«Αμπαλαρισμένο» μνημόνιο, το οποίο δεν θα περιλαμβάνει επιπλέον χρηματοδότηση, δεν θα έχει αξιολογήσεις, αλλά θα ορίζει τη χαλαρή εποπτεία των θεσμών στη μεταμνημονιακή περίοδο της Ελλάδας θα συμφωνηθεί ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους εκπροσώπους των θεσμών τον ερχόμενο Αύγουστο, με τη λήξη των μνημονίων.

Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος που η κυβέρνηση εγκατέλειψε το αφήγημά της για «καθαρή» έξοδο από τα μνημόνια το καλοκαίρι, καθώς γνωρίζει πολύ καλά ότι τα τεχνικά, αλλά και ουσιαστικά, θέματα που θα προκύψουν μετά το τέλος των μνημονίων ακυρώνουν στην πράξη αυτό το αφήγημα. Κυβερνητικά στελέχη αντικατέστησαν ήδη τη λέξη «καθαρή» με την αντίστοιχη «αυτοδύναμη», αν και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ισχυρίστηκε ότι οι δύο λέξεις είναι συνώνυμες.  

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ  

Η αλήθεια είναι, ωστόσο, ότι το τελευταίο διάστημα έφτασαν στο Μέγαρο Μαξίμου μηνύματα από τους εκπροσώπους των θεσμών που έλεγαν ότι οι αναφορές για «καθαρή» έξοδο της χώρας στις αγορές ήταν μάλλον υπερβολικές και σε μεγάλο βαθμό ουτοπικές, δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει το μεγάλο θέμα του χρέους, το οποίο χρειάζεται να καταγραφεί μέσα σε μια συμφωνία, καθώς και την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που βρίσκονται σε εκκρεμότητα.

Η συμφωνία η οποία αναμένεται να υπάρξει και δεν θα έχει τα χαρακτηριστικά ενός μνημονίου -αλλά την ισχύ του- θα περιλαμβάνει την εφαρμογή των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων, η υλοποίηση των οποίων θα ξεκλειδώνει κάποια μέτρα διευκόλυνσης για το χρέος.

Ακόμα, βασικό θέμα για τους εκπροσώπους των θεσμών είναι το γεγονός ότι για την επόμενη 5ετία (2018-2022) ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα έχει τεθεί πολύ ψηλά, στο 3,5%, και άρα η Ελλάδα θα πρέπει να βρίσκεται υπό παρακολούθηση, προκειμένου να μην εκτροχιαστεί από υπερβολική αυτοπεποίθηση. Αντίθετα, δηλαδή, από την Κύπρο και την Ιρλανδία, που βγήκαν από τα μνημόνια χωρίς να υπογράψουν κανένα επιπλέον συμφωνητικό, η Ελλάδα θα κληθεί να υπογράψει με τους τρεις εταίρους μια συμφωνία για το πώς θα δρομολογηθεί η περιβόητη «λύση Μακρόν», που συνδέει το χρέος με την ανάπτυξη της χώρας.  

«ΓΑΛΛΙΚΟ ΚΛΕΙΔΙ»

Το «γαλλικό κλειδί», η λύση, δηλαδή, που πρότεινε ο Εμανουέλ Μακρόν για το χρέος στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, αναφέρει ότι η Ελλάδα δεν θα πρέπει να δαπανά για την αποπληρωμή του χρέους ποσό μεγαλύτερο από το 15% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να δανείζεται από τις αγορές ποσό μεγαλύτερο από αυτό που μπορεί να αποπληρώσει (πλαφόν ασφαλείας). Όλα αυτά, λοιπόν, αναμένεται να αποτυπωθούν σε μια νέα συμφωνία που σημασία θα έχει ο χρόνος της, καθώς συνήθως αυτές οι διαδικασίες ξεκινούν για έξι μήνες και στη συνέχεια επεκτείνονται στον έναν χρόνο. Στα θετικά αυτής της εξέλιξης καταγράφεται, σύμφωνα με την κυβέρνηση, το γεγονός ότι έτσι θα παρέχεται μια μορφή προστασίας στη χώρα και θα δίνεται η εγγύηση στους επενδυτές ότι μπορούν να δανείζουν άφοβα την Ελλάδα.

Παράλληλα, θα θωρακίσει τις ελληνικές τράπεζες, καθώς η ΕΚΤ θα συνεχίσει να δέχεται ως ενέχυρα τα ομόλογά τους. Και αυτή η συμφωνία θα πρέπει να περάσει από κάποια ευρωπαϊκά κοινοβούλια, ενώ και αυτήν τη φορά η κυβέρνηση θα πρέπει να διαπραγματευτεί σκληρά τους όρους της. Φυσικά, σήμερα το διεθνές και το ευρωπαϊκό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ευνοϊκά για την κυβέρνηση, καθώς, σύμφωνα με το Μέγαρο Μαξίμου, ο Αλέξης Τσίπρας έχει μετεξελιχθεί για τους εταίρους σε έναν αξιόπιστο συνομιλητή.

Άρα, τα πράγματα αναμένεται να βαδίσουν πιο γρήγορα και πιο βατά, ιδιαίτερα αν η Ελλάδα εμφανιστεί να έχει κατά την έξοδό της από τα μνημόνια ένα «μαξιλαράκι» ικανό να τη στηρίξει στα επόμενα βήματά της. Κυβερνητικά στελέχη υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σε καλό δρόμο, καθώς από το τρίτο μνημόνιο υπάρχουν αδιάθετα ποσά ύψους 30 δισ. ευρώ. Σε όλη αυτήν τη διαδικασία σημαντικό ρόλο αναμένεται να παίξει η παραμονή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Εάν, τελικά, το Ταμείο αποφασίσει να φύγει από την Ελλάδα και την Ευρώπη, τότε πολλά πράγματα αναμένεται να αλλάξουν, πάντα ωστόσο μέσα από μια γραπτή συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και τους Ευρωπαίους εταίρους.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ», Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018