Στην έξοδο της Ελλάδας από τα προγράμματα διάσωσης και στις προκλήσεις που παραμένουν μεγάλες, αναφέρεται με δημοσίευμα του το «Reuters».

Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, η Ελλάδα βγαίνει από το τελευταίο από τα τρία προγράμματα διάσωσης στις 20 Αυγούστου και ελπίζει ότι θα είναι σε θέση να δανειστεί ξανά από τις διεθνείς αγορές μετά από μια σχεδόν εννιάχρονη κρίση χρέους που συρρίκνωσε την οικονομία της κατά 1/4 και την ανάγκασε να εφαρμόσει επώδυνα μέτρα λιτότητας.

«Η κρίση αποδείχθηκε βαθιά τραυματική για την Ελλάδα που ενθουσιασμό μπήκε στο ευρώ το 2001. Η υιοθέτηση του κοινού νομίσματος εγκαινίασε μια εποχή φθηνής πίστωσης που χρηματοδότησε σπατάλες στην ιδιωτική κατανάλωση και τα δημόσια έξοδα, κάτι που με τη σειρά του οδήγησε στην ραγδαία αύξηση των ελλειμμάτων. Από τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση στις αρχές του 2010, τέσσερις διαδοχικές κυβερνήσεις πάλεψαν για να αποφύγει η χώρα τη χρεοκοπία, με τη βοήθεια του μεγαλύτερου πακέτου διάσωσης στην ιστορία ύψους 260 δισεκατομμυρίων ευρώ που έδωσαν ευρωπαίοι εταίροι και το ΔΝΤ» αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο.

Όπως συνεχίζει το δημοσίευμα, καθώς η Αθήνα τώρα αναμένει την επιστροφή της την ομαλότητα και την ανάκτηση της οικονομικής της κυριαρχίας, τα τραύματα παραμένουν -οι τράπεζες έχουν φορτωθεί με τεράστια χαρτοφυλάκια μη εξυπηρετούμενων δανείων και το δημόσιο χρέος της Ελλάδας εξακολουθεί να παραμένει το υψηλότερο στην Ευρωζώνη, στο 180% του ΑΕΠ της.

Το πρακτορείο αναφέρεται και στην εκτίμηση του ΔΝΤ ότι η μακροπρόσθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικου χρέους παραμένει αβέβαιη, καθώς και σε ορισμένες σημαντικές πληγές που άφησαν πίσω τους τα μνημόνια όπως τα «κόκκινα» δάνεια των τραπεζών.

Το άρθρο υπενθυμίζει τη δέσμευση της κυβέρνησης για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2,2% μέχρι το 2060 καθώς και τον σκεπτικισμό που εφκράζει το ΔΝΤ για «τα εξωτερικά και εσωτερικά ρίσκα» αλλά και για τη βιωσιμότητα του χρέους που παραμένει αβέβαιη σε μακροπρόθεσμο επίπεδο.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο