«H χρήση του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2013 θα πρέπει να γίνει με φειδώ και περίσκεψη», σημειώνει η Alpha Bank στο τελευταίο εβδομαδιαίο δελτίο της, σημειώνοντας πως τα χρήματα από το πλεόνασμα μπορεί να χρειαστούν για να καλυφθούν «τρύπες» που θα προκύψουν από την αδυναμία των πολιτών να πληρώσουν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές αλλά και από τις ανάγκες που δημιουργούν οι αποφάσεις του ΣτΕ.

«Θα πρέπει να καλυφθούν οι απώλειες εσόδων κατά το 2014, που μπορεί να προκύψουν από την μείωση των εργοδοτικών εισφορών και την εφαρμογή του νέου φόρου στην ακίνητη περιουσία και να καλυφθούν τυχόν ανάγκες που θα προκύψουν από τις πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας για την εισοδηματική πολιτική σε σχέση με τα ειδικά μισθολόγια του δημόσιου τομέα», εκτιμούν οι οικονομικοί αναλυτές της τράπεζας.

«Σε κάθε περίπτωση, η διάθεση μέχρι του 70% του πρωτογενούς πλεονάσματος πέραν του στόχου του 2013 (δηλ. 900 εκατ. ευρώ περίπου) θα πρέπει να λάβει υπόψη και την ανάγκη για ταχύτερη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας που μπορεί να προκύψει, πέραν της διανομής «κοινωνικού μερίσματος», εάν επίσης συνεχιστεί η σταδιακή μείωση της υπερφορολόγησης των συνεπών φορολογουμένων και την ακίνητης περιουσίας, ώστε να τονωθεί η κατανάλωση και οι κατασκευές», αναφέρεται.

Κάνοντας εκτενή αναφορά στις «λίαν θετικές εξελίξεις που σημειώνονται στην οικονομία», οι αναλυτές της τράπεζας, εκτιμούν ταυτόχρονα ότι «η Ελλάδα εισέρχεται σταδιακά σε μια προεκλογική περίοδο που δημιουργεί αυτοτροφοδοτούμενους κινδύνους ικανούς να ανατρέψουν και πάλι την πορεία ανάκαμψης της οικονομίας και να επαναφέρουν τα σενάρια ανατροπής της πολιτικής δημοσιονομικής προσαρμογής και κατά συνέπεια σενάρια εξόδου της χώρας από το ευρώ».

«Επιπλέον, για μια ακόμη φορά (όπως συνέβη και στο παρελθόν), αποφάσεις της δικαιοσύνης εν δυνάμει δρουν ανατρεπτικά για την πολιτική της κυβέρνησης για μείωση των δαπανών προσωπικού του ελληνικού δημοσίου. Ως γνωστόν, οι δαπάνες αυτές διογκώθηκαν σε μη βιώσιμα επίπεδα στη δεκαετία του 2000 με αποτέλεσμα την χρεοκοπία και τα δραματικά επακόλουθά της. Ήδη, έχει επίσης αρχίσει να επιβραδύνεται η λήψη μέτρων και η ανάληψη πρωτοβουλιών που είναι αναγκαίες για τη συνέχιση και ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων σε κρίσιμους τομείς, και ιδιαίτερα στον χρηματοοικονομικό τομέα και για ενίσχυση των τάσεων ανάκαμψης της οικονομίας», αναφέρουν οι αναλυτές.