Η ελληνική κυβέρνηση ήταν αυτή που συμφώνησε σε πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% μέχρι το 2018 και όχι το ΔΝΤ τονίζει σε κείμενο τους που αναρτήθηκαν στην ιστοσελίδα του Ταμείου ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Μορίς Όμπστφελτν και ο διευθυντής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ταμείου Πολ Τόμσεν.

Τα δύο στελέχη υποστηρίζουν ότι : «Το ΔΝΤ δεν ζητάει περισσότερη λιτότητα για την Ελλάδα». Παράλληλα ο κ. Τόμσεν τονίζει ότι ακόμα και το πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 1,5% στο οποίο το ταμείο είναι σύμφωνο δεν βγαίνει χωρίς νέες μειώσεις στις συντάξεις και χωρίς νέο ψαλίδι στο αφορολόγητο. «Aκόμη και ένα πλεόνασμα της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ δεν συμβαδίζει με ισχυρή ανάπτυξη χωρίς να γίνουν μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό και στο συνταξιοδοτικό» τονίζεται χαρακτηριστικά στο κείμενο.

«H Ελλάδα έχει αναλάβει μια τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή, χωρίς να αντιμετωπίζει δύο σημαντικά προβλήματα: ένα καθεστώς φορολογίας εισοδήματος που εξαιρεί πάνω από τα μισά νοικοκυριά από οποιαδήποτε υποχρέωση (ο μέσος όρος στην υπόλοιπη Ευρωζώνη είναι 8%), και ένα εξαιρετικά γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα που κοστίζει στον προϋπολογισμό σχεδόν 11% του ΑΕΠ ετησίως (σε αντίθεση με τον μέσο όρο στην υπόλοιπη Ευρωζώνη που είναι 2¼ του ΑΕΠ). Αντί να αντιμετωπίσει αυτά τα δύσκολα προβλήματα, η Ελλάδα προχώρησε σε βαθιές περικοπές στις επενδύσεις» προστίθεται στο κείμενο.

Τάσσεται, δε, ξανά υπέρ της απελευθέρωσης των ομαδικών απολύσεων καυτηριάζοντας την ύπαρξη του υπουργικού βέτο. «Αντί να παρέχει υποστήριξη σε απολυμένους εργαζόμενους, αντ' αυτού η κυβέρνηση περιορίζει τη δυνατότητα των εταιρειών να τους απολύσει. Με απλά λόγια, η Ελλάδα δεν μπορεί να εκσυγχρονίσει την οικονομία της ενισχύοντας την χρηματοδότηση για υποδομές και για καλά στοχευμένα κοινωνικά προγράμματα, ενώ παράλληλα απαλλάσσει πάνω από τα μισά νοικοκυριά από τη φορολογία εισοδήματος, και καταβάλλοντας δημόσιες συντάξεις στα επίπεδα των πλέον πλούσιων ευρωπαϊκών χωρών».

Παράλληλα τα δύο στελέχη του Ταμείου ζητούν να νομοθετηθούν από τώρα τα απαραίτητα κατά τους ίδιους μέτρα «για λόγους αξιοπιστίας» γράφοντας στο κείμενό τους. «Επιπλέον, για λόγους αξιοπιστίας, είναι επίσης απαραίτητο να νομοθετηθούν εκ των προτέρων τα μέτρα που απαιτούνται για να σπρώξουν το πλεόνασμα πάνω από το 1,5% του ΑΕΠ» γράφουν χαρακτηριστικά.

Παράλληλα, υπογραμμίζουν ότι ο τρέχων προϋπολογισμός, που έχει συμφωνηθεί, δεν είναι φιλικός προς την ανάοτυξη, ενώ καλούν την Ελλάδα να κάνει περισσότερα όσον αφορά στις μεταρρυθμίσεις σχετικά με τη δομή των φόρων και των δαπανών της -δηλαδή, τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση εισπράττει τα έσοδά της και σε τι τα ξοδεύει.

«Ίσως, με Ηράκλεια προσπάθεια, η Ελλάδα θα μπορούσε βραχυπρόθεσμα να καταφέρει τις περικοπές δαπανών που χρειάζονται για να πετύχει ένα έλλειμμα 3,5% του ΑΕΠ. Όμως, η εμπειρία έχει δείξει ότι αυτό δεν μπορεί να διατηρηθεί και δεν συμβαδίζει με τον φιλόδοξο μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό στόχο της Ελλάδας. Η οικονομία της Ελλάδας χρειάζεται έναν εκτεταμένο εκσυγχρονισμό σε όλο της το φάσμα» υπογραμμίζουν οι Τόμσεν και Όμπστφελντ σε άλλο σημείο, ξεκαθαρίζοντας πως η προηγούμενη εμπειρία του Ταμείου από τη χώρα μας καθιστά ουσιαστικά ανέφικτα τα συμφωνηθέντα με τους Ευρωπαίους υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.