Να αποφευχθεί η εκμετάλλευση της προστασίας από τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, που, σύμφωνα με στοιχεία από τις τράπεζες, έχουν παρεισφρήσει κατά χιλιάδες στον νόμο Κατσέλη, αλλοιώνοντας το πνεύμα του, ζητά στην εισήγησή της αναφορικά με την προστασία της πρώτης κατοικίας η της Τράπεζας της Ελλάδος.

Ζητά να ληφθούν πλήρως υπόψη οι παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι τράπεζες στη σχετικά με τον νέο νόμο και να περιοριστούν ή να αποκλειστούν τα επιχειρηματικά δάνεια από την περίμετρο του σχεδίου νόμου. Οι οφειλέτες που έχουν χαρακτηριστεί ως μη συνεργάσιμοι πρέπει επίσης να περιοριστούν ή να αποκλειστούν, σύμφωνα με την ΤτΕ.

«Τα αποτελέσματα (της μελέτης της την PwC) ορθώς δείχνουν ότι δεν υπάρχει σημαντική επίπτωση σύμφωνα με το βασικό σενάριο (το 40% της αναδιάρθρωσης πρόκειται να εξυγειανθεί)» σχολιάζει η ΤτΕ, στρέφει όμως την προσοχή στο γεγονός ότι «η ανάλυση των επιπτώσεων αναφέρεται στο τραπεζικό σύστημα στο σύνολό του και όχι σε κάθε μία συστημική τράπεζα» και τα αποτελέσματα δεν περιλαμβάνουν τα μη συστημικά ιδρύματα.

Κυρίως για τις συνεταιριστικές τράπεζες αναφέρει ότι οι επιπτώσεις για την κάθε τράπεζα ξεχωριστά μπορεί να είναι σημαντικές, καθώς το επιχειρηματικό τους μοντέλο επικεντρώνεται κυρίως στο δανεισμό Μικρών και Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων που καλύπτονται από εγγυήσεις με ακίνητα, σε πολλές περιπτώσεις πρώτες κατοικίες.

Ολόκληρο το κείμενο με τις θέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος σε σχέση με το νέο καθεστώς για την προστασία της πρώτης κατοικίας έχει ως εξής:

«Nέο σχέδιο για την προστασία της πρώτης κατοικίας
Σχόλια της Τράπεζας της Ελλάδος

Αθήνα, 7 Μαρτίου 2019

Στις 6 Μαρτίου 2019, οι συστημικές τράπεζες παρουσίασαν τις κοινές τους εκτιμήσεις για το νέο πλαίσιο που αφορά στην προστασία της πρώτης κατοικίας, όπως επίσης και τη σχετική ανάλυση επιπτώσεων όπως αυτή συντάχθηκε από την PwC βάσει των στοιχείων από τις ίδιες τις τράπεζες (δείτε τα συνημμένα).

Η Τράπεζα της Ελλάδος με βάση την ιδιότητά της ως μακροληπτικής αρχής έχει την ευθύνη για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της αξιοπιστίας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Ταυτόχρονα, αναγνωρίζεται ότι η άνευ προηγουμένου χρηματοπιστωτική κρίση είχε σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία και στην κοινωνία, το ασθενέστερο μέρος της οποίας θα πρέπει να τύχει ιδιαίτερης φροντίδας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η εφαρμογή του ισχύοντος νόμου (N3869/ 2010) οδήγησε σε σημαντική υποβάθμιση της κουλτούρας πληρωμών και συνέβαλε στη δημιουργία ενός νέου ρεύματος στρατηγικών κακοπληρωτών. Κατ 'αρχήν, είναι ευπρόσδεκτος οποιοσδήποτε νέος νόμος, ο οποίος θα αντικαταστήσει τον υφιστάμενο, υπό την προϋπόθεση ότι θα σχεδιαστεί προσεκτικά ώστε να μην επηρεάσει περαιτέρω την οικονομική ευρωστία των τραπεζών ή να διαβρώσει περαιτέρω την κουλτούρα πληρωμών στην Ελλάδα.

Υπό αυτή την άποψη, πρέπει να ληφθούν πλήρως υπόψη οι παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι τράπεζες στη σελίδα 3 των κοινών θέσεών τους σχετικά με τον νέο νόμο. Επιπλέον, σημειώνουμε ότι τα επιχειρηματικά δάνεια πρέπει να περιοριστούν ή να αποκλειστούν από την περίμετρο του σχεδίου νόμου.

Τέλος, οι οφειλέτες που έχουν χαρακτηριστεί ως μη συνεργάσιμοι πρέπει επίσης να περιοριστούν ή να αποκλειστούν.

Όσον αφορά την ανάλυση επιπτώσεων που εκπόνησε η PwC, πρέπει να σημειωθούν τα εξής:

- Τα αποτελέσματα εξήχθησαν βάσει μιας top-down μεθοδολογίας, η οποία προϋποθέτει εξέταση και επικύρωση αρκετών υποθέσεων. Όπως σημειώθηκε, μια εις βάθος ανάλυση θα απαιτούσε μια αναλυτική bottom-up πληροφόρηση, η οποία με τη σειρά της θα οδηγούσε σε σημαντικές καθυστερήσεις της διαδικασίας. Μια πλήρης και ακριβής εκτίμηση επιπτώσεων θα απαιτούσε λεπτομερή στοιχεία από τις τράπεζες και χρονοβόρες επιτόπιες επιθεωρήσεις. Η παρούσα αποτελεί μια άσκηση για το κατά πόσο οι τράπεζες βρίσκονται σε μια καλύτερη θέση απόδοσης.

- Με μία προσέγγιση εκ των άνω προς τα κάτω, πιστεύουμε ότι η έκθεση της PwC παρουσίασε μια επαρκή ανάλυση των επιπτώσεων με ρεαλιστικές υποθέσεις. Ωστόσο, όπως επισημαίνει και η ίδια η επιχείρηση, υπάρχει ευαισθησία του τελικού αποτελέσματος σε σχέση με τις παραδοχές αυτές, οπότε στην ουσία οι επιπτώσεις μπορεί να είναι διαφορετικές. Για παράδειγμα, είναι αυτονόητο ότι οι τράπεζες δεν έχουν παράσχει αναλυτικά στοιχεία σε σχέση με την έκθεσή τους όσον αφορά στην πρώτη κατοικία, συνεπώς έπρεπε να είχε γίνει μία συνολική παραδοχή.

- Τα αποτελέσματα ορθώς δείχνουν ότι δεν υπάρχει σημαντική επίπτωση σύμφωνα με το βασικό σενάριο (το 40% της αναδιάρθρωσης πρόκειται να εξυγειανθεί). Δείχνουν επίσης ότι μία δυνητική αστοχία στις προβλέψεις (σύμφωνα με το απαισιόδοξο σενάριο) είναι διαχειρίσιμη.

- Η ανάλυση των επιπτώσεων αναφέρεται στο τραπεζικό σύστημα στο σύνολό του και όχι σε κάθε μία συστημική τράπεζα. Επιπλέον, τα αποτελέσματα δεν περιλαμβάνουν τα ελληνικά λιγότερο συστημικά ιδρύματα (Less Systemic Institutions, LSI). Για πολλά LSI -κυρίως συνεταιριστικές τράπεζες- των οποίων το επιχειρηματικό μοντέλο επικεντρώνεται κυρίως στο δανεισμό Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων/Μικρών Επιχειρήσεων (SME/SBL) που καλύπτονται από εγγυήσεις με ακίνητα (σε πολλές περιπτώσεις πρώτες κατοικίες), οι επιπτώσεις για την κάθε τράπεζα ξεχωριστά μπορεί να είναι σημαντικές.

- Τέλος, παρέχουμε μερικές παρατηρήσεις υψηλού επιπέδου σχετικά με τις ποσοτικές παραδοχές στην ανάλυση της PwC, πέραν από τις διευκρινίσεις και τους περιορισμούς που περιγράφονται στη διαφάνεια 22 της ανάλυσής τους:
        ◦ Θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη ένα πιο συντηρητικό σενάριο σχετικά με την έκθεση σε τοξικά δανειακά προϊόντα μικρών επιχειρήσεων (SB/CL).
        ◦ Θα μπορούσε να εξεταστεί ένα πιο συντηρητικό σενάριο σχετικά με τον αριθμό των υποθέσεων για L.3869 που εκκρεμούν στην υφιστάμενη δικαστική διαδικασία.
        ◦ Η μέση πρόβλεψη κάλυψης για τα εξυγειασθέντα δάνεια είναι εφικτή, αλλά  χαμηλότερη από ό,τι η υφιστάμενη αδυναμία εξόφλησης  (UtP) σε επίπεδο συστήματος.
        ◦ Ομοίως, ποσοστό εξυγείανσης +40% ως βασικό σενάριο θα μπορούσε να είναι η αισιόδοξη θέση, αλλά συμμεριζόμαστε την άποψη ότι το 10% είναι συντηρητικό.

Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτές οι παρατηρήσεις δεν είναι τελικές και βασίζονται στην εμπειρία μας και στην τρέχουσα κανονιστική αναφορά.»