Η Αττική βιώνει πλέον ένα από τα πιο σύνθετα και δαπανηρά κυκλοφοριακά προβλήματα της τελευταίας δεκαετίας, με επιπτώσεις που ξεπερνούν την καθημερινή ταλαιπωρία και αγγίζουν την οικονομία, την ποιότητα ζωής και τη λειτουργικότητα της πόλης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, κάθε οδηγός χάνει περίπου 110 ώρες τον χρόνο ακινητοποιημένος στο οδικό δίκτυο της πρωτεύουσας, μια απώλεια που αντιστοιχεί σε πέντε ολόκληρα εικοσιτετράωρα ή δεκατέσσερις εργάσιμες ημέρες. Σε συνολικό επίπεδο, η ζημία για την οικονομία είναι τεράστια: μόνο οι καθυστερήσεις στον Κηφισό υπολογίζεται ότι δημιουργούν απώλειες 90 εκατ. ευρώ τον χρόνο.

Διαβάστε: "Έξωση" στα φορτηγά από τον Κηφισό: Τέσσερις παρεµβάσεις "κλειδιά" στους κόµβους Μεταµόρφωσης και Σκαραµαγκά

Παρά τη μειούμενη δημογραφική δυναμική της πόλης και την όχι ιδιαίτερα ταχεία οικονομική μεγέθυνση, η κυκλοφορία αυξάνεται. Ο λόγος είναι ότι η ιδιοκτησία Ι.Χ., αν και σε εθνικό επίπεδο υστερεί σε σχέση με τη Δυτική Ευρώπη, στην Αττική έχει φτάσει σε επίπεδα αντίστοιχα μεγάλων ευρωπαϊκών μητροπόλεων. Η άνοδος των εισοδημάτων οδηγεί σε αυξημένη αγορά αυτοκινήτων και, χωρίς επαρκείς δημόσιες συγκοινωνίες, η κινητικότητα μεταφράζεται σε μεγαλύτερη πίεση στους δρόμους.


Η κυκλοφοριακή επιβάρυνση στον Κηφισό από τα βαρέα οχήματα

Οι προβλέψεις για τα επόμενα πέντε χρόνια είναι αποκαλυπτικές, καθώς αναμένεται αύξηση της κυκλοφορίας κατά 16%, ενώ στην Αττική Οδό ο φόρτος προβλέπεται να ενισχυθεί κατά 9,5%. Με απλά λόγια, ακόμα και οι σημερινές, οριακές συνθήκες κίνησης δεν αντιπροσωπεύουν το «ταβάνι» του προβλήματος, αντιθέτως προμηνύουν μια ακόμα δυσκολότερη καθημερινότητα.

Σημαντικό μέρος της κυκλοφοριακής επιβάρυνσης προέρχεται από τα βαρέα οχήματα, ιδιαίτερα στον άξονα του Κηφισού. Ένα φορτηγό αντιστοιχεί σε τουλάχιστον τρία Ι.Χ. όσον αφορά την επιβάρυνση στο οδικό δίκτυο, γεγονός που κάνει τον Κηφισό τον πιο «ευαίσθητο» δρόμο της πόλης, όπου ακόμα και μικρές μεταβολές στη ροή προκαλούν αλυσιδωτές καθυστερήσεις. Η συζήτηση για τον περιορισμό των φορτηγών σε συγκεκριμένες ώρες είναι εύλογη, όμως απαιτεί συνοδευτικό πλαίσιο, δηλαδή οργάνωση χώρων φορτοεκφόρτωσης, έλεγχο κυκλοφορίας σε γειτονικούς άξονες, επανασχεδιασμό του αστικού τομέα logistics και, πάνω από όλα, μεταφορά μεγάλου μέρους των εμπορευματικών ροών εκτός του Κηφισού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ορισμένα έργα έχουν δυνατότητες να αλλάξουν την εικόνα. Ο τριπλός κόμβος Σκαραμαγκά, έργο που έχει ήδη δημοπρατηθεί, εκτιμάται ότι θα μειώσει κατά περίπου 25% την κυκλοφοριακή συμφόρηση στη συγκεκριμένη περιοχή, προσφέροντας ταυτόχρονα ανακούφιση και στον Κηφισό. Πρόκειται για μια από τις λίγες οδικές παρεμβάσεις που βρίσκονται πραγματικά σε τροχιά υλοποίησης.

Ακόμα πιο κρίσιμη για τη μακροπρόθεσμη αποσυμφόρηση είναι η σιδηροδρομική σύνδεση Ελευσίνας - Θήβας, που θα επιτρέψει τη διοχέτευση μεγάλου μέρους των εμπορευματικών φορτίων προς τη Βόρεια Ελλάδα, χωρίς να επιβαρύνουν τον Κηφισό. Το υπουργείο σχεδιάζει να υποβάλει αίτημα χρηματοδότησης των μελετών το πρώτο τρίμηνο του 2026, με στόχο η σύνδεση αυτή να λειτουργήσει σε συνέργεια με το Θριάσιο Πεδίο, το οποίο θα αποτελέσει κομβικό κέντρο logistics.

Παράλληλα, η επέκταση του μετρό προς τη Γλυφάδα αποτελεί μια παρέμβαση με ξεκάθαρη αναγκαιότητα. Η ανάπτυξη στο Ελληνικό θα φέρει δεκάδες χιλιάδες νέες μετακινήσεις και, χωρίς γραμμή σταθερής τροχιάς, η περιοχή θα αντιμετωπίσει κυκλοφοριακή συμφόρηση πρωτοφανών διαστάσεων. Οι μελέτες για το έργο ξεκινούν στις αρχές του 2026 και η χάραξή του περιλαμβάνει δύο διακλαδώσεις: προς την Άνω Γλυφάδα και προς τον Άγιο Κωνσταντίνο. Πρόκειται για έργο με σοβαρό αντίκτυπο, που, όπως τονίζουν κυβερνητικά στελέχη, πρέπει να συνεχιστεί ανεξαρτήτως πολιτικών εξελίξεων.

Την ίδια ώρα, όμως, σημαντικά έργα που θα μπορούσαν να βελτιώσουν δραστικά την κινητικότητα φαίνεται ότι δεν προχωρούν. Η επέκταση της Γραμμής 2 του μετρό προς το Ίλιον, αν και είχε παρουσιαστεί ως προτεραιότητα, παραμένει χωρίς εξασφαλισμένη χρηματοδότηση. Η απουσία συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος δείχνει ότι το έργο δύσκολα θα ξεκινήσει άμεσα, παρά το γεγονός ότι θα εξυπηρετούσε Πετρούπολη, Ίλιον και Καματερό, από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της Αττικής. Ακόμα πιο θολή είναι η εικόνα για τη Λεωφόρο Κύμης, ένα έργο που συζητείται επί τρεις δεκαετίες, αλλά σήμερα μοιάζει πιο «νεκρό» από ποτέ. Παρότι έχει αναδειχθεί προσωρινός ανάδοχος, το έργο δεν μπορεί να προχωρήσει ως δημόσιο, καθώς το κόστος είναι υπέρογκο και δεν υπάρχει διαθέσιμη χρηματοδότηση. Οι απαιτήσεις των δήμων, όπως του Ηρακλείου, που ζητά εκτεταμένη υπογειοποίηση για την προστασία του αστικού ιστού, αυξάνουν ακόμα περισσότερο το κόστος και δυσκολεύουν την τεχνική λύση. Οι προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας επιβαρύνουν περαιτέρω τη διαδικασία, δείχνοντας ότι η Κύμης πιθανότατα θα μείνει «στο συρτάρι» για πολλά ακόμα χρόνια.

Αντίστοιχα, η Σήραγγα Ηλιουπόλεως παραμένει μια αβέβαιη εξαγγελία, καθώς το υπουργείο δεν έχει ανοίξει τη μελέτη ακόμη, παρότι το έργο συνδέεται άμεσα με την επένδυση στο Ελληνικό. Την ίδια ώρα, φαίνεται να αντιμετωπίζει με μεγάλη επιφύλαξη τις πρότυπες προτάσεις, καθώς αυτές δεν έχουν εφαρμοστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Συνολικά, η Αττική βρίσκεται μπροστά σε μια πραγματικότητα όπου οι ανάγκες τρέχουν ταχύτερα από τις δυνατότητες υλοποίησης. Η έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης, οι αργοί ρυθμοί ωρίμανσης των πρότυπων προτάσεων και τα εμπόδια στις επεκτάσεις παραχωρήσεων καθυστερούν τα έργα που θα μπορούσαν να δώσουν ανάσα στο Λεκανοπέδιο.

Δημοσιεύτηκε στο ένθετο Money pro των Παραπολιτικών