Στα... κάγκελα είναι τα επιτελεία των συστημικών τραπεζών, γνωρίζοντας ότι αν βρεθούμε μπροστά στα όσα περιγράφει η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, δηλαδή στην ανάγκη νέας ανακεφαλαιοποίησης, τότε το απίθανο ως τώρα σενάριο του bail in, δηλαδή του «κουρέματος» ακόμα και καταθέσεων, θα σκάσει σαν βόμβα.

Αν και το Ταμείο έκανε ένα βήμα πίσω από τις απαιτήσεις του για έκτακτο έλεγχο στα στοιχεία ενεργητικού τους (AQR), αυτό εκτιμάται ότι επ’ ουδενί σηματοδοτεί το τέλος του θρίλερ και είναι ενδεικτικό ότι την ώρα που οι δηλώσεις Τόμσεν έφερναν κάποιους στεναγμούς ανακούφισης στην Αθήνα και αποσυμπίεζαν την εκρηκτική κατάσταση στους δείκτες των τραπεζικών μετοχών, ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον παρέπεμπε εκ νέου στην έκθεση του Ιουλίου και ειδικά στο σημείο που αφορά στα «κόκκινα» δάνεια. Εκεί ακριβώς βρίσκεται και η παγίδα.

Σε αυτό το πλαίσιο και μετά τη συνάντηση της Κριστίν Λαγκάρντ στο Λονδίνο με το προεδρείο της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών, οι τραπεζίτες φέρονται αποφασισμένοι να προχωρήσουν μέχρι το τέλος του έτους σε μαζικούς ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και αφόρητη πίεση σε στρατηγικούς κακοπληρωτές προκειμένου να κατευνάσουν το Ταμείο και να πιάσουν τους στόχους μείωσης των «κόκκινων» δανείων.

Ποια είναι η λογική του ΔΝΤ; Οτι από τη στιγμή που βρίσκονται στον «κουμπαρά» του ESM περί τα 20 δισ. ευρώ από την προηγούμενη ανακεφαλαιοποίηση, δεν είναι κακό να χρησιμοποιηθούν τουλάχιστον τα 10 δισ. προκειμένου να θωρακιστεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η επιχειρηματολογία αυτή πρώτα «πάγωσε» κι εν συνεχεία έκανε έξαλλους ακόμα και τους πιο ψύχραιμους, όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και στη Φρανκφούρτη, αφού ανακύπτουν ζητήματα τα οποία χαρακτηρίζονται ως εφιάλτης. Με ποια διαδικασία θα μπορούσαν να εκταμιευθούν αυτά τα κεφάλαια; Πώς και ποιος θα ανάψει «πράσινο φως» όταν αυτομάτως θα ανατραπούν όλοι οι σχεδιασμοί για το χρέος, με δεδομένο ότι θα πρόκειται για νέο δάνειο; Και το βασικότερο. Πώς θα αποφύγουμε την καταστροφή της νέας Οδηγίας για την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, που ως γνωστόν καταλήγει και σε «κούρεμα» καταθέσεων;

Όπως προκύπτει από την πυροσβεστική -έτσι χαρακτηρίστηκε- δήλωση του Π. Τόμσεν, το Ταμείο έριξε, μεν, νερό στο κρασί του όσον αφορά στην ανάγκη ενός έκτακτου γενικού εσωτερικού ελέγχου (AQR), αλλά εξακολουθεί να διατυπώνει επιφυλάξεις για την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα του στρατηγικού σχεδιασμού για την αντιμετώπιση του όντως τεράστιου προβλήματος των «κόκκινων» δανείων. Και αυτή η στάση του, δυστυχώς, δεν είναι έωλη, από τη στιγμή που ο σχεδιασμός κατά γενική ομολογία έχει μείνει πίσω.

Τι «βλέπει» το Ταμείο; Κατ’ αρχάς ότι είναι αισιόδοξες όλες οι παραδοχές για την ικανότητα των ελληνικών τραπεζών να διαχειριστούν άμεσα το οξύ πρόβλημα. Επί της ουσίας, η ομάδα Τόμσεν θεωρεί ότι οι νομοθετικές παρεμβάσεις που έχουν γίνει ως τώρα -εξωδικαστικός, πλαίσιο πώλησης προβληματικών δανείων, νομική προστασία τραπεζικών στελεχών που «τρέχουν» αναδιαρθρώσεις δανείων- είναι σημαντικές, αλλά δεν είναι αρκετές από μόνες τους για να περιορίσουν δραστικά τον όγκο των δανείων που έχουν συσσωρευθεί τα χρόνια της κρίσης.


Μπελάς τα «κόκκινα» δάνεια

Το ΔΝΤ «χτυπάει», μάλιστα, από... μέσα, καθώς επικαλείται τα στοιχεία του Εποπτικού Μηχανισμού (SSM), με βάση τα οποία προβλέπεται μια πολύ μικρή μείωση του αριθμού των «κόκκινων» δανείων ως το τέλος του 2018 και συγκεκριμένα από το 49% στο 42%, διατηρώντας την Ελλάδα στο υψηλότερο σκαλοπάτι της ευρωζώνης. Εκεί ακριβώς «κουμπώνει» η επισήμανση της δήλωσης Τόμσεν, ότι ο σχεδιασμός πρέπει να αποδειχθεί ο κατάλληλος για την αντιμετώπιση του προβλήματος «μεσοπρόθεσμα». Αυτό που πολλαπλασιάζει, δε, τους προβληματισμούς του ΔΝΤ, είναι το ιστορικό προηγούμενο 26 χωρών, που βρέθηκαν σε κρίση μετά το 1960 και χρειάστηκαν κατά μέσον όρο μια ολόκληρη επταετία για να περιορίσουν τον όγκο των «κόκκινων» δανείων τους και μάλιστα από πολύ χαμηλότερο ύψος.

Πηγή: Ελευθερία του Τύπου