Μπορεί με βάση τα στοιχεία Σεπτεμβρίου 2017, που ανακοινώθηκαν πριν από λίγες ημέρες από την ΤτΕ, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) να μειώθηκε κατά 2,4% και 5,5% συγκριτικά με το τέλος του Ιουνίου 2017 και του Δεκεμβρίου 2016, αντίστοιχα, αγγίζοντας τα 100,4 δισ. ευρώ ή το 44,6% των συνολικών ανοιγμάτων, ωστόσο οι στόχοι που έχουν τεθεί έως το τέλος του 2019 παραμένουν η μεγαλύτερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Βέβαια, δεν είναι η μόνη, ενόψει των stress test που θα διενεργήσει τον ερχόμενο Φεβρουάριο η ΕΚΤ, αφού υπάρχουν ακόμα αρκετές και δύσκολες.

1. Μια από αυτές είναι η ολοκλήρωση πολλών συμφωνιών πώλησης θυγατρικών που βρίσκονται σε εξέλιξη και μέχρι ώρας κανείς δεν γνωρίζει αν και εφόσον θα ολοκληρωθούν εντός χρονοδιαγράμματος για να υπολογιστούν τα τιμήματα στους επικείμενους ελέγχους.

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής στον όμιλο EXIN. Αν και η συμφωνία έχει οριστικοποιηθεί εδώ και μήνες, ο αγοραστής ακόμη δεν έχει υποβάλει τα σχετικά δικαιολογητικά στην ΤτΕ για να ολοκληρωθεί η αγοραπωλησία και η Εθνική Τράπεζα να μπορέσει να εισπράξει το διόλου ευκαταφρόνητο τίμημα των 725 εκατ. ευρώ, ποσό που θα μειώσει σημαντικά τις κεφαλαιακές της ανάγκες. Σε πρόσφατο conference call η διοίκηση της Εθνικής φάνηκε να έχει λάβει διασφαλίσεις από τον SSM, για τον υπολογισμό του τιμήματος, αν και εφόσον καταβληθεί έως τη λήξη των ελέγχων. Βέβαια, επισήμως δεν έχει επιβεβαιωθεί από την πλευρά του εποπτικού μηχανισμού, αλλά είναι κάτι που έχει ζητηθεί από τις διοίκηση της τράπεζας. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η πώληση των Νηρέα και Σελόντα, στις οποίες έχουν «εμπλοκή» και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, με τις δεσμευτικές προσφορές να κατατίθενται, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, στις 13 Δεκεμβρίου. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει με βεβαιότητα αν και εφόσον η αγοραπωλησία θα έχει οριστικοποιηθεί εγκαίρως. Ανάλογα παραδείγματα είναι και οι πωλήσεις θυγατρικών των τραπεζών στα Βαλκάνια.  

2. Η δεύτερη πρόκληση είναι η αντιμετώπιση του νέου τρόπου απεικόνισης των επισφαλειών τους από την 1η/1/2018 και δεν είναι άλλη από την υιοθέτηση του λογιστικού προτύπου IFRS 9.

Τι επιφέρει αυτό; Επιβάλλει στις τράπεζες να αναγνωρίζουν εκ των προτέρων την πιθανότητα αναμενόμενων ζημιών από χορηγηθέντα δάνεια και να σχηματίζουν τις απαιτούμενες προβλέψεις βάσει αυτής της πιθανότητας και όχι κατόπιν της πραγματοποιηθείσας ζημίας, όπως γινόταν μέχρι σήμερα. Οι πρόσθετες προβλέψεις που καλούνται να σχηματίσουν οι τράπεζες ενόψει της εφαρμογής του IFRS 9 υπολογίζονται άνω των 5 δισ. ευρώ, και μάλιστα ο SSM ζητά την επιβεβαίωση εξωτερικών ελεγκτών που θα πιστοποιήσουν το ύψος των συγκεκριμένων προβλέψεων.  

3. Οι πλειστηριασμοί ακινήτων παραμένουν μια από τις σοβαρότερες προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες.

Το γεγονός ότι ξεκίνησαν μετ' εμποδίων δεν είναι τόσο σοβαρό. Το σοβαρότερο όλων είναι ότι δεν υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να αγοράζουν οι ίδιες τα ακίνητα που βγάζουν στο σφυρί, για να μη δημιουργήσουν πρόβλημα στους ισολογισμούς τους. Πόσα ακίνητα, όμως, θα αγοράσουν οι τράπεζες; Πόσα θα τους επιτρέψει ο SSM να αγοράσουν; Τι κόστος έχει η συντήρησή τους; Η απάντηση που δίδεται είναι ότι, με βάση τις αξίες που διαμορφώνονται για τα ενέχυρα στους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, οι ελεγκτές του SSM θα καθορίσουν τη μέση τιμή ανάκτησης των οφειλών, για να αξιολογήσουν το ύψος των κεφαλαίων που οι τράπεζες μπορούν να ανακτήσουν από το προβληματικό τους χαρτοφυλάκιο. Και με βάση αυτόν τον υπολογισμό για τα ανακτήσιμα κεφάλαια θα καθοριστούν έως έναν βαθμό και οι κεφαλαιακές τους ανάγκες. Ετσι, στην περίπτωση που δεν μπορεί να εκποιηθεί ακίνητο, δηλαδή να βγει στο σφυρί και η τράπεζα να εισπράξει το τίμημα, τότε η αξία του ενεχύρου είναι μηδενική. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αναγκάζονται οι ίδιες οι τράπεζες να αγοράζουν τα ακίνητα που πλειστηριάζουν.

4. Τελευταία, αλλά διόλου αδιάφορη πρόκληση που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι τραπεζίτες είναι και το κλίμα που διαμορφώνεται εδώ και καιρό στην αγορά και έχει να κάνει με την ποινικοποίηση των χορηγήσεων.

Κάποιες από αυτές είναι σίγουρα «αμαρτωλές». Όμως, η γενίκευση σε μια κρίσιμη περίοδο για το τραπεζικό σύστημα με διαρροές για επικείμενες διώξεις τραπεζικών στελεχών με αφορμή τις χορηγήσεις δανείων σίγουρα δεν βοηθούν στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης.  

Δημοσιεύθηκε στο «moneyPro», της εφημερίδας «Παραπολιτικά», Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017