Βέμπερ: Ο Τσίπρας είπε πολλές αναλήθειες για να ανέβει στην εξουσία
Ο επικεφαλής της ΚΟ του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ξεκαθάρισε ότι η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα δεν έχει ακόμη τελειώσει
Για έναν πρωθυπουργό που στην προσπάθεια του να ανέβει στην εξουσία παρουσίασε στους ψηφοφόρους του πολλές αναλήθειες έκανε λόγο ο επικεφαλής της ΚΟ του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και κεντρικός υποψήφιος του κόμματος για τις ευρωεκλογές Μάνφρεντ Βέμπερ αναφερόμενος στον Αλέξη Τσίπρα ενώ ξεκαθάρισε ότι η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα δεν έχει ακόμη τελειώσει».
«Θα έβλεπα τον Έλληνα πρωθυπουργό ως κάποιον ο οποίος πέρασε από πολλές συγχύσεις και παρουσίασε στους ψηφοφόρους του πολλές αναλήθειες προκειμένου να γίνει πρωθυπουργός και ο οποίος όταν ήρθε στην εξουσία δεν είδε κάποια άλλη εναλλακτική από την εταιρικότητα, από το να ενεργήσει από κοινού και να εφαρμόσει την εταιρικότητα με τα κράτη-μέλη του ευρώ», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Μ. Βέμπερ.
Στο πλαίσιο του ελληνικού προϋπολογισμού πρέπει να αξιολογηθεί το ζήτημα των συντάξεων, τόνισε ο Μάνφρεντ Βέμπερ. και κάλεσε τον Έλληνα πρωθυπουργό να πει στην Ιταλία «ανοιχτά και ειλικρινά» την άποψή του, ότι «οι επιτυχίες της νότιας Ευρώπης κινδυνεύουν από την ιταλική στάση».
Επίσης ζήτησε οι ισχυρότερες χώρες της Ευρωζώνης να μάθουν να βλέπουν και τα προβλήματα των άλλων.
Το ζήτημα της μη-περικοπής των συντάξεων «πρέπει να το δούμε ακόμη λεπτομερώς, το πώς ταιριάζει με τους οικονομικούς αριθμούς και με τον ελληνικό προϋπολογισμό. Οι συζητήσεις γι’ αυτό βρίσκονται σε εξέλιξη, για αυτό θα πρέπει να το δούμε ακριβώς στο πλαίσιο του προϋπολογισμού», δήλωσε ο κ. Βέμπερ κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε νωρίτερα σήμερα στο Βερολίνο.
Ο Γερμανός χριστιανοκοινωνιστής (CSU) τόνισε ακόμη ότι το παράδειγμα της νότιας Ευρώπης και της διαμάχης «Βορρά-Νότου» πρέπει να μας καταστήσει σαφές ότι πρέπει να βλέπουμε τα προβλήματα του άλλου. «Το μάθημα το οποίο οι Γερμανοί, οι Ολλανδοί, οι Αυστριακοί, οι Φινλανδοί πρέπει να πάρουν από την κρίση του ευρώ είναι ότι πρέπει να βλέπουμε να προβλήματα των άλλων.
Στην Ελλάδα έχουμε ακόμη υψηλή ανεργία των νέων. Και αυτό δεν πρέπει να αφήνει Γερμανούς, Φινλανδούς, Αυστριακούς, Ολλανδούς αδιάφορους, το να μην έχει δηλαδή προοπτική για το μέλλον η νέα γενιά», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Βέμπερ και χαιρέτισε εμφατικά την συμφωνία για το πρόγραμμα επενδύσεων μεταξύ Γερμανίας-Γαλλίας, η οποία ήλθε με πρωτοβουλία του Εμανουέλ Μακρόν.
«Για μένα ήταν σημαντικό ότι θα εξελιχθεί στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, διότι με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζονται οι δημοκρατικές δομές. Αλλά χρειαζόμαστε θετικές εικόνες, επενδύσεις στις υποδομές, στο μέλλον της ηπείρου. Αυτός είναι ο σωστός τόνος», πρόσθεσε.
Οι προκλήσεις στον Νότο εξακολουθούν να υπάρχουν, συνέχισε ο κ. Βέμπερ, δήλωσε ωστόσο αισιόδοξος και τόνισε ότι οι άνθρωποι σε όλη την ήπειρο λαχταρούν μηνύματα ότι θα βγούμε από την ρητορική της κρίσης των τελευταίων 10-15 ετών και θα φέρουμε επιτέλους πάλι αισιοδοξία και θετικά μηνύματα για το μέλλον.
«Και η Ελλάδα είναι ένα παράδειγμα, με πολλές δυσκολίες -διότι ο κ.Τσίπρας βάδισε έναν δύσκολο δρόμο, για να το πω προσεκτικά-, αλλά τώρα τουλάχιστον η χώρα έχει βγει από το πρόγραμμα και πορεύεται αυτόνομα. Και εκεί με μια νέα κυβέρνηση -οι εκλογές θα γίνουν κάποια στιγμή των επόμενο χρόνο στην Ελλάδα- μπορεί να δημιουργηθεί προοπτική για το μέλλον, ανανέωση, θετικό επενδυτικό κλίμα.
Πιστεύω ότι μόνο με την αισιοδοξία θα μπορέσουμε να κερδίσουμε τους ανθρώπους», τόνισε και αναφέρθηκε στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα και στη συνάντησή του με τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκο Μητσοτάκη, με τον οποίο, όπως είπε, συζήτησε και το πώς θα διεξαχθεί και στην Ελλάδα ο προεκλογικός αγώνας ενόψει των ευρωεκλογών.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με πρόσφατη δήλωσή του, στην οποία καλούσε τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, αλλά και τους πρωθυπουργούς της Ισπανίας και της Πορτογαλίας να μιλήσουν με την κυβέρνηση της Ιταλίας σχετικά με την στάση της και την επίδρασή της στις χώρες τους, ο Μάνφρεντ Βέμπερ επισήμανε:
«Θα έβλεπα τον Έλληνα πρωθυπουργό ως κάποιον ο οποίος πέρασε από πολλές συγχύσεις και παρουσίασε στους ψηφοφόρους του πολλές αναλήθειες προκειμένου να γίνει πρωθυπουργός και ο οποίος όταν ήρθε στην εξουσία δεν είδε κάποια άλλη εναλλακτική από την εταιρικότητα, από το να ενεργήσει από κοινού και να εφαρμόσει την εταιρικότητα με τα κράτη-μέλη του ευρώ». Υπό αυτή την έννοια, συνέχισε, ο Αλέξης Τσίπρας «έζησε, όπως είπα, πολλές μεταστροφές στην κυβερνητική του θητεία, αλλά στο τέλος ήταν και ένας αξιόπιστος εταίρος.
Και αυτό πρέπει να το πούμε ξεκάθαρα, ότι στο τέλος υλοποίησε και εφάρμοσε το πρόγραμμα». Κομβικό θέμα για την Ελλάδα, τόνισε ο υποψήφιος του ΕΛΚ, είναι «αυτός ο δρόμος να συνεχιστεί, δηλαδή, αυτό σημαίνει ότι η φάση του προγράμματος έχει μεν επισήμως τελειώσει, αλλά η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων δεν έχει ακόμη τελειώσει». Πρόσθεσε μάλιστα ότι θα επιθυμούσε να δει στην Ελλάδα μια νέα κυβέρνηση, «η οποία θα τάσσεται υπέρ μιας περισσότερο ανοιχτής στάσης για διεθνείς νέους επενδυτές».
Γι’ αυτό θα κάνω και προεκλογικό αγώνα, τόνισε, για να προσθέσει ότι «πρέπει να σεβαστεί κανείς το γεγονός ότι (σ.σ.: ο πρωθυπουργός) την έκανε αυτή την στροφή. Και ο κ. Τσίπρας πρέπει να σκεφτεί για τη χώρα του πώς θα τοποθετηθεί απέναντι στην Ιταλία. Πρέπει να πει στην Ιταλία ειλικρινά και ανοιχτά την άποψή του, ότι οι επιτυχίες που βλέπουμε τώρα και στη Νότια Ευρώπη -και οι επενδύσεις και οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται- κινδυνεύουν λόγω της ιταλικής συμπεριφοράς. Υπό αυτή την έννοια θα επιθυμούσα πολλοί να πουν τώρα ανοιχτά την ειλικρινή τους άποψη», κατέληξε.
Κληθείς να αυτοπροσδιοριστεί σε ό,τι αφορά τις οικονομικοπολιτικές και κοινωνικές του απόψεις και το αν είναι νεοφιλελεύθερος, ο κ. Βέμπερ τόνισε ότι είναι χριστιανοκοινωιστής και ότι τον απασχολεί ιδιαίτερα το πώς μπορούμε να διατηρήσουμε τη συνοχή της κοινωνίας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της ψηφιακής οικονομίας.
Εκεί, παραδέχτηκε, «το κόμμα μου χρειάζεται μια νέα απάντηση σε ό,τι αφορά το κοινωνικό μοντέλο». Δήλωσε ωστόσο ταυτόχρονα και πεπεισμένος ότι χρειαζόμαστε τις αγορές, ότι πρέπει να έχουμε θάρρος για τις αγορές -την εσωτερική αγορά, τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου-, ώστε να παραμείνουμε οικονομικά επιτυχείς.