Ανησυχία επικρατεί στην αγορά μετά την πτώση στο Χρηματιστήριο Αθηνών με επίκεντρο και πάλι τις τράπεζες, με αποτέλεσμα ο Γενικός Δείκτης να χάσει και τις 650 μονάδες.

Οι επενδυτές αναζητούν ένα ισχυρό σοκ ενίσχυσης της εμπιστοσύνης προκειμένου το διαρκές σφυροκόπημα το οποίο δέχονται οι τιμές να μην διαβρώσει την ελληνική οικονομία. 

Στο επίκεντρο των ρευστοποιήσεων βρέθηκε και πάλι ο τραπεζικός κλάδος, ο οποίος πλέον έχει επιστρέψει σε επίπεδα του 2016, ενώ ισχυρότατο είναι το πλήγμα που έχει δεχτεί στην κεφαλαιοποίησή του. Μέσα στις έξι συνεδριάσεις από την αρχή του Οκτωβρίου ο κλάδος έχει χάσει σχεδόν 800 εκατ. ευρώ, ενώ από τις αρχές του έτους, η απώλεια στην κεφαλαιοποίηση φτάνει τα 3,7 δισ. ευρώ.

Ο «ιταλικός κυκλώνας» τον οποίο πυροδοτεί η άνευ προηγουμένου σύγκρουση της Ρώμης με τις Βρυξέλλες ενισχύεται περαιτέρω από εγχώριους παράγοντες ανησυχίας αναφορικά με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες σε περιβάλλον «μη καθαρής εξόδου» και με το βαρίδι των κόκκινων δανείων να απαιτεί ριζικές λύσεις.

Οι απώλειες στα Χρηματιστήρια Ελλάδας και Ιταλίας εγείρει φόβους στους επενδυτές για μία νέα τραπεζική κρίση στον ευρωπαϊκό Νότο.

Δημοσίευμα της Handelsblatt επισημαίνει ότι «οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: 37 δισ. ευρώ έχασαν οι επενδυτές στο Χρηματιστήριο του Μιλάνου από μετοχές τραπεζών από τα μέσα Μαΐου -μια απώλεια αξίας περισσότερο από το 1/4. Όμως, τα πιο τρομακτικά δεδομένα ήρθαν από την Ελλάδα την περασμένη εβδομάδα. Στην Αθήνα, ο δείκτης των τραπεζικών μετοχών υποχώρησε την Τετάρτη κάποια στιγμή της ημέρας κατά 9%, ενώ η Πειραιώς έχασε το ένα πέμπτο της αξίας της».

Και μέσα σε όλα αυτά, το ΔΝΤ έδωσε στη δημοσιότητα και τις προβλέψεις του για την πορεία της οικονομίας. Και μπορεί να «διόρθωσε» ελαφρώς το επίπεδο ανάπτυξης για το 2019 (στο 2,4% από 1,8% της προηγούμενης εκτίμησης), όμως σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο το Ταμείο εκτιμά ότι η άνοδος του ΑΕΠ θα κινηθεί στο 1,2% έναντι του 1,9% που είχε υπολογίσει στις εαρινές του προβλέψεις.

Στην πράξη αυτό σημαίνει πως η δυναμική θα εξασθενεί, ενόσω η χώρα θα καλείται να πετυχαίνει υψηλότατα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022.

Το Ταμείο έχει επισημάνει επανειλημμένα πως οι εν λόγω δημοσιονομικοί στόχοι είναι υπερβολικά υψηλοί και δεν βασίζονται σε ρεαλιστική αξιολόγηση των προοπτικών της Ελλάδας.

Υπενθυμίζεται ότι την περίοδο 2023-2060 η Ελλάδα θα πρέπει να πετυχαίνει κατά μέσο όρο πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ.