Κατά το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν, δυστυχώς τα περιστατικά συμπεριφορών που απάδουν του ρόλου, της ευθύνης και των ποιοτικών εκφάνσεων που οφείλουν να συνοδεύουν το βουλευτικό αξίωμα. Στη βάση πολλών από αυτές τις βίαιες  και απαξιωτικές συμπεριφορές βρίσκονται ταπεινά ελατήρια διακρίσεων που συχνά στοχεύουν τις γυναίκες βουλευτές.

Η πρωτόγνωρη και δύσκολη συγκυρία που διέρχεται ο εθνικός και ο κοινοβουλευτικός μας βίος επέφερε, ανάμεσα στα άλλα δυσμενή επακόλουθά της και τη ραγδαία και διαβρωτικής μεταβολή των κοινοβουλευτικών μας ηθών. Ενώ μέχρι πρότινος η συμπεριφορά του καθενός και της καθεμίας βουλευτού, βασιζότανε σε άγραφους κανόνες ηθικής, αυτό δεν είναι πια αρκετό για να περιορίσει ορισμένα απαράδεκτα φαινόμενα λεκτικής βίας και χυδαίων φραστικών επιθέσεων, ιδίως κατά γυναικών βουλευτών.

Το ίδιο το  Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο σχετικό ψήφισμά του της 6ης Φεβρουαρίου του 2013 αναφέρεται στην κάθε μορφή βίας κατά των γυναικών ως συνέπεια και ταυτόχρονα ως αιτία της γενικότερης ανισότητας μεταξύ των δύο φύλων. Κορυφαία, δε προτεραιότητα για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών θα πρέπει να είναι η εξάλειψη των κοινωνικο-πνευματικών στάσεων που ευνοούν τις διακρίσεις και υποδαυλίζουν την υποδεέστερη θέση των γυναικών στην κοινωνία, με επακόλουθο την ανοχή της βίας κατά των γυναικών τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια σφαίρα. Στο σπίτι και στον χώρο εργασίας. Και είναι προφανές πως δεν μπορεί να υπάρξει πιο δημόσια σφαίρα από το ίδιο το Κοινοβούλιο, που αποτελεί τον καθρέφτη της κοινωνίας και τον χώρο όπου πρέπει να ασκείται απρόσκοπτα το υψηλό καθήκον της αντιπροσώπευσης των πολιτών και της ανόθευτης έκφρασης της βούλησής τους.

Για αυτό και κάθε μορφή βίας, και εν προκειμένου η λεκτική βία, θα πρέπει να είναι κατακριτέα και καταδικαστέα. Όχι επειδή προσβάλει τις γυναίκες, αλλά επειδή προσβάλει πρωτίστως την εμπιστοσύνη των πολιτών που εκπροσωπούνται στο πρόσωπο της καθεμίας και του καθενός από εμάς τους βουλευτές.

Πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητό πως η λεκτική βία κατά γυναικών, εκλεγμένων στην ελληνική Βουλή αποτελεί μία μόνον από τις απεχθείς εκφάνσεις της προκλητικής και αήθους συμπεριφοράς ορισμένων εκ των συναδέλφων μας. Και όλες αυτές οι ανάρμοστες και προσβλητικές συμπεριφορές που θίγουν πρώτα από όλα τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία και κατά δεύτερο λόγο την προσωπικότητα και το φύλο του βουλευτή, πρέπει να παταχθούν και να εξαλειφθούν από τους χώρους του Κοινοβουλίου, ώστε να μην τις δούμε να πολλαπλασιάζονται στην κοινωνία.

Η θέσπιση του Κώδικα Δεοντολογίας στην Ελληνική Βουλή, στα πρότυπα του αντίστοιχου κώδικα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των κωδίκων συμπεριφοράς που έχουν υιοθετήσει  για τα μέλη τους πολλά από τα εθνικά κοινοβούλια των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Η εξάντληση της αυστηρότητας, απέναντι σε όσους βουλευτές υβρίζουν συναδέλφους τους -και εν προκειμένω γυναίκες βουλευτές- με κλήτευσή τους από τον Πρόεδρο του σώματος σε δημόσια απολογία, περικοπές επιδομάτων και αποβολή από την ολομέλεια, κατά την τέλεση του παραπτώματος, μπορούν να λειτουργήσουν ως δικλείδα ασφαλείας για την ανεμπόδιστη κοινοβουλευτική έκφραση και την προστασία του δημοκρατικού μας ήθους, που οφείλει, στις περιπτώσεις αυτές να επιδεικνύει με αποφασιστικότητα τα θεσμικά του αντανακλαστικά.
 
Την ίδια, όμως, στιγμή πρέπει και η καθεμιά και ο καθένας βουλευτής από εμάς, ανεξαρτήτως φύλου και ιδεολογικής ή παραταξιακής τοποθέτησης, να σέβεται το λειτούργημα, τον ρόλο και την υψηλή αποστολή που του αναθέσανε οι πολίτες. Γιατί, πολλές από τις απεχθείς φραστικές επιθέσεις και αντεγκλήσεις που διημείφθησαν εντός των τειχών του Κοινοβουλίου μας, έλαβαν χώρα στην προέκταση προκλητικών και ακραίων τρόπων έκφρασης και συμμετοχής βουλευτών σε διαμαρτυρίες, με τρόπους και σε τόπους που δεν ταιριάζουν με την υψηλή αποστολή που μας έχει αναθέσει ο ελληνικός λαός.