί σε ισχύ από το 2026 φέρνει σημαντικές μεταβολές στις παροχές των ασφαλιστικών ταμείων. Οι αλλαγές περιλαμβάνουν αυξήσεις στα επιδόματα κυοφορίας για τις αυτοαπασχολούμενες μητέρες και παράλληλα περιορισμό των εξόδων κηδείας σε όλους τους φορείς, όπως αναφέρει το ρεπορτάζ του Αντώνη Βασιλόπουλου για την «Κυριακάτικη Απογευματινή».

Ενοποίηση επιδομάτων υπό κοινούς όρους

Το υπουργείο Εργασίας προετοιμάζει νομοσχέδιο που θα κατατεθεί το φθινόπωρο με στόχο την εξάλειψη των ανισοτήτων στα επιδόματα. Η νέα ρύθμιση αφορά όλα τα ταμεία που έχουν ενταχθεί στον ΕΦΚΑ και στοχεύει στη δημιουργία ενιαίων κριτηρίων για τις παροχές ασθένειας, μητρότητας, εργατικών ατυχημάτων και αναπηρίας.

Σήμερα υπάρχουν τεράστιες διαφορές στα επιδόματα μεταξύ των ταμείων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα έξοδα κηδείας που κυμαίνονται από 700 ευρώ στο ΝΑΤ έως 3.000 ευρώ στο πρώην ταμείο της ΔΕΗ. Άλλα ταμεία καταβάλλουν ενδιάμεσα ποσά όπως 1.100 ευρώ το Ταμείο Νομικών, 1.200 ευρώ ο ΟΑΕΕ και 2.723 ευρώ το ΤΣΑΥ για τους γιατρούς.

Οι 5 βασικές αλλαγές

1. Το επίδοµα ασθένειας µισθωτών. Η χορήγησή του θα ξεκινά από την 4η µέρα ασθένειας και από την 11η για προαιρετικά ασφαλισµένους. Το ηµερήσιο ποσόν του επιδόµατος ασθενείας µισθωτών για τις πρώτες 15 ηµέρες θα είναι ίσο µε το 25% του τεκµαρτού ηµεροµισθίου της ασφαλιστικής κλάσης στην οποία ανήκει ο ασφαλισµένος και από τη 16η ηµέρα ασθένειας και µετά φτάνει στο 50%. Τα ποσά προσαυξάνονται κατά 10% για κάθε έµµεσα ασφαλισµένο µέλος της οικογένειας του δικαιούχου µε ανώτατο όριο τα τέσσερα έµµεσα µέλη. Το τελικό ηµερήσιο επίδοµα ασθένειας µε τις προσαυξήσεις δεν µπορεί να είναι ανώτερο του 70% του ηµεροµισθίου της ασφαλιστικής κλάσης, βάσει της οποίας υπολογίζεται το επίδοµα, ούτε του τεκµαρτού ηµεροµισθίου 8ης ασφαλιστικής κλάσης.

2. Ασθένεια στους µη µισθωτούς. Θα καταβάλλεται από την 31η µέρα της ασθένειας αντί της 11ης που ισχύει σήµερα, ενώ το ηµερήσιο ποσόν θα ανέρχεται στα 25 ευρώ.

3. Εξοδα κηδείας. Θα περιοριστεί στο ποσόν που δίνει σήµερα το τέως ΙΚΑ (860 ευρώ) προσαυξηµένο στα 900 ή 1.000 ευρώ.

4. Επιδόµατα κυοφορίας και λοχείας. ∆ιπλασιάζεται το επίδοµα για τους µη µισθωτούς, τους επιστήµονες που ασφαλίζονται στο ΕΤΑΑ και τους αγρότες. Το επίδοµα κυοφορίας και λοχείας µισθωτών ισούται µε το 50% του τεκµαρτού ηµεροµισθίου της ασφαλιστικής κλάσης στην οποία κατατάσσεται η ασφαλισµένη και θα προσαυξάνεται κατά 10% για κάθε προστατευόµενο µέλος και έως 40%. Το επίδοµα θα κυµαίνεται από 384 ευρώ έως 460 ευρώ τον µήνα, όπως και στον ΟΓΑ, που σήµερα δίνει 230 ευρώ. Για όλες τις κατηγορίες το ποσόν επιδότησης δεν µπορεί να υπερβαίνει το 70% του τεκµαρτού ηµεροµισθίου της 28ης ασφαλιστικής κλάσης. Ειδικά για τις µη µισθωτές ασφαλισµένες σε ΟΑΕΕ, ΕΤΑΑ το επίδοµα υπερδιπλασιάζεται και στα παραπάνω ποσά θα προβλεφθεί και επιπλέον παροχή από τη ∆ΥΠΑ, µε διάρκεια 2,5 ετών.

5. ∆ιάρκεια επιδόµατος ασθενείας. Σήµερα φτάνει έως τις 720 ηµέρες, για την ίδια πάθηση, εφόσον έχουν πραγµατοποιηθεί 4.500 ηµέρες πραγµατικής ασφάλισης πριν από την ηµέρα αναγγελίας της ασθένειας, ή 1.500 ηµέρες πραγµατικής ασφάλισης, εκ των οποίων τουλάχιστον 600 ηµέρες κατά τα 5 προηγούµενα έτη πριν από την ασθένεια. Στην περίπτωση που ο ασφαλισµένος δεν συγκεντρώνει καµία από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, δικαιούται επίδοµα ασθενείας, ανάλογα µε την ηλικία του και τις ηµέρες πραγµατικής ασφάλισης.

Εξαιρέσεις

Στην πράξη, ο νέος κανονισµός παροχών θα καταργεί όλα τα επιµέρους ποσά που καταβάλλουν τα Ταµεία, σύµφωνα µε τα καταστατικά τους, για έξοδα κηδείας, επιδόµατα ασθένειας και ατυχήµατος, αναγνωρίζοντας βέβαια ειδικές εξαιρέσεις. Υπάρχουν βέβαια και παροχές, όπως για παράδειγµα η δυνατότητα φιλοξενίας σε κάποια ιδρύµατα για ηλικιωµένους, που αφορούν ασφαλισµένους που καταβάλλουν επιπλέον εισφορές. Σε αυτή την περίπτωση φαίνεται πως προκρίνεται η λύση της κατάργησής τους, µε απάλειψη της επιπλέον εισφοράς, εφόσον βέβαια εκλείψει η ανάγκη κάλυψης των ασφαλισµένων που ήδη κάνουν χρήση της παροχής. Τέλος, «αγκάθι» στις αλλαγές αποτελεί το ∆ηµόσιο, το οποίο µένει εκτός των αλλαγών, καθώς οι δηµόσιοι υπάλληλοι καταβάλλουν σήµερα εισφορά της τάξης του 2% και εξακολουθούν να αµείβονται κανονικά, χωρίς περικοπή, σε περίπτωση άδειας ασθένειας.