Στην ανάγκη ενός επενδυτικού σοκ προκειμένου η ελληνική οικονομία να περάσει σε ένα νέο εξωστρεφές, αναπτυξιακό πρότυπο αλλά και την ύψιστη σημασία που έχει επίλυση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, αναφέρθηκε ο διοικητής τη Τράπεζας της Ελλάδος σε ομιλία του.

Ειδικότερα, μιλώντας στο NPL Summit 2018 που πραγματοποιήθηκε σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας, ο Γιάννης Στουρνάρας επεσήμανε ότι παρατεταμένη και βαθιά κρίση που βίωσε η χώρα την τελευταία δεκαετία επέφερε τρεις σημαντικές αλλαγές, αναφορικά με το αναπτυξιακό της πρότυπο. Πρώτον, ο τραπεζικός δανεισμός, που ήταν η κύρια πηγή χρηματοδότησης της δραστηριότητας των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, μειώθηκε δραματικά. Δεύτερον, οι ιδιωτικές επενδύσεις συρρικνώθηκαν. Τρίτον, η εξωστρέφεια της παραγωγικής δομής ενισχύθηκε, αλλά αυτό έγινε σε περιβάλλον εγχώριας ύφεσης.

«Ξεκινώντας από τις αλλαγές στην πραγματική οικονομία, η μετάβαση σε ένα νέο, πιο εξωστρεφές, αναπτυξιακό πρότυπο έχει ήδη ξεκινήσει και αναμένεται να συνεχιστεί. Οι εξελίξεις, όμως, όσον αφορά την ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων ως πηγής ανάπτυξης, είναι λιγότερο ενθαρρυντικές. Στον τομέα αυτό θα πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη πρόοδος.

Το 2017, οι καθαρές επενδύσεις κεφαλαίου των επιχειρήσεων, δηλαδή οι ακαθάριστες επενδύσεις μείον τις αποσβέσεις, ανέρχονταν σε -2,8 δισεκ. ευρώ ή -1,6% του ονομαστικού ΑΕΠ, ενώ η τάση αυτή ενισχύεται, καθώς το δεύτερο τρίμηνο του 2018 ανήλθαν σε -3,7 δισεκ. ευρώ ή 2,0% του ονομαστικού ΑΕΠ σε ετησιοποιημένη βάση.

Όμως, για να αυξηθεί το απόθεμα κεφαλαίου και, συνεπώς, το δυνητικό προϊόν της ελληνικής οικονομίας, βασική προϋπόθεση είναι οι θετικές καθαρές επενδύσεις κεφαλαίου. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα να αυξηθούν κατά 50% περίπου τα επόμενα χρόνια. Συνεπώς, η ελληνική οικονομία χρειάζεται ένα επενδυτικό σοκ, με έμφαση στις πιο παραγωγικές και εξωστρεφείς επιχειρηματικές επενδύσεις, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα υστέρησης του προϊόντος και να δοθεί ακόμα μεγαλύτερη ώθηση στο μετασχηματισμό του παραγωγικού προτύπου προς διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες» , υποστήριξε ο κ. Στουρνάρας.

Στη συνέχεια τόνισε ότι η συνολική στρατηγική που ακολουθήθηκε στον τομέα διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, σε συνεργασία με την Πολιτεία, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) της ΕΚΤ και φυσικά τα πιστωτικά ιδρύματα, κινήθηκε μέχρι τώρα σε τρεις άξονες:

α) Την περαιτέρω οργάνωση και ενίσχυση του υφιστάμενου θεσμικού και εποπτικού πλαισίου, που διέπει τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

β) Την άρση των εμποδίων για την ενεργή διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

γ) Την ανάπτυξη δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Πρόσθεσε, δε, ότι πλέον απαιτείται ένας τέταρτος άξονας ο οποίς αφορά νέες πρωτοβουλίες για συστημικές λύσεις και στο πλαίσιο αυτό η ΤτΕ επεξεργάστηκε και παρουσίασε στις 22 Νοεμβρίου ένα φιλόδοξο σχέδιο ταχείας αποκλιμάκωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο τραπεζικό σύστημα. Το προτεινόμενο σχήμα προβλέπει τη μεταβίβαση σημαντικού μέρους των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση (τα μισά, περίπου 40 δισεκ. ευρώ) μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTCs), που είναι εγγεγραμμένο στους ισολογισμούς τους, σε μία Εταιρία Ειδικού Σκοπού (Special Purpose Vehicle).

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος συμπλήρωσε ότι η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα ο τραπεζικός κλάδος ενώ κατέληξε λέογοντας ότι κρίνεται υψίστης σημασίας η ανάληψη επιπλέον ενεργειών από την πλευρά τόσο της Πολιτείας και των εποπτικών αρχών όσο και των πιστωτικών ιδρυμάτων, προκειμένου να απαλλαγεί ο τραπεζικός τομέας ολοσχερώς μέχρι το τέλος του 2021 από το πρόβλημα αυτό.