Η απόφαση κλεισίματος 204 υποκαταστημάτων των Ελληνικών Ταχυδρομείων αποκαλύπτει την έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού. Η υπεροψία των αρμόδιων και η απουσία ουσιαστικής διαβούλευσης με τις τοπικές κοινωνίες επιβεβαιώνουν ότι δεν υπήρξε μελέτη των επιτυχημένων ευρωπαϊκών μοντέλων αναδιάρθρωσης. Έτσι, ο ιστορικός οργανισμός οδηγήθηκε σε κώμα διαρκείας, παρά τις επαναλαμβανόμενες εξαγγελίες διάσωσης από διαδοχικούς υπουργούς.

ΕΛΤΑ: Ποια θα είναι η επόμενη μέρα

Η διεθνής εμπειρία αποδεικνύει ότι ενώ ο θάνατος της επιστολής ήταν αναπόφευκτος, η εξαφάνιση των ταχυδρομικών οργανισμών δεν αποτελεί μοιραίο γεγονός. Οι επιτυχημένες περιπτώσεις από τη Ρώμη, το Παρίσι και το Βερολίνο καταδεικνύουν ότι η βιωσιμότητα δεν εξαρτάται πλέον από την παράδοση αλληλογραφίας.

Η στρατηγική, σύμφωνα με το powergame.gr, επικεντρώνεται στη μόχλευση των μοναδικών περιουσιακών στοιχείων: του εκτεταμένου δικτύου, της κοινωνικής εμπιστοσύνης και της ψηφιακής πρόσβασης. Αυτά τα στοιχεία αξιοποιούνται για την κάλυψη σύγχρονων αναγκών της κοινωνίας και της αγοράς, αντί για την εξυπηρέτηση ξεπερασμένων μοντέλων.

Το διαρθρωτικό πρόβλημα των εθνικών ταχυδρομείων

Οι εθνικοί ταχυδρομικοί οργανισμοί σε όλη την Ευρώπη αντιμετωπίζουν ένα σύνθετο διαρθρωτικό παράδοξο. Οι κυβερνήσεις από τη Ρώμη έως τη Στοκχόλμη καλούνται να επιλύσουν ένα διττό και ασύμμετρο δίλημμα: την ταυτόχρονη κατάρρευση του παραδοσιακού πυρήνα κερδοφορίας και την έκρηξη μιας νέας, εξαιρετικά ανταγωνιστικής αγοράς.

Η μη αναστρέψιμη πτώση της επιστολικής αλληλογραφίας αποτελεί το πρώτο σκέλος του προβλήματος. Αυτή η δραστηριότητα, που παραδοσιακά λειτουργούσε ως μονοπώλιο και εξασφάλιζε σταθερά κέρδη, έχει εκμηδενιστεί από την ψηφιακή επανάσταση. Τα στοιχεία είναι ενδεικτικά: τα ΕΛΤΑ κατέγραψαν απώλεια 90% του επιστολικού όγκου την τελευταία δεκαετία, με τη μείωση να υπερβαίνει το 50% μόνο στην πενταετία. Παράλληλα, τα Κυπριακά Ταχυδρομεία παρακολούθησαν τη συρρίκνωση από 61 εκατομμύρια τεμάχια το 2011 σε μόλις 20 εκατομμύρια το 2024.

Η έκρηξη του ηλεκτρονικού εμπορίου και ο νέος ανταγωνισμός

Παράλληλα με την κατάρρευση της αλληλογραφίας, η άνθιση του ηλεκτρονικού εμπορίου προκάλεσε εκρηκτική αύξηση στον όγκο των δεμάτων. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις επιστολές, η αγορά δεμάτων δεν αποτέλεσε ποτέ αποκλειστικό πεδίο των εθνικών ταχυδρομείων.

Οι παραδοσιακοί φορείς εισέρχονται σε μια ήδη κορεσμένη αγορά, όπου κυριαρχούν εξειδικευμένοι παγκόσμιοι παίκτες logistics. Εταιρείες όπως η DHL, η DPD, η UPS, η FedEx και η Amazon διαθέτουν ανώτερη τεχνολογία και λειτουργική ευελιξία. Στην ελληνική αγορά, ιδιωτικές εταιρείες από την ACS έως την Box Now έχουν ήδη κατακτήσει σημαντικά μερίδια.

Η ευρωπαϊκή οδηγία και το βάρος της καθολικής υπηρεσίας

Την ίδια περίοδο που οι ιδιώτες επεκτείνονται στην αγορά δεμάτων, τα πρώην ευρωπαϊκά μονοπώλια υποχρεώνονται από την Οδηγία 97/67/ΕΚ να διατηρούν την Υποχρέωση Καθολικής Υπηρεσίας. Αυτή η νομική δέσμευση, παρότι διαφοροποιείται μεταξύ των κρατών μελών, επιβάλλει τη διατήρηση ελάχιστου επιπέδου υπηρεσιών.

Οι απαιτήσεις περιλαμβάνουν:
• Συγκεκριμένες ημέρες διανομής (πέντε ημέρες εβδομαδιαίως)
• Πυκνό δίκτυο σημείων πρόσβασης, ακόμη και σε απομακρυσμένες περιοχές
• Προσιτές, ενιαίες τιμές για βασικά προϊόντα έως 2 κιλά για επιστολές και 20 κιλά για δέματα

Το οικονομικό παράδοξο των ΕΛΤΑ

Η Υποχρέωση Καθολικής Υπηρεσίας δημιουργεί ένα οικονομικό παράδοξο: υποχρεώνει νομικά τους οργανισμούς να διατηρούν εξαιρετικά δαπανηρή, ζημιογόνα υποδομή για την παράδοση ενός προϊόντος που εξαφανίζεται. Το παράδειγμα των ΕΛΤΑ είναι χαρακτηριστικό: τα φυσικά καταστήματα, που απαιτούνται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, αντιπροσωπεύουν περίπου 45% του συνολικού λειτουργικού κόστους, ενώ παράγουν λιγότερο από 10% των συνολικών εσόδων.

Ταυτόχρονα, τα υποκαταστήματα των ΕΛΤΑ αποτελούν σημείο αναφοράς για τις τοπικές κοινωνίες, που ήδη αντιμετωπίζουν δημογραφική συρρίκνωση. Αυτός είναι ο λόγος των έντονων κοινωνικών αντιδράσεων στα προγραμματισμένα κλεισίματα.

Η πραγματική πρόκληση διάσωσης

Η στρατηγική διάσωσης δεν περιορίζεται στο ερώτημα «πώς να ανταγωνιστούμε στα δέματα». Το κρίσιμο ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι πώς να χρηματοδοτήσουν ένα νομικά δεσμευτικό, διαρθρωτικά ζημιογόνο δίκτυο, ενώ παράλληλα αναζητούν κεφάλαια για επενδύσεις σε μια νέα, ανταγωνιστική αγορά χαμηλού περιθωρίου κέρδους.

Η απάντηση βρίσκεται στην αξιοποίηση των μοναδικών πλεονεκτημάτων που διαθέτουν οι εθνικοί ταχυδρομικοί οργανισμοί: το εκτεταμένο δίκτυο, την κοινωνική εμπιστοσύνη και τη δυνατότητα ψηφιακής πρόσβασης. Αυτά τα στοιχεία μπορούν να μετασχηματιστούν σε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα για την εξυπηρέτηση σύγχρονων αναγκών, όπως αποδεικνύουν τα επιτυχημένα ευρωπαϊκά μοντέλα.