Την ώρα που η κυβέρνηση ετοιμάζεται να πανηγυρίσει τη... διάσωση των συντάξεων, προσπαθεί να καλύψει όπως-όπως την ωρολογιακή βόμβα που απειλεί να αλλάξει όλα τα δημοσιονομικά δεδομένα: τη σωρεία δικαστικών αποφάσεων που θα επιβαρύνουν τον Προϋπολογισμό κατά τουλάχιστον 4,5 δισ. ευρώ κάθε χρόνο.

«Δεν πρόκειται για μια απλή δημοσιονομική δυσκολία, αλλά για game changer», σχολιάζουν αρμόδιες πηγές για τις επιπτώσεις που θα έχει η σώρευση των αποφάσεων του ΣτΕ, οι οποίες ουσιαστικά ξηλώνουν τους μνημονιακούς νόμους για τα μισθολογικά του Δημοσίου και τα συνταξιοδοτικά.

Το γεγονός, δε, ότι, π.χ., στην υπόθεση των δώρων βρισκόμαστε ακόμα σε επίπεδο πρωτόδικων αποφάσεων δείχνει ότι η «βόμβα» θα σκάσει στα χέρια της επόμενης κυβέρνησης, που θα κληθεί να λάβει και τις δύσκολες αποφάσεις για τη διαχείριση του προβλήματος. Ηδη οι συνταξιούχοι ιδιωτικού και δημόσιου τομέα βρίσκονται σε θέσεις μάχης, κραδαίνοντας στα χέρια όχι μόνο τις αποφάσεις που καταργούν τις μειώσεις των κύριων και επικουρικών συντάξεών τους, αλλά και τα δώρα.

Μόνο η αποκατάσταση των δώρων, που είχαν διαμορφωθεί με τον Νόμο 3845/2010 σε 400 ευρώ για τα Χριστούγεννα και από 200 ευρώ για Πάσχα και επίδομα καλοκαιριού, για τους περίπου 2,8 εκατομμύρια συνταξιούχους, υπολογίζεται ότι έχει ένα ετήσιο κόστος 2,3 δισ. ευρώ, ενώ ο λογαριασμός ξεπερνά τα 3,5 δισ. ευρώ, αν συνυπολογιστούν οι περικοπές αυτές καθαυτές. Το πρόβλημα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο λόγω των διεκδικήσεων και των πρώτων θετικών αποφάσεων για εν ενεργεία υπαλλήλους και λειτουργούς του δημόσιου τομέα.

Οι ένστολοι, για παράδειγμα, υπολογίζουν ότι για τα 140.000 στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας το ετήσιο κόστος από την αποκατάσταση των δώρων τους είναι περίπου 140 εκατ. ευρώ.

Οι υπάλληλοι της κεντρικής διοίκησης βρίσκονται και αυτοί στα χαρακώματα και, παρόλο που ο Ευ. Τσακαλώτος επιχείρησε να κόψει τη συζήτηση στην ΑΔΕΔΥ, ετοιμάζονται προσφυγές για τα δώρα, που υπολογίζεται ότι θα έχουν ετήσιο κόστος περίπου 600 εκατ. ευρώ. Αν προσθέσει κανείς και τα υπόλοιπα ειδικά μισθολόγια (πανεπιστημιακούς, γιατρούς ΕΣΥ, δικαστικούς), τότε το ετήσιο κόστος μόνο για την αποκατάσταση των δώρων φτάνει ή ξεπερνά συνολικά το 1 δισ. ευρώ. Η κατάσταση ξεφεύγει όταν φτάνει ο υπολογισμός στα αναδρομικά.

Ηδη μέσα στον Δεκέμβριο, το υπουργείο Οικονομικών ετοιμάζεται να δώσει 800 εκατ. ευρώ σε ενστόλους και πανεπιστημιακούς για τις μισθολογικές περικοπές που ακυρώθηκαν, ενώ εξετάζεται η αποκατάσταση των μισθολογικών απωλειών και στους γιατρούς του ΕΣΥ, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ακόμη ανάλογες δικαστικές αποφάσεις. Φυσικά, η αναπροσαρμογή των ειδικών μισθολογίων θα έχει και κόστος εφεξής στον Προϋπολογισμό κατά τουλάχιστον 200 εκατ. ευρώ.
ενστολοι.

ΕΝΣΤΟΛΟΙ

Το γαϊτανάκι των διεκδικήσεων δεν σταματά εδώ. Οι ένστολοι συγκεντρώνουν ήδη απ’ όλες τις Ενώσεις Αξιωματικών τις εξουσιοδοτήσεις για προσφυγές διεκδίκησης αναδρομικών από την κατάργηση των δώρων. Αυτά, έπειτα από τον Νόμο 3845/2010, διαμορφώνονται σε 500 ευρώ για τα Χριστούγεννα και 200 ευρώ για Πάσχα και επίδομα αδείας κι έτσι, με δεδομένο ότι η διεκδίκηση εξαντλείται στην τριετία, μιλάμε για ένα συνολικό κόστος περίπου 350 εκατ. ευρώ. Στην ίδια λογική κινούνται και οι συνδικαλιστές της ΑΔΕΔΥ, αν και ο λογαριασμός από την αναδρομική αποκατάσταση των δώρων ανεβαίνει ακόμα πιο ψηλά, φτάνοντας στο 1,5 δισ. ευρώ. Φυσικά, ο μεγαλύτερος εφιάλτης είναι η αναδρομική αποκατάσταση των συνταξιούχων, αφού εδώ η μπάλα χάνεται.

Μόνο για τα δώρα υπολογίζεται ότι θα χρειάζονταν πάνω από 5,5 δισ. ευρώ, αν η αναζήτηση αναδρομικών σταματήσει στην τριετία, ενώ ο συνολικός λογαριασμός, δηλαδή με την αναδρομική αποκατάσταση των περικοπών στις συντάξεις, μπορεί να φτάσει στα 9 δισ. ευρώ!

Εμπειροι νομικοί σπεύδουν να χαμηλώσουν τους τόνους, θυμίζοντας ότι το σκεπτικό των δικαστικών αποφάσεων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας είναι κατά κανόνα ότι η κατάργηση των περικοπών «τρέχει» εφεξής, άρα δεν έχει αναδρομικό χαρακτήρα, παρά μόνο για όσους προσέφυγαν και δικαιώθηκαν από το δικαστήριο. Ακόμα κι έτσι, ο κίνδυνος δημοσιονομικού εκτροχιασμού είναι ορατός, ενώ συν τοις άλλοις ανατρέπονται οι υπολογισμοί με βάση τους οποίους η Ελλάδα θα καταφέρει να ρίξει τη συνταξιοδοτική της δαπάνη κάτω από το όριο του 13% του ΑΕΠ έως το τέλος της δεκαετίας, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά, 26/10/2018