Η τελική αναμέτρηση -Το Σεπτέμβρη η κρισιμότερη μάχη με τους δανειστές
Η οποία θα κρίνει εν πολλοίς την έκβαση του ελληνικού προγράμματος
Ως «μητέρα των μαχών» περιγράφεται από ανώτερους αξιωματούχους των θεσμών η τρίτη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος, που αναμένεται να ξεκινήσει τον Σεπτέμβριο. Οι αξιωματούχοι αιτιολογούν αυτόν τον χαρακτηρισμό με το επιχείρημα ότι στο τραπέζι θα μπουν «όλα τα υπόλοιπα του μνημονίου», όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά. Με δεδομένο ότι το χρονοδιάγραμμα των αξιολογήσεων έχει καθυστερήσει δραματικά, αφού, αντί της όγδοης αξιολόγησης έχει ολοκληρωθεί μόλις η δεύτερη, οι δανειστές γνωρίζουν ότι, με τους ρυθμούς που κινούνται οι διαπραγματεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση, απομένουν το πολύ δύο αξιολογήσεις έως το τέλος του προγράμματος. Κατά συνέπεια, στην τρίτη αξιολόγηση πρέπει να κλείσουν όλες οι νομοθετικές παρεμβάσεις, ώστε η τελευταία, που θα ξεκινήσει την άνοιξη του 2018, να ασχοληθεί μόνο με την αξιολόγηση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και τον έλεγχο επί των στόχων.
Πρακτικά, η κυβέρνηση, αντί να χαλαρώσει ρυθμούς, θα πρέπει έως τον Σεπτέμβριο να υλοποιήσει 113 προαπαιτούμενα, τα οποία θα είναι και βασικά παραδοτέα έως το τέλος του έτους και θα συνδεθούν με το κλείσιμο της επόμενης αξιολόγησης.
Σε αυτά περιλαμβάνονται «αγκάθια», που αναμένεται να αγγίξουν τον σκληρό κομματικό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως η εκποίηση του 40% της λιγνιτικής παραγωγής της ΔΕΗ, αλλά και η κήρυξη απεργίας από τα πρωτοβάθμια σωματεία με συμμετοχή του 50% + 1% των εργαζομένων, καθώς επίσης και μέτρα που αφορούν ευθέως το Δημόσιο, όπως η κινητικότητα.
Στο επίκεντρο της τρίτης αξιολόγησης θα βρεθούν και άλλα επώδυνα μέτρα, όπως η πλήρης απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, ο επανυπολογισμός όλων των συντάξεων, το ψαλίδι στα προνοιακά επιδόματα, αλλά και η αλλαγή στους όρους χορήγησης των αναπηρικών επιδομάτων, καθώς και η επανεξέταση των φορολογικών κινήτρων για τις επιχειρήσεις, με την κατάργηση όσων κρίνονται αναποτελεσματικά.
Σημείο «κλειδί» είναι και η αξιολόγηση της επάρκειας των μέτρων του 2018, κατά την οποία το ΔΝΤ θα έχει τον πρώτο λόγο για το εάν χρειάζεται να ληφθούν επιπλέον μέτρα.
Στα επικαιροποιημένα κείμενα των μνημονίων καταγράφονται αναλυτικά όλες οι δεσμεύσεις της χώρας για μέτρα 6,5 δισ. ευρώ την περίοδο 2018-2022, ενώ ορίζεται και ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει η τελική αξιολόγηση τον Αύγουστο του 2018. Και εκεί, το ΔΝΤ θα κρίνει εάν το μνημόνιο υλοποιήθηκε επαρκώς, καθώς και το εάν πρέπει το αφορολόγητο να μειωθεί νωρίτερα (2019). Φαίνεται, ωστόσο, πως και το Ταμείο αλλά και οι Ευρωπαίοι έχουν προεξοφλήσει πως το αφορολόγητο θα μειωθεί το 2019, ενώ τα αντίμετρα -σύμφωνα πάντα με το ΔΝΤ- δεν θα εφαρμοστούν πριν από το 2023. Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα θεωρείται εξαιρετικά πιθανό το Ταμείο να ζητήσει πρόσθετα μέτρα για το 2018.
Το ζήτημα του waiver
Ευρωπαϊκές πηγές θέτουν ακόμα ένα σημείο προβληματισμού. Οπως αναφέρουν, σε περίπτωση που η Ελλάδα τελείωνε το τρέχον πρόγραμμα το 2018 και αποφάσιζε να βγει μόνη της στις αγορές, χωρίς τη στήριξη των Ευρωπαίων, μέσω της Προληπτικής Γραμμής, τότε η ΕΚΤ θα ήταν υποχρεωμένη να άρει το waiver, δηλαδή την κατ’ εξαίρεση αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως ενέχυρα για να δανείζει τις ελληνικές τράπεζες. Σήμερα, η ΕΚΤ αποδέχεται τα ομόλογα των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων ως εχέγγυα, παρά τη βαθμολογία τους από τους οίκους αξιολόγησης στην κατηγορία «σκουπίδια» (junk), επειδή η χώρα είναι σε πρόγραμμα στήριξης του ESM. Εφόσον το πρόγραμμα αυτό εκλείψει και οι οίκοι αξιολόγησης δεν έχουν αναβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας και του τραπεζικού συστήματος, η ΕΚΤ θα είναι υποχρεωμένη να άρει το waiver, άρα να μη δανείζει με χαμηλά επιτόκια τις ελληνικές τράπεζες, όπως ακριβώς έγινε τον Φεβρουάριο του 2015. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας απόφασης θα ήταν η επιστροφή των τραπεζών σε εξάρτηση από τον έκτακτο μηχανισμό της Τραπέζης της Ελλάδος (ELA), ο οποίος έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος. Μια τέτοια κίνηση θα στερούσε πολύτιμη ρευστότητα από τις τράπεζες, σε μια περίοδο που το ένα μετά το άλλο τα πιστωτικά ιδρύματα μειώνουν την εξάρτησή τους από τον ELA και έχουν ήδη προβεί σε κινήσεις ενίσχυσης των κεφαλαίων τους, προκειμένου να στηρίξουν την πραγματική οικονομία και την ανάπτυξη. Αυτός είναι και ο λόγος που στα κέντρα λήψης αποφάσεων η λύση της ECCL κερδίζει όλο και περισσότερους υποστηρικτές.
Το χρέος και το χαμένο τρένο
Σε ό,τι αφορά τις προσδοκίες για την ελάφρυνση του χρέους, πηγές της ΕΚΤ ξεκαθαρίζουν πως «η ΕΚΤ δεν μπορεί να προχωρήσει σε δική της ανάλυση βιωσιμότητας χρέους, που θα της επέτρεπε να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο QE, εφόσον δεν υπάρχει επαρκής σαφήνεια για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος».
Κλειδί για τις μελλοντικές αποφάσεις θα αποτελέσει και ο ρόλος του ΔΝΤ την επόμενη ημέρα, καθώς ήδη από την τρίτη αξιολόγηση θα αρχίσει να προετοιμάζεται η αποχώρησή του, καθώς οι Ευρωπαίοι δεν θα προχωρήσουν σε αποφάσεις για το χρέος.
ΠΟΝΤΑΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ ΟΙ ΞΕΝΟΙ ΟΙΚΟΙ
Ονειρο θερινής νυκτός η καθαρή έξοδος
Στα κέντρα αποφάσεων έχουν ήδη ξεκινήσει οι παρασκηνιακές συζητήσεις για την επόμενη ημέρα, με βασικό σενάριο εκείνο της Προληπτικής Πιστοληπτικής Γραμμής Στήριξης με ενισχυμένη εποπτεία (ECCL), η οποία θα ελέγχεται από τα ευρωπαϊκά όργανα.
Οι δανειστές γνωρίζουν πως ένα μεγάλο μέρος από το ποσό του δανείου των 86 δισ. ευρώ του ESM, που δόθηκε με το τρίτο μνημόνιο, δεν θα εκταμιευθεί μέχρι το τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, λόγω των καθυστερήσεων με τις οποίες ολοκληρώνονται οι αξιολογήσεις. Το ποσό αυτό εκτιμάται ότι θα μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες για ένα τέταρτο πρόγραμμα στήριξης, έστω και με τη μορφή της Προληπτικής Πιστοληπτικής Γραμμής.
Οι καλά γνωρίζοντες το ελληνικό ζήτημα υποστηρίζουν πως η Ελλάδα δεν θα είναι σε θέση να επιστρέψει στις αγορές στο τέλος του προγράμματος, καθώς το πρόβλημα δεν λύνεται με δύο ή τρεις μικρής διάρκειας εκδόσεις, αλλά απαιτείται να «χτιστεί» μια μόνιμη σχέση με τους επενδυτές.
Για τον ίδιο λόγο, οι περισσότεροι διεθνείς οίκοι «έχουν ποντάρει» στην Προληπτική Πιστοληπτική Γραμμή Στήριξης, τη λεγόμενη και ECCL, στο πρότυπο της συμφωνίας της κυβέρνησης Σαμαρά το 2014. Με τον τρόπο αυτό, εκτιμούν, η Ελλάδα θα συνεχίσει να υλοποιεί μεταρρυθμίσεις υπό τον έλεγχο των δανειστών και, παράλληλα, θα αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές με βιώσιμα επιτόκια.
Οσο, μάλιστα, γίνεται πιο καθαρό πως οι Ευρωπαίοι δεν πρόκειται να ανοίξουν τα χαρτιά τους για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους παρά μόνο στο τέλος του τρέχοντος προγράμματος, η «καθαρή έξοδος» της Ελλάδας στις αγορές φαίνεται όλο και πιο δύσκολη.
Από την εφημερίδα "Επένδυση"