Με αυτόν το ρυθμό, δεν θα πρέπει να προκαλεί καμία έκπληξη η είδηση ότι ο «Mr Louis Vuitton» μόλις ξεπέρασε τον ιδρυτή της Zara Αμάνθιο Ορτέγα για να γίνει ο πλουσιότερος άνθρωπος στην Ευρώπη.

Με περιουσία 71 δισ. δολαρίων, βρίσκεται πια στο top 4 των κροίσων του πλανήτη, πίσω από τον Τζεφ Μπέζος, τον Μπιλ Γκέιτς και τον Γουόρεν Μπάφετ.

Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η δουλειά του έχει τελειώσει. Ο 69χρονος επιχειρηματίας από τη Γαλλία είναι γνωστός στα πηγαδάκια της μόδας με το παρατσούκλι ο «λύκος με το κασμιρένιο παλτό», αφού η εταιρεία του, η LVMH, έχει «καταπιεί» δεκάδες από τα πιο γνωστά ονόματα της παγκόσμιας πολυτέλειας.

Ο Αρνό ψάχνει πάντα για το επόμενο deal και με τη μετοχή της εταιρείας του στα υψηλότερα επίπεδα όλων των εποχών, βρίσκεται ξεκάθαρα σε θέση ισχύος απέναντι στο επόμενο «θήραμά» του.

Οι καταναλωτές σπάνια γνωρίζουν ότι κάθε φορά που αγοράζουν μία τσάντα Louis Vuitton, ένα ρολόι Tag Heur, ρούχα Givency, κοσμήματα Bulgari, καλλυντικά Sephora ή μια σαμπάνια Dom Perignon, κάνουν πλουσιότερο τον όμιλο Louis Vuitton Moet Hennessy και τον 69χρονο ιδρυτή του. Όμως αυτό ακριβώς είναι και το μυστικό της επιτυχίας που καθιέρωσε τον Αρνό όχι μόνο ως τον καλύτερο dealmaker στη βιομηχανία της πολυτέλειας, αλλά και ως τον εξυπνότερο επιχειρηματία του κλάδου. Η LVMH είναι σήμερα ο μεγαλύτερος όμιλος luxury προϊόντων, με περισσότερα από 70 πασίγνωστα brands και κεφαλαιοποίηση που αγγίζει τα 140 δισ. ευρώ. Όμως, κάθε μία από τις μάρκες που εντάχθηκαν με τα χρόνια στον όμιλο, διατήρησε την αυθεντική ταυτότητά της και την ξεχωριστή κληρονομιά της, δηλαδή όλα εκείνα που κάνουν την καρδιά του καταναλωτή να χτυπά δυνατά και το πορτοφόλι του να ανοίγει διάπλατα. «Πόσες τσάντες Louis Vuitton με το διάσημο μονόγραμμα χρειάζεται ο κόσμος τελικά;», αναρωτιόταν αυτή την εβδομάδα μία δημοσιογράφος του Bloomberg, αφότου η LVMH ανακοίνωσε ένα ακόμα τρίμηνο με πωλήσεις που ξεπέρασαν τις προσδοκίες. «Όπως φαίνεται, πολλές», ήταν η απάντηση που έδωσε και μόνη της.

Η ιστορία του ομίλου που σήμερα κυριαρχεί στην αγορά της πολυτέλειας ξεκίνησε το 1984, όταν ο Αρνό πήρε τον έλεγχο της χρεοκοπημένης εταιρείας υφασμάτων Boussac. Μέσω αυτής, απέκτησε το γαλλικό πολυκατάστημα Le Bon Marche, μια εταιρεία που παρήγαγε βρεφικές πάνες καθώς και την Christian Dior. Ο γαλλικός οίκος μόδας που πρωτοστάτησε στην αναβίωση της παριζιάνικης haute couture μεταπολεμικά είχε πια χάσει την αλλοτινή του λάμψη. Όμως, ο Αρνό είδε μια ευκαιρία. Η Christian Dior θα γινόταν το εφαλτήριό του για να κατακτήσει την παγκόσμια αγορά της πολυτέλειας.

Τα επόμενα 11 χρόνια, η αξία της LVMH δεκαπενταπλασιάστηκε, ενώ τα κέρδη και οι πωλήσεις της πενταπλασιάστηκαν. Το 1993, ο Αρνό αγόρασε τις μάρκες Berluti και Kenzo. Τα επόμενα χρόνια, κλείνει το ένα deal μετά το άλλο, αποκτώντας μεταξύ άλλων τα brands Givenchy, Guerlain, Marc Jacobs, Sephora, Emilio Pucci, Fendi, Loro Piana, Donna Karen, TAG Heuer, De Beers και Bulgari.

Και ενώ ο Αρνό απέκτησε τη φήμη ενός αδίστακτου μάνατζερ, που δεν επιτρέπει σε τίποτα να σταθεί εμπόδιο όταν βάλει έναν στόχο στο μυαλό του, δύο χαμένες μάχες επισκιάζουν το κατά τα άλλα λαμπρό ιστορικό αυτού του δεινού dealmaker. Η αποτυχημένη προσπάθειά του να εξαγοράσει την Gucci, το 2001, στάθηκε αφορμή για τη θρυλική έχθρα του με τον άλλο ισχυρό άνδρα της πολυτέλειας, τον Φρανσουά Πινό της ανταγωνιστικής Kering. Και μία δεκαετία αργότερα, όταν ο Αρνό έχτισε με ύπουλο τρόπο ποσοστό στην Hermes για να προσπαθήσει στη συνέχεια να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο του ιστορικού οίκου της Birkin Bag, η σκληρή διαμάχη που άνοιξε με την οικογένεια Ντιμά σύρθηκε για χρόνια στα δικαστήρια.

Αυτήν τη στιγμή, ο Αρνό μπορεί να κάθεται στον θρόνο του πλουσιότερου ανθρώπου στην Ευρώπη, αλλά η LVMH κάθεται πάνω σε μετρητά που ξεπερνούν τα 4 δισ. ευρώ και σίγουρα δεν μπορούν να μένουν «παρκαρισμένα» στην τράπεζα. Γι' αυτό και η αγορά περιμένει την επόμενη κίνηση του «λύκου» της πολυτέλειας. Όλοι γνωρίζουν ότι ο κρυφός πόθος του Αρνό είναι η Hermes και η Chanel, όμως οι ιδιοκτήτες τους έχουν κάνει σαφές ότι οι δύο αυτοί οίκοι δεν πωλούνται. Επομένως, οι βλέψεις αυτού του ασυγκράτητου dealmaker εκτιμάται ότι μπορεί να στραφούν προς δύο άλλα πολυπόθητα ονόματα της πολυτέλειας, αυτά του βρετανικού οίκου Burberry ή της εταιρείας κοσμημάτων που αγάπησε η Όντρεϊ Χέπμπορν, Tiffany & Co.