Τα πάνω κάτω στους έρχονται στους λογαριασμούς της ΔΕΗ με τους καταναλωτές να δέχονται αλλεπάλληλα χτυπήματα στα πορτοφόλια τους, εν μέσω καύσωνα.

Λόγω της αναδρομικής ανάκτησης από τη ΔΕΗ ποσού 360 εκατ. ευρώ για χρεώσεις Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) που δικαιούνται από το παρελθόν έρχονται αυξήσεις στα τιμολόγια ρεύματος από το 2018

Όμως στην εισήγησή της προς το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), θα προτείνει στην πολιτεία να καλύψει εκείνη σε πρώτη φάση το σχετικό ποσό από πηγές δημοσίων εσόδων. Έτσι δεν θα υπάρξει καμία επιβάρυνση στους λογαριασμούς ρεύματος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.

Ειδικότερα, προτείνει να επιστρέψει το υπουργείο Οικονομικών στον Ειδικό Λογαριασμό ΥΚΩ μέρος από το ποσό του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) που εισπράττει κάθε χρόνο το Δημόσιο από το πετρέλαιο, το οποίο χρησιμοποιούν ώστε να δουλεύουν οι πανάκριβες μονάδες ντίζελ της ΔΕΗ στα νησιά. Το ποσό υπολογίζεται σε 180 εκατ. ευρώ τον χρόνο, και ακόμη και τα μισά χρήματα από τον εν λόγω ΕΦΚ, δηλαδή τα 90 εκατ. ευρώ, να μεταφερθούν από τον κρατικό προϋπολογισμό στον Ειδικό Λογαριασμό ΥΚΩ αρκούν ώστε να μη χρειαστούν αυξήσεις στα τιμολόγια.

Βέβαια, την πρόταση για επιστροφή του ΕΦΚ του πετρελαίου, παρότι συμβατή με το κοινοτικό πλαίσιο, είναι προφανές ότι θα πρέπει να την αποδεχθεί το υπουργείο Οικονομικών και μετά να συμφωνηθεί με τους θεσμούς. Εφόσον η πρόταση δεν γίνει αποδεκτή, τότε το κόστος της ανάκτησης των «παλιών» ΥΚΩ θα επιβαρύνει τους καταναλωτές μέσω των λογαριασμών και σε ορίζοντα πενταετίας, δηλαδή από το 2018 έως το 2022.

Σε μια τέτοια περίπτωση, η ΡΑΕ εισηγείται το κύριο βάρος των αυξήσεων να πέσει στην περίοδο μετά το 2020.

Ωστόσο πηγές της ΔΕΗ, σύμφωνα με το ΑΠΕ, έλεγαν πως η επιχείρηση «θεωρεί αυτονόητο ότι η κοινωνική και οικονομική πολιτική πρέπει να ασκείται από το κράτος» και συμπληρώναν πως «δεν είναι νοητό ιδιαίτερα σε συνθήκες έντονου ανταγωνισμού και με μνημονιακή υποχρέωση τη μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ στην αγορά σε επίπεδα κάτω του 50%, να επωμίζεται η επιχείρηση ευθύνες που ανήκουν στην Πολιτεία».

Ειδικότερα οι ίδιες πηγές υποστήρίζαν πως «αναφορικά με τον ειδικό φόρο καυσίμου τον οποίο πληρώνει η ΔΕΗ για το Diesel και το Μαζούτ των μονάδων παραγωγής των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών η επιχείρηση, προκειμένου να μην επιβαρύνεται η ίδια αλλά και να μειωθούν τα ποσά των ΥΚΩ έχει ζητήσει την απαλλαγή της από το 2005 (!). Αίτημα απολύτως εύλογο καθώς η ίδια η Πολιτεία της έχει αναθέσει την τροφοδοσία των νησιών με τις ίδιες τιμές με αυτές της ηπειρωτικής χώρας. Το αίτημα αυτό της ΔΕΗ δεν έγινε δεκτό από την τότε κυβέρνηση με το αιτιολογικό της αποφυγής… λαθρεμπορίου καυσίμων!!!»

Και σημείωναν ακόμη ότι «σε ότι αφορά στο κοινωνικό τιμολόγιο η ΔΕΗ φρονεί ότι οι δικαιούχοι καταναλωτές θα πρέπει να επιδοτούνται από το κράτος, π.χ. με ειδικά κουπόνια, και να επιλέγουν τον προμηθευτή της αρεσκείας τους. Με το ισχύον σήμερα καθεστώς οι εν λόγω καταναλωτές, όντας μη ελκυστικοί για τους άλλους προμηθευτές, παραμένουν αποκλειστικά (100%) στη ΔΕΗ. Έτσι αφενός η ΔΕΗ επιβαρύνεται με ποσά της τάξης των 80 εκατ. ευρώ το χρόνο, συνεπεία της υποανάκτησης των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας και της ασυνέπειας μεγάλου μέρους των καταναλωτών αυτών, και αφετέρου υφίσταται ένα ακόμη εμπόδιο στο άνοιγμα της αγοράς, καθώς η ενέργεια που καταναλώνεται για ΚΟΤ είναι της τάξης του 5 – 6% της συνολικής».

Και «σε ότι αφορά στα ποσά που δημοσιεύονται για την ανάκτηση από τη ΔΕΗ των ΥΚΩ από το 2012 και εντεύθεν, η Επιχείρηση επιφυλάσσεται να τοποθετηθεί και να αξιολογήσει τις επίσημες αποφάσεις της ΡΑΕ» προσθέτουν. Τονίζεται ωστόσο ότι «δημόσιες προσωπικές τοποθετήσεις και διαρροές απάδουν προς το επιβαλλόμενο κύρος και την εγκυρότητα μιας Ανεξάρτητης Αρχής».