Διατηρούν θυρίδες, μπορεί να έχουν βγάλει τα χρήματά τους στους εξωτερικό ή ακόμα και να διαθέτουν επιχειρήσεις με υψηλή κερδοφορία. Ομως, έχουν ένα κοινό, καθώς εδώ και χρόνια έχουν σταματήσει να αποπληρώνουν τα δάνειά τους στις τράπεζες.

Πρόκειται για την κατηγορία των στρατηγικών κακοπληρωτών, οι οποίοι, ενώ έχουν οικονομική επιφάνεια, ακολουθούν τον κανόνα «δεν πληρώνω».

Το τελευταίο διάστημα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν επιδοθεί στο «κυνήγι» για τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών, αλλά και στη ρευστοποίηση των ενυπόθηκων ακινήτων τους.

Η ραγδαία εκτόξευση των κόκκινων δανείων στα 107 δισ. ευρώ καθιστά τον εντοπισμό τους άμεση προτεραιότητα των συστημικών τραπεζών, στον βαθμό που πρόκειται για κατηγορία οφειλετών με υψηλά δάνεια. Τόσο ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ), Γιάννης Στουρνάρας, όσο και οι διοικήσεις των τραπεζών θέλουν να βάλουν ένα τέλος στην ασυδοσία της συγκεκριμένης κατηγορίας δανειοληπτών.

Ολες οι αναλύσεις καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ένας στους πέντε δανειολήπτες (φυσικά πρόσωπα) με κόκκινα δάνεια ανήκει στην κατηγορία των στρατηγικών κακοπληρωτών και μία στις έξι είναι η εκτίμηση για τις επιχειρήσεις. Πρόσφατα, ο κ. Στουρνάρας επιβεβαίωσε τις πληροφορίες που ανέφεραν ότι τον περασμένο Γενάρη υπήρξε επιτάχυνση της εισροής νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και μείωση της ανταπόκρισης των οφειλετών στις προτεινόμενες ρυθμίσεις.

Την ίδια στιγμή εμφανίζεται, σύμφωνα με την ΤτΕ, εκ νέου ένα κλίμα πρόσφορο για στρατηγικούς κακοπληρωτές, αφού η εσκεμμένη αθέτηση δανειακών υποχρεώσεων δεν επιφέρει τις προβλεπόμενες κυρώσεις.

Σκανάροντας τους... οφειλέτες

Οι τράπεζες έχουν εντοπίσει έναν σημαντικό αριθμό αυτής της κατηγορίας των «κόκκινων» οφειλετών. Τα χαρακτηριστικά τους είναι η παύση πληρωμής του δανείου τους για πάνω από δύο, τρία ή ακόμα και πέντε χρόνια. Πολλοί από αυτούς διατηρούν θυρίδα σε κάποια τράπεζα ή ακόμα έχουν στείλει χρήματα σε λογαριασμούς στο εξωτερικό.

Πρόσφατη έρευνα μεγάλης συστημικής τράπεζας επιβεβαιώνει ότι σημαντικό μέρος των στρατηγικών κακοπληρωτών εντοπίζεται μεταξύ αυτών που έχουν προσφύγει στον Νόμο 3869, δηλαδή στον Νόμο Κατσέλη.

Οι στρατηγικοί κακοπληρωτές που εντοπίζονται στην κατηγορία της στεγαστικής πίστης έχουν αγοράσει με το δάνειο ακίνητο υψηλής αξίας και διαθέτουν κινητή αλλά και άλλη ακίνητη περιουσία.

Στις επιχειρήσεις, οι στρατηγικοί κακοπληρωτές, σύμφωνα με τα στοιχεία, είναι εταιρείες με υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση, που σημαίνει ότι δεν έχουν δικαιολογία αθέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων. Στην έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος επισημαίνεται ότι «μία στις έξι επιχειρήσεις έχουν χαρακτηριστικά στρατηγικού κακοπληρωτή, δεν πληρώνουν δηλαδή από το 2010 έως και σήμερα».

Είναι, αναφέρεται στην έκθεση, πιθανότερο να εμφανισθούν ως στρατηγικοί κακοπληρωτές επιχειρήσεις με υψηλό δανεισμό ή χαμηλή αξία εξασφαλίσεων ή υψηλή κερδοφορία.

Επίσης, συστηματικά αγνοούν τις κλήσεις των τραπεζών ή των εισπρακτικών εταιρειών στις οποίες έχει ανατεθεί η ενημέρωση για την καθυστέρηση στην οφειλή της. Οι τράπεζες συνεχίζουν και στέλνουν επιστολές προς τους δανειολήπτες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, και ζητούν πλέον να αποκτήσουν πρόσβαση στα στοιχεία κατοικίας μέσα από τις φορολογικές Αρχές. Τραπεζικά στελέχη αναφέρουν ότι το αίτημα των τραπεζιτών για την ανταλλαγή πληροφοριών με στόχο τον εντοπισμό των κακοπληρωτών δεν έχει γίνει δεκτό, επειδή προσκρούει σε νομικά ζητήματα που συνδέονται με τα προσωπικά δεδομένα.

 Η τελευταία ευκαιρία

Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δίνουν μια τελευταία ευκαιρία στους δανειολήπτες με κόκκινα δάνεια να επιστρέψουν στην περιοχή των... πράσινων δανείων, προτού ξεκινήσουν οι πωλήσεις χαρτοφυλακίων σε ξένα funds, ενώ, αν δεν μπορούν να ανταποκριθούν, θα προχωρούν άμεσα σε ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας τους.

Οι τράπεζες προσφέρουν μακροχρόνιες ρυθμίσεις με στόχο οι δανειολήπτες να σταματήσουν να είναι «κόκκινοι».

Πλέον, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή κινδύνου για την ευστάθεια των τραπεζών και τροχοπέδη για τη χρηματοδότηση της οικονομίας.

Καθώς στενεύουν τα χρονικά περιθώρια και οι τράπεζες θα πρέπει μέχρι το τέλος του 2019 να έχουν μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα κατά 40 δισ. ευρώ (στα 66,7 δισ. ευρώ, από τα 106,9 δισ. ευρώ που ήταν πέρυσι τον Σεπτέμβριο), θα μπουν μπροστά οι πωλήσεις χαρτοφυλακίων, οι οποίες θα διαμορφωθούν στα 12 δισ., ενώ οι τράπεζες θα προχωρήσουν και σε διαγραφές ύψους 15 δισ. ευρώ.

*Εφημερίδα Επένδυση