Αφορμή για προβληματισμό παρέχουν τα ευρήματα της πρώτης ποσοτικής έρευνας με τίτλο «Οικονομικό Βαρόμετρο» για το 2014, που πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία ALCO για λογαριασμό του ΕΒΕΑ.

Το πρώτο από τα δυο ερωτήματα που τίθενται στο πλαίσιο της έρευνας, αφορά τη γνώμη των πολιτών για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Τα ευρήματα δείχνουν ότι το διάστημα το οποίο μεσολάβησε μεταξύ της προηγούμενης έρευνας και της παρούσης, μειώθηκε τόσο το ποσοστό αισιοδοξίας όσο και το ποσοστό απαισιοδοξίας από τις 15 στις 14 ποσοστιαίες μονάδες και από τις 70 στις 68 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα. Το δεύτερο πάγιο ερώτημα σχετίζεται με την πορεία των προσωπικών οικονομικών των πολιτών, όπου σε αντίθεση με το προηγούμενο ερώτημα, το ποσοστό αισιοδοξίας αυξήθηκε κατά 2 μονάδες, στο 12%, ενώ μειώθηκε ο προσωπικός δείκτης απαισιοδοξίας στο 74%.

Τα ευρήματα αυτά δείχνουν ότι, παρά τα επιμέρους θετικά νέα που παρουσιάζονται ειδικά στο δημοσιονομικό μέτωπο της οικονομίας, οι πολίτες δεν δείχνουν έχουν πειστεί ότι η έξοδος από την ύφεση είναι κοντά. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται και από τη διαφαινόμενη δυσπιστία, ως προς τις άμεσες επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην καθημερινότητα των πολιτών το πρωτογενές πλεόνασμα. Το 66% των συμμετεχόντων στην έρευνα, θεωρούν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα δεν θα έχει κανένα αντίκρισμα στην καθημερινότητά τους, ενώ μόλις το 22% διατήρησε μια πιο αισιόδοξη προσέγγιση, απαντώντας θετικά.

Η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να ασφυκτιά εξαιτίας μιας πρωτοφανούς σε διάρκεια και ένταση ύφεσης και να μαστίζεται από το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τις απαντήσεις των συμμετεχόντων, η αύξηση της απασχόλησης και η οικονομική ανάκαμψη είναι τα θέματα που θα πρέπει η κυβέρνηση να θέσει σε πρώτη προτεραιότητα το 2014, ενώ η έξοδος από το μνημόνιο και η πολιτική σταθερότητα ακολουθούν στη σειρά.

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος είναι μια σημαντική εξέλιξη, η οποία στο βαθμό που θα επιβεβαιωθεί και από τη Eurostat, ενισχύει σημαντικά τη διαπραγματευτική θέση της χώρας και ανοίγει το δρόμο της επιστροφής της στις αγορές. Ωστόσο, δεν αρκεί για να βελτιώσει τη δύσκολη πραγματικότητα που βιώνουν σήμερα οι Έλληνες πολίτες, ούτε για να τους εμπνεύσει αισιοδοξία.

Όσο οι θετικές επιδόσεις στο δημοσιονομικό επίπεδο στηρίζονται αποκλειστικά σε πολιτικές σκληρής λιτότητας και εξοντωτικής φορολόγησης, η κοινωνία δεν θα είναι σε θέση να αντιληφθεί τα οφέλη. Η αναθέρμανση της οικονομίας, μέσα από τολμηρές μεταρρυθμίσεις και παρεμβάσεις για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, είναι τώρα η μεγάλη πρόκληση στην οποία καλείται να ανταποκριθεί η κυβέρνηση.