Λίγες εβδοµάδες µετά την ορκωµοσία του, ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, βρίσκεται αντιµέτωπος µε έναν οικονοµικό «ανεµοστρόβιλο». Ο βασικός λόγος, άλλωστε, για τον οποίο πήρε την απόφαση να προκηρύξει πρόωρες εκλογές τον Απρίλιο ήταν η ανησυχία του για την πορεία της οικονοµίας. Αν, δηλαδή, οι εκλογές πραγµατοποιούνταν βάσει προγράµµατος το φθινόπωρο του 2019, η φθορά θα ήταν τέτοια που ίσως εµπόδιζε την προσωπική του εκλογική επιτυχία αλλά και αυτή του Κόµµατος ∆ικαιοσύνης και Ανάπτυξης.

∆εν είναι τυχαίο πως ορισµένοι αναλυτές θεωρούν ότι ο µοναδικός αντίπαλος του Ερντογάν είναι η οικονοµία, αφού -σε πολιτικό επίπεδο- δεν υπάρχει κάποιο πρόσωπο που να µπορεί να συσπειρώσει την πλειονότητα των Τούρκων πολιτών εναντίον του. Καθώς, λοιπόν, η τουρκική οικονοµία έχει πάρει την κατιούσα, δηµοσιεύµατα ξένων µέσων ενηµέρωσης κάνουν λόγο για δηµιουργία τόσο αρνητικών συνθηκών που ίσως αναγκάσουν τον Τούρκο πρόεδρο να εξετάσει την επιστροφή της Τουρκίας στο ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο ή και την επιβολή περιορισµών στην κίνηση κεφαλαίων. Ενα από αυτά προέρχεται από το πρακτορείο Bloomberg, το οποίο έχει ισχυρό αντίκτυπο στις αγορές.

Πρακτικά, το µεγαλύτερο πρόβληµα είναι πως η τουρκική λίρα υποχωρεί διαρκώς και έτσι γίνεται πολύ πιο ακριβή η εισαγωγή προϊόντων. Ακολούθως, φαίνεται ότι η αύξηση των επιτοκίων από την Κεντρική Τράπεζα είναι µονόδροµος.

Ωστόσο, ο Ερντογάν εµφανίζεται αρνητικός σε ένα τ’ετοιο ενδεχόµενο, καθώς η επιτυχία της τουρκικής οικονοµίας τα περασµένα χρόνια βασίστηκε στα χαµηλά επιτόκια. Σε κάθε περίπτωση, ακόµα και το γεγονός ότι συζητείται αν η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας θα ανεβάσει ή όχι τα επιτόκια λόγω Ερντογάν, δείχνει πόσο στερείται ανεξαρτησίας. Επίσης, ενδεικτικό του περιορισµού της ελευθερίας έκφρασης που πλέον ισχύει στην Τουρκία είναι ότι τα εγχώρια µέσα ενηµέρωσης σχεδόν αποσιωπούν τα δοµικά προβλήµατα στην οικονοµία. Αλλά ακόµα και όταν τα καλύπτουν, τα αποδίδουν σε κερδοσκοπικά παιχνίδια ή ξένες συνωµοσίες, ακολουθώντας πλήρως τη γραµµή του Τούρκου προέδρου.

Διπλωματικά χαρτιά

Καθώς η Τουρκία πλήττεται από οικονοµικά προβλήµατα, οι σχέσεις της µε τις Ηνωµένες Πολιτείες εµφανίζουν µεταπτώσεις. Παρόλο που η προσοχή των µέσων ενηµέρωσης στρέφεται γύρω από τον Αµερικανό πάστορα Μπράνσον, υπάρχει ένα πλέγµα ζητηµάτων που τις επηρεάζει. Το συριακό ζήτηµα είναι το πιο σηµαντικό. Η συµφωνία για την αποχώρηση των κουρδικών στρατιωτικών δυνάµεων από την πόλη Μανµπίτζ αποτελεί βασική πλατφόρµα συνεργασίας. Παρ’ όλα αυτά, είναι λίγες οι διαθέσιµες πληροφορίες για το εν λόγω ζήτηµα. Η συµφωνία αυτή, άλλωστε, µοιάζει περισσότερο µε χρονοδιάγραµµα, το οποίο εφαρµόζεται υπό όρους. Από εκεί και πέρα, Ηνωµένες Πολιτείες και Τουρκία έχουν τα διπλωµατικά τους χαρτιά, τα οποία χρησιµοποιούν έτσι ώστε να κερδίσουν περισσότερα στις διµερείς τους σχέσεις. Είναι προφανές πως οι πρώτες έχουν το πάνω χέρι. Το θέµα της έκδοσης του Φετουλάχ Γκιουλέν δίνει στη Ουάσινγκτον τη δυνατότητα να ασκεί πίεση στην Αγκυρα.

Πλέον, όµως, η πίεση αυτή µπορεί να αυξηθεί, αν τελικά η Τουρκία αναγκαστεί να ζητήσει οικονοµική βοήθεια από το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο. Και αυτό γιατί είναι γνωστή η επορροή που ασκούν οι Ηνωµένες Πολιτείες στο Ταµείο - τόσο σε οικονοµικό όσο και σε πολιτικό πεδίο.

Και η Τουρκία, βέβαια, έχει τα δικά της διπλωµατικά χαρτιά. Πέρα από τον πάστορα Μπράνσον, η προσέγγιση του Ερντογάν µε τον Ρώσο οµόλογό του, Βλαντιµίρ Πούτιν, και η πιθανή αγορά ρωσικών πυραύλων S-400 προκαλεί εκνευρισµό στις Ηνωµένες Πολιτείες. Παρόλο που η Τουρκία είναι κράτος-µέλος του ΝΑΤΟ, ο Ερντογάν αφήνει σκοπίµως να αιωρείται το ενδεχόµενο πιο στενής συνεργασίας µε τη Μόσχα, ώστε να µπορεί να διαπραγµατεύεται καλύτερα. Ακόµα ένα χαρτί το οποίο έχει στη διάθεσή του ο Τούρκος πρόεδρος είναι η δυνατότητα της χώρας του να εισάγει πετρέλαιο από το Ιράν, σε µία περίοδο που οι Ηνωµένες Πολιτείες δείχνουν αποφασισµένες να επιβάλουν αυστηρές κυρώσεις στις χώρες που συνεργάζονται οικονοµικά µε την Τεχεράνη.  

Η Ελλάδα σε µια εύφλεκτη γειτονιά  

Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις επηρεάζονται πλέον ιδιαίτερα και από την προσωπικότητα του προέδρου Ντόναλντ Τραµπ. Σε αντίθεση µε την εποχή του Μπαράκ Οµπάµα, ο Τραµπ αδιαφορεί για τα ανθρώπινα δικαιώµατα και φαίνεται πως µπορεί να αναπτύξει καλή προσωπική χηµεία µε τον Ερντογάν. Και βέβαια αυτό ευνοεί τον δεύτερο, ο οποίος αναζητεί καλές προσωπικές συνεργασίες, µε δεδοµένη τη γενικότερη κριτική που του ασκείται διεθνώς για τον αυταρχισµό του. Tι, όµως, µπορεί να κάνει η Ελλάδα παρατηρώντας την εξέλιξη των αµερικανοτουρκικών σχέσεων; Mε δεδοµένο ότι στρατηγικά η Τουρκία είναι πιο σηµαντική για τις Ηνωµένες Πολιτείες, η Ελλάδα χρειάζεται σταδιακά να αναδείξει τα πλεονεκτήµατά της όσον αφορά τις γενικότερες αρχές της αµερικανικής διπλωµατίας.

Για παράδειγµα, η σταθερότητα που γενικά προσφέρει η Ελλάδα σε µία εύφλεκτη γειτονιά, σε συνδυασµό µε τον ρόλο της ως περάσµατος αγωγών που µπορούν να µεταφέρουν φυσικό αέριο, το οποίο δεν προέρχεται από τη Ρωσία, προς την Ευρώπη ανήκουν σε αυτά. Επίσης, η άριστη ελληνοαµερικανική στρατιωτική συνεργασία, σε µία εποχή που ο Ερντογάν προσεγγίζει τον Πούτιν, αποτελεί επιπρόσθετο πλεονέκτηµα. Και, βέβαια, η στρατηγικής φύσης συνεργασία Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ στην Ανατολική Μεσόγειο -υπό τη γενική καθοδήγηση των Ηνωµένων Πολιτειών- αποτελεί το πιο βαρύ διπλωµατικό χαρτί που έχουν πλέον οι κυβερνήσεις των Αθηνών.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 11/8/2018