Με πρωτοφανείς και άκρως επώδυνες θυσίες για το κοινωνικό της σύνολο, και ιδίως για τα οικονομικώς ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, η Ελλάδα –όπως και ορισμένες άλλες χώρες της Ευρωζώνης με μικρό οικονομικό «όγκο», άρα «εύκολα» θύματα οικονομικών «πειραματισμών» υπό τα «καυδιανά δίκρανα» Μνημονίων- πέτυχε το 2013 έναν βασικό στόχο επιβεβλημένο, δυστυχώς χωρίς καμία διαπραγμάτευση, από τους δανειστές της την άνοιξη του 2010: Τον μηδενισμό του δημοσιονομικού της ελλείμματος, ακόμη δε και την επίτευξη ενός, έστω και στοιχειώδους, πρωτογενούς πλεονάσματος.  Έχοντας λοιπόν εκπληρώσει την υποχρέωσή της αυτή η Χώρα μας –επομένως η Κυβέρνηση- διαθέτει πια ένα σοβαρό διαπραγματευτικό όπλο προκειμένου να πεισθούν οι δανειστές μας ν’ αλλάξουν τακτική, ώστε η Ελληνική Οικονομία ν’ αντιμετωπίσει οριστικά τον εφιάλτη της ύφεσης και ν’ αποκτήσει, δίχως χρονοτριβή, στέρεες βάσεις βιώσιμης ανάπτυξης.  Και το όπλο αυτό συνίσταται, πρωτίστως, στην εκ μέρους των δανειστών μας ανάληψη των μεγάλων ευθυνών τους για τα δικά τους οφθαλμοφανή λάθη αναφορικά με τη φύση, την ένταση και τη διάρκεια της ύφεσης της Ελληνικής Οικονομίας.  Ένα τέτοιο λάθος είναι και η εμμονική προσκόλλησή τους στην δρακόντεια δημοσιονομική πειθαρχία, την οποία επέβαλαν δίκην «ξίφους» λύσης του «γόρδιου δεσμού» του οικονομικού μας προβλήματος.

I.        Πριν απ’ όλα, και προκειμένου ν’ αρθεί κάθε παρεξήγηση, διευκρινίζεται τούτο: Είναι αυτονόητο ότι μια υγιής οικονομία, στο πλαίσιο ομαλής λειτουργίας του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, προϋποθέτει ορθολογικώς οργανωμένο  έλεγχο των δημοσιονομικών της μεγεθών, ιδίως δε του δημοσιονομικού της ελλείμματος.  Μόνο που είναι εξίσου αυτονόητο, όπως η οικονομική θεωρία και πράξη –με μόνη «γραφική» εξαίρεση εκείνη του νεοφιλελεύθερου και ακροδεξιού Tea Party στις ΗΠΑ- έχουν αποδείξει διαχρονικώς, ότι η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία δεν αποτελεί «πανάκεια» για την αντιμετώπιση κάθε μορφής οικονομικής κρίσης.  Και δη κρίσης ύφεσης με μεγάλο βάθος και σημαντική χρονική διάρκεια, όπως αυτή που πλήττει σήμερα και την Ευρωζώνη.

Α. Ας δούμε, επιτέλους, την αλήθεια κατάματα: Αν η δημοσιονομική πειθαρχία σ’ επίπεδο χρέους και, κυρίως, ελλείμματος ήταν απολύτως αναγκαία και πλήρως επαρκής προϋπόθεση για την αποτελεσματική και οριστική καταπολέμηση της ύφεσης και, επέκεινα, την εκκίνηση της πορείας ανάκαμψης μιας οικονομίας, τότε γιατί οι οικονομικοί «ταγοί» της Ευρωζώνης –όρα Γερμανία- ανέχονται παρεκκλίσεις ή «κάνουν τα στραβά μάτια» για χώρες μεγάλου οικονομικού «όγκου», όπως είναι π.χ. η Γαλλία και η Ιταλία;  Υπό την ανωτέρω εκδοχή η ανοχή αυτή θάπρεπε, ακριβώς λόγω της οικονομικής οντότητας των προμνημονευόμενων χωρών, να θέτει σε άμεσο κίνδυνο αυτό τούτο το μέλλον της Ευρωζώνης. Μήπως, λοιπόν, μια τέτοια επιλεκτική, σε βάρος των οικονομικώς ασθενέστερων χωρών, αντίληψη περί δημοσιονομικής πειθαρχίας χρησιμοποιείται περισσότερο ως «ανώδυνος» πειραματισμός –και μάλιστα «in vivo» και «in vitro»- στο πεδίο της υφεσιακής κρίσης που συγκλονίζει την Ευρωζώνη;

Β. Και κάτι ακόμη: Καιρός είναι να συναγάγει καθένας τα συμπεράσματά του από τον επιστημονικό διασυρμό «βαρύγδουπων» θέσεων περί της «αξίας» της δημοσιονομικής πειθαρχίας, όπως εκείνων των Carmen Reinhart και Kenneth Rogοff.  Ας θυμηθούμε ότι οι δύο κορυφαίοι οικονομολόγοι «λάνσαραν», μετά από έρευνα ετών, τον γενικό κανόνα πως όταν το κρατικό χρέος υπερβαίνει το 90% του ΑΕΠ τότε, νομοτελειακώς, η ως άνω υπέρβαση επηρεάζει αρνητικώς τους ρυθμούς ανάπτυξης της αντίστοιχης εθνικής οικονομίας.  Ο μύθος του προαναφερόμενου «κανόνα» κατέρρευσε όταν ο Thomas Herndon,  μεταπτυχιακός φοιτητής του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης, συμπλήρωσε τα ελλιπή στοιχεία των «σοφών» δασκάλων και διόρθωσε ένα «μικρό», αλλά εξαιρετικά κρίσιμο, λάθος των υπολογισμών τους!

II.        Όμως η πραγματικότητα γύρω από την ουσιαστική σκοπιμότητα και, άρα, τη σημασία της δημοσιονομικής πειθαρχίας στο πλαίσιο της αντιμετώπισης μεγάλων δομικών κρίσεων του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, όπως η σημερινή, είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη, την οποία επιχειρούν να εμφανίσουν οι θιασώτες ενός ανερμάτιστου νεοφιλελευθερισμού.

Α. Συγκεκριμένα, η δημοσιονομική πειθαρχία δεν συνιστά «πρωτογενές» οικονομικό μέγεθος, στο πλαίσιο αντιμετώπισης τέτοιων κρίσεων του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος αλλά, όλως αντιθέτως, «δευτερογενές» και «επικουρικό».  Με την έννοια ότι η χρησιμότητά της αποτιμάται όχι αυτοτελώς, αλλά μόνο μέσ’ από τη δυνατότητά της να στηρίξει τα πληττόμενα, λόγω της κρίσης, «πρωτογενή» μεγέθη, ώστε το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα να επανέλθει, το ταχύτερο δυνατό, σε συνθήκες ισορροπίας.  Και, e contrario,  η αυστηρή και άκαμπτη δημοσιονομική πειθαρχία μπορεί να συνιστά επικίνδυνο «αντίδοτο» στην «επιδημία» μιας ανάλογης οικονομικής κρίσης όταν, αντί να υπηρετεί την αποκατάσταση των κατά τ’ ανωτέρω «πρωτογενών» μεγεθών, τα υποσκάπτει.  Η σύγχρονη εμπειρία της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ιδίως όπως αυτή εξελίσσεται στο πεδίο της Ευρωζώνης, μαρτυρά αψευδώς.

Β. Ουδείς μπορεί σήμερα –βεβαίως με σοβαρά και τεκμηριωμένα επιχειρήματα και όχι με ανερμάτιστους επικοινωνιακούς ισχυρισμούς ιδεολογικού προσανατολισμού-  ν’ αμφισβητήσει τον κλασικό πια κανόνα του John Maynard Keynes (βλ. το θεμελιώδες έργο του «The General Theory of Employment, Interest and Money», 1936, ελλ. έκδ. «Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος», Παπαζήσης, 2001), σύμφωνα με τον οποίο το θεμελιώδες πρωτογενές μέγεθος ισορροπίας του γνήσιου –φιλελεύθερου φυσικά, και όχι νεοφιλελεύθερου- καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος είναι η πλήρης απασχόληση.  Μ’ απλές λέξεις δηλαδή η, οριακή βεβαίως από πλευράς τέλειας επίτευξης, τάση μηδενισμού της ανεργίας και θεσμικής θωράκισης των εργασιακών σχέσεων μέσα στα όρια ενός στοιχειωδώς επαρκούς κοινωνικού κράτους δικαίου.  Να όμως που η σύγχρονη δεινή παγκόσμια οικονομική κρίση έχει αποδείξει ότι η επιδίωξη μιας άνευ όρων και, κυρίως, άνευ παρεκκλίσεων δημοσιονομικής πειθαρχίας, μέσα μάλιστα από το συνδυασμό ραγδαίας αύξησης της φορολογίας και εξίσου ραγδαίας μείωσης των δημόσιων δαπανών, όχι μόνο δεν υπηρετεί αλλά, όλως αντιθέτως, υπονομεύει, και ειδικότερα διπλά, τον προαναφερόμενο βασικό κανόνα της πλήρους απασχόλησης. 

Και τούτο διότι:

1. Πρώτον, μόνη η επίτευξη αμιγώς δημοσιονομικών στόχων, όπως είναι και εκείνοι που αφορούν τον δραστικό περιορισμό της δημόσιου χρέους και, κατά κύριο λόγο, το μηδενισμό του δημόσιου ελλείμματος –οι οποίοι κυριαρχούν στη λογική των Μνημονίων- πολλές φορές όχι μόνο δεν βοηθά στη μείωση της μεγάλης ανεργίας αλλά οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα, ήτοι στην ακόμη μεγαλύτερη αύξησή της.  Η αιτία αυτής της άκρως επικίνδυνης αντίφασης εντοπίζεται στο ότι οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις, που φύτρωσαν στο έδαφος ενός εξίσου επικίνδυνου «δημοσιονομικού φονταμενταλισμού», αρνούνται να δεχθούν πως σε τέτοιες συνθήκες οικονομικής κρίσης ο προγραμματισμένος και λελογισμένος κρατικός παρεμβατισμός, μέσω δημόσιων δαπανών, είναι εντελώς απαραίτητος και για την αναπτυξιακή εκκίνηση της οικονομίας.  Και, συνακόλουθα, για τη δημιουργία νέων –αλλά και πραγματικών- θέσεων εργασίας, οι οποίες με τη σειρά τους ενισχύουν την πραγματική οικονομία.

2. Δεύτερον, η ως άνω αύξηση της ανεργίας, λόγω του «μύθου» της δημοσιονομικής πειθαρχίας οδηγεί, αναποτρέπτως, σε κατάρρευση των εργασιακών σχέσεων αλλά και της ίδιας της απόδοσης της εργασίας, ιδίως δε της εξειδικευμένης: Όσο αυξάνεται η ανεργία τόσο –de facto αλλά και, δυστυχώς κατά κανόνα, de jure- ενισχύεται μονομερώς ο ρόλος του, lato sensu, εργοδότη και, αντιστοίχως, αποδυναμώνεται η διαπραγματευτική δύναμη του εργαζομένου.  Επιπλέον, η συνακόλουθη –και εγγενής- ανασφάλεια του εργαζομένου, και ως προς τις αποδοχές του και ως προς το μέλλον του, επηρεάζει καθοριστικώς την απόδοσή του, ιδίως όταν πρόκειται για εξειδικευμένες θέσεις ευθύνης.  Αφού είναι προφανές ότι η απόδοση του εργαζομένου είναι αντιστρόφως ανάλογη της εξαθλίωσης των εν γένει συνθηκών εργασίας του.
    

Συμπερασματικώς, το σημαντικό διαπραγματευτικό όπλο της Κυβέρνησης, μετά την επώδυνη  επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου μηδενισμού του ελλείμματος και δημιουργίας πρωτογενούς πλεονάσματος, έγκειται, κατά βάση, στο εξής: Η Ελλάδα, θέτοντας σε κίνδυνο ως και την κοινωνική της συνοχή, έπραξε στο ακέραιο το καθήκον της.  Με τη σειρά τους, τόσο οι δανειστές μας όσο και οι «ταγοί» της Ευρωζώνης –όρα Γερμανία, η οποία τώρα πια βαρύνεται, αποδεδειγμένα, και με το παρελθόν ενός κράτους που χρησιμοποίησε απροκαλύπτως τη διαφθορά προκειμένου να εξυπηρετήσει, αδιστάκτως, τους οικονομικούς του στόχους- οφείλουν να συνειδητοποιήσουν, τουλάχιστον, τούτο: Ότι αφενός η, χωρίς περίσκεψη και φραγμό, «αγιοποίηση» κάθε είδους δημοσιονομικής πειθαρχίας, και μάλιστα υπό τους όρους μιας «εωσφορικής» γερμανικής αλαζονείας, οδηγεί στην περιθωριοποίηση των οικονομικώς ασθενέστερων χωρών της Ευρωζώνης.  Εν τέλει δε στη διάλυσή της, μεσ’ από τη «δαιμονοποίηση» των οικονομικών συμφερόντων μιας Ένωσης, η οποία δημιουργήθηκε, υποτίθεται, για να τα συγκεράσει. Καθώς και ότι, αφετέρου και κατ’ ακολουθία, αυτή η ιδιότυπη δημοσιονομική πειθαρχία δυναμιτίζει τα θεμέλια ενός βασικού πυλώνα του γενικότερου δυτικού –και του ειδικότερου ευρωπαϊκού- πολιτισμού:  Του κοινωνικού κράτους δικαίου, λόγω γιγάντωσης της ανεργίας και προϊούσας υποβάθμισης των εργαζομένων αλλά και αποσύνθεσης των εργασιακών σχέσεων.