H συνολική υπερβάλλουσα ρευστότητα νοικοκυριών και επιχειρήσεων που παραμένει εκτός τραπεζικού συστήματος, δηλαδή «κάτω από τα στρώματα», ανέρχεται σε 15 - 20 δισ. ευρώ, εκτιμά μελέτη της Eurobank.

Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η ρευστότητα αυτή θα μπορούσε να επιστρέψει σχετικά άμεσα στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, αν και αυτό θα απαιτούσε την περαιτέρω βελτίωση του οικονομικού κλίματος και του αισθήματος εμπιστοσύνης των καταθετών για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, καταλήγει η μελέτη, με τίτλο Η ελληνική οικονομία ένα χρόνο μετά την επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Οι επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία και τα διδάγματα από την εμπειρία της Κύπρου.

Μερικά από τα κυριότερα σημεία: 

  • Οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα (μη-χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά) παρουσίασαν τάσεις σταθεροποίησης μετά την επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι καταθέσεις τον Ιούνιο του 2016 αυξήθηκαν κατά περίπου 1 δισ. ευρώ (+0,9%) σε μηνιαία βάση και κατά 1,9 δισ. (+1,6%) σε σχέση με τον Ιούλιο του 2015 (τον πρώτο μήνα εφαρμογής των περιορισμών). Επιπροσθέτως, υπολογίζεται ότι χαρτονομίσματα συνολικής αξίας 4 δισ. ευρώ περίπου έχουν επιστρέψει στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα τους τελευταίους 12 μήνες.
  • Οι συναλλακτικές συνήθειες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων μεταβλήθηκαν σημαντικά μετά την επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Όπως επιβεβαιώνεται και από τα πλέον πρόσφατα στοιχεία, η χρήση πλαστικού χρήματος (κυρίως χρεωστικών καρτών) ενισχύεται έναντι της χρήσης φυσικού χρήματος.
  • Το νέο υπόδειγμα συναλλαγών αναμένεται ότι θα έχει ευεργετικές επιδράσεις μεσοπρόθεσμα σε ότι αφορά στη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα των συναλλαγών αλλά και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
  • Ανεπίσημα στοιχεία δείχνουν ότι οι εγχώριες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας επέδειξαν σημαντική προσαρμοστικότητα στο δυσχερέστερο περιβάλλον των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Παρ' όλα αυτά η ύπαρξη των περιορισμών συνεπάγεται σημαντικό κόστος για τις επιχειρήσεις και ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες.
  • Η πρόσφατη εμπειρία της Κύπρου, της πρώτης οικονομίας στην ΟΝΕ που εισήγαγε περιορισμούς στην κίνηση των κεφαλαίων το Μάρτιο του 2013 (και τους απέσυρε εξολοκλήρου μετά από μόλις δύο χρόνια), θα μπορούσε να αποτελέσει οδηγό για την Ελλάδα.
  • Κατά κύριο λόγο, η επιτυχία της Κύπρου οφείλεται στο μεγάλο βαθμό ιδιοκτησίας του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής από τις εγχώριες αρχές και την υποστήριξή του από ευρύ φάσμα πολιτικών δυνάμεων. Μπορεί, επίσης, να αποδοθεί στην υψηλή ποιότητα του θεσμικού της πλαισίου καθώς και την επάρκεια της δημόσιας διοίκησης σε ότι αφορά την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
  • Η εξέλιξη της οικονομίας της Κύπρου μετά την επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων υπερέβη τις αρχικές εκτιμήσεις των αναλυτών και των θεσμών. Η απότομη απώλεια πλούτου από το bail-in δεν επέδρασε τόσο αρνητικά στην εσωτερική κατανάλωση όσο αρχικά προβλεπόταν καθώς το σχετικό κόστος επιμερίστηκε κυρίως σε ξένους καταθέτες, οι οποίοι παρά τις απώλειες που υπέστησαν, δεν εγκατέλειψαν το νησί. Επιπρόσθετα, οικονομικοί κλάδοι που αποτελούν την ραχοκοκαλιά της τοπικής οικονομίας όπως ο τουρισμός και οι επαγγελματικές υπηρεσίες δεν υπέστησαν ανεπανόρθωτα πλήγματα από την τραπεζική κρίση, εξακολουθώντας να την στηρίζουν.
  • Σε σχέση με την αντίστοιχη εμπειρία στην Ελλάδα οι αρχικές μακροοικονομικές ανισορροπίες της κυπριακής οικονομίας, πέραν του τραπεζικού κλάδου, δεν ήταν τόσο σημαντικές.
  • Η Ελλάδα είναι αναγκαίο να αυξήσει το βαθμό ιδιοκτησίας του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, να επιταχύνει την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και να επικοινωνήσει αποτελεσματικότερα στον πληθυσμό την αναγκαιότητα της απαιτούμενης προσαρμογής.
  • Η εμπειρία της Κύπρου δείχνει ότι ένα σχέδιο δράσης - σαν και αυτό που συντάχθηκε σε συνεργασία με τους θεσμούς στα αρχικά στάδια του προγράμματος προσαρμογής- και που εμπεριείχε όλα τα απαραίτητα ορόσημα και πολιτικές που θα οδηγούσαν στην πλήρη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, θα μπορούσε να βοηθήσει στην ταχύτερη βελτίωση των προσδοκιών των καταθετών και να αποτελέσει χρήσιμο οδηγό διαμόρφωσης οικονομικής πολιτικής από τους ιθύνοντες φορείς. Ένας τέτοιος οδικός χάρτης φαίνεται να απουσιάζει σήμερα από την Ελλάδα.

Συμπερασματικά, η χρονική διάρκεια της διαδικασίας σταδιακής άρσης των υφιστάμενων περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων της Ελλάδας θα εξαρτηθεί κυρίως από την επιτυχή ολοκλήρωση των επόμενων αξιολογήσεων του 3ου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, που με τη σειρά της θα έχει θετικές συνέπειες σε ότι αφορά στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και της σταθερότητας του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, την ομαλή αποδέσμευση των επόμενων δόσεων του προγράμματος καθώς και την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ελάφρυνση του δημοσίου χρέους (σε μεσο-μακροπρόθεσμη βάση). Επίσης, από τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος και των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας, και την απουσία σημαντικών επιδράσεων από εξωγενείς παράγοντες (όπως πχ το Brexit, το μεταναστευτικό και οι πρόσφατες εξελίξεις στην Τουρκία).

Τη συγγραφή της έκθεσης επιμελούνται οι οικονομολόγοι της Τράπεζας Πλάτων Μονοκρούσος, Ιωάννης Γκιώνης, Στυλιανός Γώγος, 'Αννα Δημητριάδου, Παρασκευή Πετροπούλου, και Θεόδωρος Σταματίου.