Μετά την πρόταση μομφής
’ρθρο του Βασίλη Φεύγα
Ασφαλώς όταν κατατέθηκε η πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ κανείς δεν πίστευε ότι θα πέσει η κυβέρνηση. Όπως και έγινε. Από την άλλη η αλήθεια είναι ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός βγήκε αποδυναμωμένος, εξαιτίας των αποσταθεροποιητικών τάσεων που υπάρχουν στο ΠΑΣΟΚ. Αυτά για την πρόταση μομφής. Το ποιος κέρδισε και ποιος έχασε αποτελούν πολυτέλειες του παρελθόντος και ελάχιστα ενδιαφέρει μια κοινωνία, η οικονομία της οποίας βρίσκεται για 5η-6η -χάσαμε το μέτρημα- χρονιά σε ύφεση.
Το μεγάλο ερώτημα είναι τι γίνεται από εδώ και πέρα. Μπροστά της η κυβέρνηση και πιο συγκεκριμένα η Νέα Δημοκρατία έχει τον προϋπολογισμό, τους φόρους ακινήτων, τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα. Έχει τέλος πάντων πολλά μικρά ή μεγάλα εμπόδια. Αναφέρομαι στη Νέα Δημοκρατία γιατί το ΠΑΣΟΚ ότι είχε να δώσει το έδωσε και η φθορά του μοιάζει μη αναστρέψιμη. Συνεπώς η Νέα Δημοκρατία καλείται να σηκώσει το μεγάλο βάρος.
Η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να επιλέξει με ποιους θέλει να περπατήσει στα επόμενα χρόνια. Θέλει να περπατήσει με τους συνταξιούχους και τους δημοσίους υπαλλήλους; Ή θέλει να περπατήσει με τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, οι οποίες πορεύονται όλα αυτά τα χρόνια απροστάτευτες και εν μέσω καταιγίδας;
Με λίγα λόγια στο σύντομο χρονικό διάστημα έως τις ευρωεκλογές θα πρέπει να προσεγγίσει κοινωνικά στρώματα τα οποία βιώνουν την κρίση περισσότερο από κάθε άλλη κοινωνική ομάδα. Σε αυτή την προσπάθεια θα κερδίσει και θα χάσει. Ούτως η άλλως ζούμε σε μια εποχή που δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα. Αν χάσει τη μάχη των παραγωγικών δυνάμεων κανείς δεν εγγυάται ότι θα κερδίσει και τους συνταξιούχους οι οποίοι ούτως ή άλλως πλήττονται και θα συνεχίσουν να πλήττονται. Αν κερδίσει όμως τη μάχη των παραγωγικών δυνάμεων τότε μπορεί να κερδίσει και την μάχη των συνταξιούχων. Όχι γιατί οι τελευταίοι δεν θα συνεχίσουν να πλήττονται, αλλά γιατί θα υπάρξει για πρώτη φορά ελπίδα διεξόδου από την κρίση.
Για να πετύχει όμως τα παραπάνω είναι υποχρεωμένη να κάνει το «μνημόνιο χαρτοπόλεμο». Όχι με τη λογική του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά με τη λογική των σαρωτικών μεταρρυθμίσεων, της πραγματικής μείωσης του Δημόσιου Τομέα, της αναδιάρθρωσης του κράτους, της εξάλειψης της γραφειοκρατίας και πολλών άλλων «που έχει μαλλιάσει η γλώσσα μας να λέμε ότι πρέπει να γίνουν, αλλά δεν γίνονται.» Θα πρέπει να στρέψει το βλέμμα της εκεί όπου χτυπά η καρδιά της Ελλάδας. Στη νεανική επιχειρηματικότητα, στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες. Και τους μεν και τους δε το μνημόνιο ελάχιστα τους αφορά. Συνεπώς, η κυβέρνηση πρέπει να πράξει τα μέγιστα και όχι τα ελάχιστα που επιβάλλει η τρόικα, τα οποία είναι και προφανές ότι σε ορισμένες περιπτώσεις κινούνται προς τη λάθος κατεύθυνση.
Ότι ισχύει για τη Νέα Δημοκρατία, ισχύει ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό για τον ΣΥΡΙΖΑ. Όπως έγραψε ο κ. Πρετεντέρης στα ΝΕΑ: «Την Κυριακή πάντως, το Παναιτωλικός-Λεβαδειακός στο Αγρίνιο έκοψε μάλλον περισσότερα εισιτήρια (2.537 επισήμως) από τη συγκέντρωση για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας στο Σύνταγμα. Η αλήθεια είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει το λάθος να πιστεύει ότι η κοινωνία είναι έτοιμη για επαναστατική γυμναστική. Λάθος. Εκείνο που απαιτεί η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας σήμερα είναι σταθερότητα και ευκαιρίες για δημιουργία. Αναγνωρίζεται από το σύνολο σχεδόν της κοινωνίας η σοβαρότητα της κατάστασης, η ανάγκη μεταρρυθμίσεων αλλά και η ανάγκη εθνικής συνεννόησης για να εξέλθουμε από την κρίση. Γι΄ αυτό και γυρίζει επιδεικτικά την πλάτη στο κάλεσμα για όποιες κινητοποιήσεις. ’λλωστε εκείνοι που έχουν πληγεί σε σημαντικό βαθμό είναι οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, είτε γιατί έχουν βρεθεί στην ανεργία, είτε γιατί έχουν περικοπεί οι αποδοχές τους και κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να βρεθούν δίχως εργασία. Και οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα έχουν μάθει να εργάζονται σκληρά και όχι να γυμνάζονται επαναστατικά.
Όσο τα δύο μεγάλα κόμματα αδυνατούν να στοχεύσουν σε όσους βιώνουν με τον πιο σκληρό τρόπο την κρίση, τόσο αυτοί θα γυρνούν την πλάτη. Και ένα θα είναι σίγουρο: Το κενό αντιπροσώπευσης θα καλύπτεται.