Όταν τα παιδιά ξεκινούν το σχολείο και έρχονται σε επαφή με τις εμπειρίες των συνομηλίκων τους –ταξίδια, παιχνίδια, δραστηριότητες ή αντικείμενα που άλλες οικογένειες μπορούν να προσφέρουν– είναι θέμα χρόνου να ζητήσουν κάτι που ξεπερνά τις οικονομικές δυνατότητες της οικογένειας. Όταν η απάντηση είναι αρνητική, σχεδόν πάντα ακολουθεί το ερώτημα «γιατί;», μια στιγμή συχνά άβολη για τους γονείς.

Γιατί το ''δεν έχουμε χρήματα'' επηρεάζει τα παιδιά σας

Η άρνηση δεν είναι εύκολη. Μπορεί να ξυπνήσει μνήμες προσωπικών στερήσεων ή να δημιουργήσει αίσθημα αμηχανίας και ενοχής. Έτσι, η αυθόρμητη απάντηση «δεν έχουμε τα χρήματα» μοιάζει η πιο εύκολη λύση. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ψυχολόγο και σύμβουλο οικονομικής συμπεριφοράς Μπραντ Τ. Κλόντζ, αυτή η φράση καλό είναι να αποφεύγεται. Όπως επισημαίνει, η συνεχής αναφορά στη στέρηση μπορεί να καλλιεργήσει στα παιδιά την αίσθηση της φτώχειας. Ένα παιδί που μεγαλώνει ακούγοντας ότι «δεν υπάρχουν χρήματα» ενδέχεται, όταν αποκτήσει οικονομική ελευθερία ως ενήλικας, να αντιδράσει υπερβολικά, ξοδεύοντας χωρίς όρια και οδηγούμενο σε οικονομικό άγχος και χρέη.

Αντίθετα, κάθε τέτοιο αίτημα αποτελεί ευκαιρία για ουσιαστική συζήτηση. Οι γονείς μπορούν να εξηγήσουν πώς λειτουργεί ο οικογενειακός προϋπολογισμός, γιατί δίνονται προτεραιότητες σε μακροπρόθεσμους στόχους και γιατί η αναβολή της άμεσης ικανοποίησης έχει αξία. Δεν χρειάζεται κριτική ή απόρριψη των επιθυμιών του παιδιού, αλλά καθοδήγηση και έμπνευση. Μια πιο υγιής προσέγγιση είναι η ειλικρίνεια χωρίς φόβο: «Θα μπορούσαμε να το κάνουμε, αλλά επιλέγουμε να ξοδεύουμε τα χρήματά μας αλλού και αυτός είναι ο λόγος». Με αυτόν τον τρόπο, τα παιδιά μαθαίνουν ότι τα χρήματα δεν είναι ταμπού, αλλά εργαλείο επιλογών και αξιών.

Αυτές οι συζητήσεις συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας ισορροπημένης σχέσης με τα χρήματα, βασισμένης στη γνώση και την υπευθυνότητα, και όχι στη ντροπή ή τη στέρηση.