Ύστερα από περίπου 5 χρόνια η Ελλάδα στο τέλος του 2014 θα έχει ξεπεράσει το «ναρκοπέδιο» των Μνημονίων. Η τρόικα θα έχει δώσει τη θέση της σε κάποια άλλη εποπτική αρχή, κοντά στο Eurogroup, η οικονομία των δεικτών θα επιτρέπει κάποια αισιοδοξία και οι εταιρείες , τουλάχιστον οι ισχυροί όμιλοι θα μπορούν να βρουν χρηματοδότηση πολύ πιο εύκολα. Ακόμη και τα μεσοστρώματα , χωρίς πλέον να υπολογίζουν τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα σε μια επιστροφή στην ευημερία θα νοιώθουν πιο ήσυχα αφού η κατάσταση θα έχει σταθεροποιηθεί.

Οι Έλληνες για να λειτουργήσουν χρειάζονται δύο παραμέτρους. Σταθερότητα στη φορολογία και απουσία νέων επιδρομών από τους «τελώνες» των ευρω-δανειστών. Θα μπορούσαμε να πούμε απλά για επιστροφή στην αξιοπρέπεια. Αλλά οι συνθήκες είναι πολύ πιο σύνθετες.

Πρώτον γιατί η Ελλάδα δεν είναι αυτόνομη χώρα αλλά ομόσπονδη περιοχή της ευρωζώνης. Ακόμη δηλαδή και αν μπορεί με καλούς όρους να χρηματοδοτείται από τις αγορές , δεν θα κατορθώσει καθόλου εύκολα να αντιμετωπίσει τα νέα δομικά της ζητήματα που είναι το υπερβολικό χρέος 180% του ΑΕΠ και περίπου 28% επίσημη ανεργία. Με την οικονομική θεώρηση του Βερολίνου κα χωρίς την υπερκατανάλωση που χαρακτήριζε τα προ κρίσης χρόνια η σχέση της Ελλάδας με τις οικονομίες του «κλειστού πυρήνα» δεν μπορεί να είναι για απροσδιόριστες δεκαετίες , καλύτερη από εκείνη της Ανατολικής Γερμανίας σε σχέση με τη Δυτική (στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου).

Δεύτερον η Ελλάδα από την ίδρυση του νέου κράτους μέχρι κάποιου χρονικού ορίου δικαιολογημένα , εξαιτίας των πολέμων , της προσφυγιάς και των ξένων εξαρτήσεων δεν κατόρθωσε να δομήσει παραγωγική δομή και εθνική τάξη, που θα της έδινε θεσμική επάρκεια ώστε να συμμετάσχει σε «πειράματα» όπως αυτό της οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης. Στην παρούσα φάση της εξόδου από τα Μνημόνια το έλλειμμα παντελούς εθνικής ή εγχώριας στρατηγικής δεν θα της επιτρέψουν την απεξάρτηση από τον γερμανικό παράγοντα, που συντονίζοντας τα ευρωπαϊκά και διεθνικά συμφέροντα επί του Ελληνικού εδάφους δεν θα εγγυηθεί την ευημερία των Ελλήνων ως προαπαιτούμενο.

Τρίτον η απεθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και η εκκίνηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών από απολύτως αρνητική θέση, εξαιτίας των παλαιών χρεών που δεν διακανονίζονται τα χρόνια της ύφεσης όπως θα έπρεπε, δεν θα επιτρέψουν στους Έλληνες να ανακτήσουν την χώρα τους ακόμη και αν οι ηγεσίες τους θελήσουν κάτι τέτοιο στο εγγύς μέλλον.

Τέταρτον η διεθνής συγκυρία, ειδικά όπως διαμορφώνεται μετά την περιπέτεια που μόλις άρχισε από την Ουκρανία θα δημιουργήσει «μεγάλες δυνάμεις» με ζωτικό χώρο και νεοαποικισμό. Η Ελλάδα μένοντας στην προηγούμενη διάταξη με τις μεγάλες «ομοσπονδίες» και κυρίαρχη την μετα-ψυχροπολεμική Δύση, είναι σε λάθος πλευρά. Αντί για τις ναυτικές δυνάμεις είναι «εγκλωβισμένη» στις ηπειρωτικές δυνάμεις. Από το εύρος του χρόνου που θα χρειασθεί να απεγκλωβισθεί από τις «ηπειρωτικές δυνάμεις» και να επιστρέψει στην Ευρω-Μεσόγειο εξαρτάται και η επιστροφή στην ευημερία.

Πέμπτον ενώ το βάθος της κρίσης μένει πίσω το πολιτικό, θεσμικό, πολιτιστικό, κοινωνικό στάτους της Ελλάδας έχει μείνει στάσιμο. Αντί για την δημιουργία μια εθνικής δυναμικής από τις πλατείες των «αγανακτισμένων» , οι δομές της ολιγαρχίας που χρεοκόπησε ολοσχερώς τη χώρα έχουν τις «άμυνες» που τους επιτρέπουν ενώ δεν προσφέρουν στο όνειρο , να διαχειρίζονται τον εφιάλτη. ’ρα δεν επιτρέπουν στο εθνικό κέντρο του Ελληνισμού και την Μητρόπολης του παγκόσμιου εφοπλισμού στον Νότο, να ανατάξει τις

δυνάμεις της και να συγκροτήσει μια νέα τάξη στο εσωτερικό της τέτοιο που σε συνθήκες παγκόσμιου ανταγωνισμού, θα της πρόσφερε την ευκαιρία μια «τελικής λύσης» στην διαχρονική της αμηχανία να συγκροτήσει νέο κράτος και παραγωγικές δομές σε συνθήκες δημιουργικής ευφορίας.

Στην Ελλάδα τους επόμενους μήνες πολλοί και σημαντικοί της εξουσίας ή των δυνάμεων που θα θελήσουν να διαχειρισθούν την εξουσία μπορεί να διερωτηθούν «και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς βαρβάρους;».

Η απάντηση θα δοθεί από την διεθνή αναρχία και αναστάτωση, μέχρι τουλάχιστον να διαμορφωθεί μια νέα αρμονία. Ο χαοτικός κόσμος είναι το πλέον πιθανό να ευνοήσει την Ελλάδα των Ελλήνων και να ανατρέψει τον ντετερμινισμό του «φτωχού χωριού» της μίζερης αλλά πλούσιας και ηγεμονικής ευρωζώνης.

Το πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες ανάλογες εποχές και περιόδους, όπως το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, είναι ότι οι Έλληνες δείχνουν αρκετά ώριμοι και υποψιασμένοι ώστε να μην αφεθούν σε ένα νέο εμφύλιο όταν ο κόσμος «μοιράζεται» και η Ελλάδα έχει ευκαιρίες να «ρεφάρει» στην αναδιανομή