Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (ΦΩΤΟ-VIDEO)
Ένας πολιτικός που στιγμάτισε την πολιτική ιστορία της χώρας μας
Σαν σήμερα, το 1907, γεννήθηκε ένας από τους πολιτικούς που στιγμάτισαν την πολιτική ιστορία της χώρας μας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής (8 Μαρτίου 1907 23 Απριλίου 1998) διετέλεσε τέσσερις φορείς Πρωθυπουργός της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας και δύο φορές Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Τα πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε στη σημερινή Πρώτη, (πρώην Κιούπκιοϊ) του σημερινού νομού Σερρών στην τουρκοκρατούμενη ακόμα Μακεδονία, έξι χρόνια πριν την απελευθέρωση από την προέλαση του ελληνικού στρατού. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Καραμανλής (1880 - 1932), δάσκαλος και μετέπειτα καπνοκαλλιεργητής, ο οποίος πολέμησε στον Μακεδονικό Αγώνα, ενώ μητέρα του ήταν η Φωτεινή Δολόγλου (1888- 1940). Είχε τρεις αδελφούς και τρεις αδελφές .
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αφού ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη εκπαίδευσή του στη γενέτειρά του, συνέχισε τη δευτεροβάθμια στο διτάξιο Γυμνάσιο Νέας Ζίχνης και ύστερα (1920) στο Γυμνάσιο Σερρών. Την εποχή εκείνη μεγάλη ευεργεσία στην οικογένεια του Γ. Καραμανλή πρόσφερε ο τότε καθηγητής και βουλευτής Σερρών Αθανάσιος Αργυρός, ο οποίος μετά τις σαρωτικές σε βάρος του Βενιζέλου εκλογές του 1920 περιελήφθη στην κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη. Τότε ο Α. Αργυρός ανέλαβε την επιμόρφωση του πρωτότοκου Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Αθήνα (1923), όπου και τον εισήγαγε οικότροφο στο Αθηναϊκό Λύκειο Μεγαρέως (στο Παγκράτι) προκειμένου στη συνέχεια να σπουδάσει δικηγόρος. Τελικά ο Κ. Καραμανλής φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών απ΄ όπου έλαβε το πτυχίο της νομικής στις 13 Δεκεμβρίου του 1929. Υπηρέτησε στρατιωτική θητεία 4 μηνών ως μέλος πολύτεκνης οικογένειας. Αρχικά ξεκίνησε να ασκεί τη δικηγορία του στις Σέρρες και το 1932 αποφάσισε να πολιτευτεί. Εισήλθε στην πολιτική με το Λαϊκό Κόμμα, δίπλα στον Α. Αργυρό, με το οποίο εκλέχθηκε αμέσως βουλευτής Σερρών, πρώτη φορά το 1935, σε ηλικία 28 ετών. Επανεξελέγη βουλευτής τον επόμενο χρόνο, τον Ιανουάριο του 1936, στις τελευταίες εκλογές πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αργότερα, η εφημερίδα Ελευθερία τον κατηγόρησε ότι, σε εκείνες τις δεύτερες εκλογές, κέρδισε την έδρα παραπλανώντας τους ψηφοφόρους του ως τότε προστάτη του, Α. Αργυρού, ο οποίος έμεινε έτσι εκτός Βουλής, αλλά και στη συνέχεια εκτός πολιτικής. Τον Αύγουστο του 1936 ο Ι. Μεταξάς κηρύσσει δικτατορία. Την εποχή αυτή ο Κ. Καραμανλής δικηγορεί και στη συνέχεια μεταβαίνει στην Αυστρία και Γερμανία για να φροντίσει την βαρυκοΐα του, που άρχισε να τον βασανίζει, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Β΄ Π.Π. - Κατοχή
Όταν ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 επικαλείται το πρόβλημα της βαρηκοΐας του και δεν στέλνεται στο μέτωπο. Το 1941 γράφεται στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών.
Υπουργικές θητείες 1946-1952
Στις εκλογές του 1946 επανεκλέγεται Βουλευτής Σερρών. Μεταβαίνει στις ΗΠΑ , όπου εκεί ακολουθεί νέα αγωγή αποκατάστασης της ακοής του και συμμετέχει σε επίσημη αποστολή ενημέρωσης της αμερικανικής κυβέρνησης για τις οικονομικές ανάγκες της Ελλάδας. Από το Νοέμβριο του 1946 έως τον Ιανουάριο του 1950 διατελεί Υπουργός Εργασίας, Μεταφορών και Κοινωνικής Πρόνοιας, στις Κυβερνήσεις διαδοχικά των Τσαλδάρη και Μάξιμου.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ως Υπουργός Μεταφορών (1948)
Ως Υπουργός Μεταφορών, αποκαθιστά εντός έξι μηνών πλήρως το συγκοινωνιακό δίκτυο που είχε πληγεί από τον Πόλεμο και τις εμφύλιες συγκρούσεις .Παράλληλα, έρχεται σε σύγκρουση με τη βρετανική εταιρία Πάουερ και άλλες ξένες ιδιωτικές εταιρίες (πάνω από τετρακόσιες) που είχαν το μονοπώλιο της ηλεκτροδότησης και προσέφεραν ακριβές και κακής ποιότητας υπηρεσίες , ενώ αρνούνταν να προχωρήσουν στις απαραίτητες επενδύσεις. Ο Καραμανλής προωθεί νομοθεσία όπου το κράτος μπορούσε πλέον να επιδιώξει επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων. Η στάση αυτή κοστίζει στον Καραμανλή τη θέση του στο Υπουργείο Μεταφορών, λόγω πιέσεων του βρετανικού παράγοντα προς του Τσαλδάρη και Σοφούλη.
Μεγάλη δημοσιότητα αποκτά λόγω της δράσης του στο Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, όπου μετακινήθηκε το 1948. Δημιουργεί το Πρόγραμμα «Πρόνοια- Εργασία» για τον επαναπατρισμό και την απασχόληση των 700.000 προσφύγων της υπαίθρου.
Τον Ιούλιο του 1951 νυμφεύεται την Αμαλία Κανελλοπούλου (μετέπειτα Μεγαπάνου), ανιψιά του πολιτικού και διανοητή, Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Κατόπιν διάφορων εσωκομματικών κινήσεων, προσχωρεί στο κόμμα του «Ελληνικού Συναγερμού» υπό το Στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο, ο οποίος κερδίζει τις εκλογές του 1952.
Πρώτη πρωθυπουργία
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Καραμανλής ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά της ελληνικής πολιτικής αναλαμβάνοντας τελικά το Υπουργείο Δημοσίων Έργων στην κυβέρνηση του Ελληνικού Συναγερμού υπό τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπάγο (Κυβέρνηση Αλέξανδρου Παπάγου 1952). Λόγω της απρόσμενα υψηλής του απόδοσης στο Υπουργείο, αλλά και επειδή είχε την εύνοια του Αμερικανικού παράγοντα (ενώ φημολογούνταν ότι είχε και ερωτική σχέση με τη Βασίλισσα Φρειδερίκη), όταν πέθανε ο Παπάγος και επρόκειτο να βρεθεί ο αντικαταστάτης του, ο βασιλιάς Παύλος πρότεινε αμέσως τον Καραμανλή για πρωθυπουργό. Η κίνηση αυτή προκάλεσε αμηχανία και αντιδράσεις τόσο σε στελέχη του "Συναγερμού", όσο και στην αντιπολίτευση. Εκφράστηκαν υπόνοιες ότι η κίνηση αυτή προδίκαζε το γρήγορο "κλείσιμο" του Κυπριακού ζητήματος. Για να το κάνει αυτό, ο βασιλιάς παρέκαμψε το Στέφανο Στεφανόπουλο και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, δύο έμπειρους πολιτικούς του Συναγερμού, οι οποίοι είχαν ευρέως θεωρηθεί ως οι πιθανότεροι αντικαταστάτες του Παπάγου. Ο Καραμανλής έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός στα μέσα του 1955 αμέσως μετά τον θάνατο του Παπάγου.
Επανίδρυσε το κόμμα του Συναγερμού με το νέο όνομα Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις (Ε.Ρ.Ε.) και με αυτό κέρδισε την πρώτη του κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με την εφαρμογή του λεγόμενου «τριφασικού» εκλογικού συστήματος, παρά το γεγονός ότι η ΕΡΕ, σε απόλυτους αριθμούς ψήφων, είχε έρθει δεύτερο κόμμα (ΕΡΕ 47,3%, Δημοκρ. Ένωση 48,15%).
Το εκλογικό αυτό σύστημα προέβλεπε πλειοψηφικό και ενισχυμένη αναλογική στις περιφέρειες που ήταν πρώτο κόμμα η ΕΡΕ και απλή αναλογική στις υπόλοιπες, εξασφαλίζοντας έτσι στην ΕΡΕ τον μέγιστο αριθμό εδρών. Ο τρόπος με τον οποίο επικράτησε στις εκλογές έγινε αντικείμενο διεθνούς κριτικής ως εκλογικό πραξικόπημα και ξεκάθαρη νοθεία της λαϊκής βούλησης και ήδη από το 1956 ο πρωθυπουργός πια Καραμανλής έδειχνε τάσεις αυταρχισμού.
Εξασφάλισε επίσης την πλειοψηφία στις εκλογές του 1958 και του 1961. Οι τελευταίες έμειναν στην Ιστορία ως εκλογές «βίας και νοθείας» μολονότι αυτές δε διεξήχθησαν από την κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά από υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Κ. Δόβα, το σχηματισμό της οποίας το Κέντρο χαιρέτησε ως δική του νίκη, επειδή είχε λανθασμένα πιστέψει ότι θα διεξάγονταν επί ίσοις όροις.
Ο τότε αρχηγός της ΕΚ και βασικός αντίπαλος του Καραμανλή Γεώργιος Παπανδρέου κήρυξε με αφορμή αυτές τις εκλογές τον «ανένδοτο αγώνα» για την «υπεράσπισιν και αποκατάστασιν της δημοκρατίας», ο οποίος κατόρθωσε να συσπειρώσει τις δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις του τόπου παρά τη συνεχή τρομοκράτηση από τα Σώματα Ασφαλείας.
Η Ελλάδα πρώτο συνδεδεμένο μέλος της ΕΟΚ (1962)
Μετά τη δημιουργία της ΕΟΚ και της ΕΖΕΣ, υπήρξε έντονος προβληματισμός, σε ποια από τις δύο θα έπρεπε να επιδιώξει να ενταχθεί η χώρα. Τελικά, οι κυβερνήσεις Καραμανλή επέλεξαν την πρώτη κυρίως διότι έδινε έμφαση στα αγροτικά προϊόντα , ενώ η δεύτερη ιδιαιτέρως στη βαριά βιομηχανία που η Ελλάδα δεν διέθετε. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις -με τη συμμετοχή ιδίως των Ε. Αβέρωφ, Γ. Πεσμαζόγλου και Ξ. Ζολώτα- υπογράφηκε η Συμφωνία Σύνδεσης και η Ελλάδα κατέστη το πρώτο συνδεδεμένο μέλος με την ΕΟΚ, την 1η Νοεμβρίου 1962. Η πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ συντελέσθηκε το 1979.
Διώξεις αντιφρονούντων και «παρακράτος»
Υπό τo πρόσχημα επικράτησης των κομμουνιστών (ΕΔΑ) έγιναν εκτεταμένες διώξεις και εκτοπίσεις αριστερών, ενώ παράλληλα είχαν αυτονομηθεί από τον κυβερνητικό έλεγχο υπό τις ευλογίες των ανακτόρων (των βασιλέων Παύλου και Φρειδερίκης) (κατά τον Καραμανλή) ομάδες του στρατού, της αστυνομίας, της χωροφυλακής (η λεγόμενη "Κυανή Φάλαγγα") και άλλων υπηρεσιών που αναλάμβαναν «αντικομμουνιστική» δράση με δική τους πρωτοβουλία, σχηματίζοντας το λεγόμενο «παρακράτος», το οποίο πιστεύεται ότι ουσιαστικά ελεγχόταν από το παλάτι. Ο Καραμανλής κατηγορήθηκε ότι ανέχθηκε ή και εξέθρεψε αυτό το παρακράτος. Ο ίδιος αρνήθηκε πάντοτε σθεναρά ότι υποστήριζε ή γνώριζε τη λειτουργία αυτών τον ομάδων. Χαρακτηριστική είναι η φράση που φέρεται να είπε μετά τη δολοφονία Λαμπράκη από παρακρατικούς: «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;». Όταν όμως είπε αυτή τη φράση ήταν ήδη οχτώ χρόνια πρωθυπουργός.
(Αυτο)Εξορία
Στις 18 Ιουλίου του 1963 παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία μετά από διαφωνία με τον βασιλιά Παύλο, πυροδοτούμενη κατά τα φαινόμενα από την έντονη αντιπάθεια της βασίλισσας Φρειδερίκης προς το πρόσωπό του, στην πραγματικότητα όμως λόγω της πρόθεσής του να αναθεωρήσει προς το δημοκρατικότερο το Σύνταγμα του 1952, το οποίο είχε προωθηθεί μόνο από τις κυβερνήσεις του Κέντρου και ήταν ασφυκτικό για την εκλεγμένη από το λαό κυβέρνηση και ιδιαιτέρως γενναιόδωρο προς το Βασιλιά, και πέρασε τέσσερις μήνες στο εξωτερικό. Από τον Μάιο η χώρα ήταν σε αναταραχή, μετά τη δολοφονία του Γρηγορίου Λαμπράκη από παρακρατικούς, μετά από εκδήλωση για την ειρήνη στη Θεσσαλονίκη. Το Νοέμβριο, η Ε.Ρ.Ε. υπό την ηγεσία του έχασε τις εκλογές από την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο Καραμανλής αποχώρησε εκ νέου από την Ελλάδα. Τότε είχε ευρέως διαδοθεί στην ελληνική κοινή γνώμη ότι ο Καραμανλής χρησιμοποίησε κατά την αναχώρησή του από τη χώρα το ψευδώνυμο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης. Για το γεγονός αυτό ο ίδιος παρατηρεί σε σημείωμά του τα εξής: «Χαρακτηριστικόν της απρεπείας, με την οποίαν οι αντίπαλοί μου αντιμετώπισαν την αποχώρησίν μου εκ της πολιτικής, είναι το γεγονός ότι επεχείρησαν να προσδώσουν μυστήριον εις τας προφυλάξεις που έλαβα διά την αθόρυβον αναχώρησίν μου. Και την ενεφάνισαν ως μυθιστορηματικήν φυγήν και μάλιστα υπό ψευδώνυμον, ενώ εγνώριζαν ότι η θεώρησις των διαβατηρίων μου είχε ζητηθεί να γίνη από το υπουργείο Εξωτερικών και τα εισιτήρια εξεδόθησαν επ' ονόματι εμού και της συζύγου μου».
Στην ηγεσία της Ε.Ρ.Ε. τον διαδέχθηκε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Στις 24 Ιουλίου 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επανήλθε θριαμβευτικά στην Ελλάδα, μετά την κατάρρευση της δικτατορίας υπό το βάρος του πραξικοπήματος στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή στη μεγαλόνησο. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτοί που κάλεσαν τον Καραμανλή να αναλάβει τη διακυβέρνηση του τόπου ήταν τα ίδια τα στελέχη της Χούντας των Συνταγματαρχών, όπως ο Ναύαρχος Αραπάκης και ο Στρατηγός Γκιζίκης, με πρωτοβουλία του Ευάγγελου Αβέρωφ.
Δεύτερη πρωθυπουργία
Μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος της Χούντας των Συνταγματαρχών στις 24 Ιουλίου του 1974, ο Καραμανλής επέστρεψε στην Αθήνα με το αεριωθούμενο αεροπλάνο της γαλλικής προεδρίας, το οποίο έθεσε στη διάθεσή του ο γάλλος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ' Εσταίν, στενός προσωπικός του φίλος.
Έγινε πρωθυπουργός με μεγάλη δημόσια υποστήριξη, κυρίως επειδή θεωρήθηκε ως η πιο βολική λύση για τις τότε (συντηρητικές) στρατιωτικές και οικονομικές ελίτ. Σχημάτισε αμέσως κυβέρνηση εθνικής ενότητας προκειμένου να ασχοληθεί αμέσως με την κρίση της Κύπρου και για να αποκαταστήσει τους δημοκρατικούς θεσμούς στην Ελλάδα. Νομιμοποίησε το Κ.Κ.Ε., αλλά δεν κατάργησε αμέσως τη λογοκρισία και ήταν αρχικά επιεικής με τα μέλη του πραξικοπήματος του 1967 που διατηρούσαν ακόμα ισχυρές θέσεις στις Αρχές Ασφαλείας και τις ένοπλες δυνάμεις.
Εντούτοις, τα περισσότερα υπολείμματα του καθεστώτος των συνταγματαρχών, τα λεγόμενα «σταγονίδια», εκδιώχθηκαν από τον κρατικό μηχανισμό. Ήταν ο πρωθυπουργός σε σημαντικά σημεία της διαδικασίας εκδημοκρατισμού, ειδικότερα στη δίκη των δικτατόρων (στους οποίους αποδόθηκε η ποινή του θανάτου για εσχάτη προδοσία και ανταρσία, που τελικά μετατράπηκε με πρωτοβουλία του ίδιου σε ισόβια φυλάκιση, απόφαση που προσπάθησε να εκτονώσει με τη φράση "όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια"), στην οργάνωση των ελεύθερων κοινοβουλευτικών εκλογών, στο δημοψήφισμα του 1974 για την κατάργηση της μοναρχίας και την καθιέρωση της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, τη σύνταξη και ψήφιση του συντάγματος του 1975 και την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.).
Το 1974, ο Καραμανλής ίδρυσε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας με το οποίο κέρδισε το 1974 και το 1977 τις εθνικές εκλογές και υπηρέτησε ως πρωθυπουργός μέχρι το 1980. Στον οικονομικό τομέα η ανάπτυξη συνεχίστηκε, αν και όχι με τον ρυθμό των προηγούμενων δεκαετιών, ενώ έγιναν και οι πρώτες μεγάλες κρατικοποιήσεις. Στον τομέα των εξωτερικών, ο Καραμανλής προχώρησε σε άνοιγμα πρός τις χώρες του Ανατολικού μπλόκ και υπέγραψε σημαντικές συμφωνίες επισκεπτόμενος μια σειρά κρατών. Η πολιτική αυτή μπορεί να ενταχθεί στην κρίση που σημειώθηκε στις ελληνο-αμερικανικές σχέσεις, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και η προσωρινή αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (1974-1980).
Το 1980 παραιτήθηκε μετά από την υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Ο πραγματικός όμως λόγος της παραίτησής του ήταν η διαφαινόμενη ήττα στις εκλογές, λόγω της ανόδου του Ανδρέα Παπανδρέου. Τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο Γεώργιος Ράλλης.
Πρώτη και δεύτερη προεδρία
Το ελληνικό κοινοβούλιο εξέλεξε τον Καραμανλή Πρόεδρο της Δημοκρατίας στα μέσα του 1980, θέση την οποία υπηρέτησε έως το 1985. Παραιτήθηκε πρόωρα, λίγους μήνες πριν τη λήξη της θητείας του, όταν ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά ότι το κόμμα του δε θα υποστήριζε την επανεκλογή του, αλλά θα πρότεινε τον Χρήστο Σαρτζετάκη για νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο Καραμανλής τότε επέκρινε τη στάση αυτή του Παπανδρέου, αλλά η κυβέρνηση απαγόρευσε τη μετάδοση της δήλωσής του από την κρατική τηλεόραση. Το 1989 και εν μέσω της πολιτικής κρίσης που περνούσε η χώρα είπε την περίφημη φράση: "η χώρα μετεβλήθη σε ένα απέραντο φρενοκομείο". Το 1990 επανεκλέχθηκε Πρόεδρος από την κυβερνητική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και υπηρέτησε μέχρι το 1995, όταν τον διαδέχθηκε στην Προεδρία ο Κωστής Στεφανόπουλος.
Ο Καραμανλής αποσύρθηκε από την πολιτική το 1995, σε ηλικία 88 ετών, έχοντας κερδίσει 5 κοινοβουλευτικές εκλογές και έχοντας διατελέσει 8 έτη υπουργός, 14 έτη πρωθυπουργός, 10 έτη Πρόεδρος της Δημοκρατίας, και συνολικά περισσότερο από 60 έτη στην ενεργό πολιτική. Για τη μακροχρόνια υπηρεσία του στη δημοκρατία και την ευρωπαϊκή ενότητα, του απονεμήθηκε το 1978 το διάσημο βραβείο Καρλομάγνου. Πέθανε μετά από σύντομη ασθένεια το 1998, σε ηλικία 91 ετών.
Πηγή: Βικιπαίδεια