Στο "Δίκτυο" της ’ννας Διαμαντοπούλου μίλησε ο πρώην υπουργός Κωστής Χατζηδάκης με θέμα το χρέος και την εθνική συναίνεση. Ο βουλευτής της Β' Αθηνών με διάθεση σαφώς πιο απελευθερωμένη, έκανε λόγο για ένα δημόσιο χρέος το οποίο δεν είναι μικρό και η πρώτη ανάσα που θα πάρει η χώρα θα είναι το 2022! Η φρασεολογία της εισήγησης του πρώην υπουργού σε κάθε περίπτωση δεν θύμιζε κυβερνητικό στέλεχος, αλλά ειχε σαφή διάθεση αντιπολίτευσης. 

Διαβάστε:

"Εισήγηση του Βουλευτή Β' Αθηνών της Νέας Δημοκρατίας 

κ. Κωστή Χατζηδάκη

στη συζήτηση για «Δικτύου» για το ζήτημα του χρέους και την εθνική συναίνεση

Αθήνα, 8 Ιουλίου 2014

"5 παραδοχές και 5 προτάσεις για τη διαπραγμάτευση του Δημοσίου Χρέους."

Ξεκινάω από τις παραδοχές:

1. Παραδοχή Πρώτη: Λέμε την αλήθεια, αλλά όχι όλη την αλήθεια για τη διαπραγμάτευση.

Για να μην παρεξηγηθώ: πρόκειται για πολύπλοκη διαπραγμάτευση που μάς επιβάλλει να είμαστε προσεκτικοί. 

Διαπραγματευόμαστε με διεθνείς οργανισμούς και πολλές διαφορετικές χώρες.

Η αποκάλυψη όλων των επιδιώξεων της ελληνικής πλευράς, δεν ωφελεί προκειμένου να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.

Αυτή είναι η φύση κάθε διαπραγμάτευσης.

Ωστόσο, είναι αναγκαίο να προετοιμαστεί τόσο το κοινό στην Ελλάδα όσο και το κοινό στην πλευρά των δανειστών για το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης και για το ποιές λύσεις θα μπορούσαν να είναι θετικές και για τις δύο πλευρές-> win-win situation.

2. Παραδοχή Δεύτερη: Δεν έχουμε δονκιχοτική αντίληψη σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους.

Γνωρίζουμε φυσικά ότι η διαγραφή του συνόλου του χρέους μας θα ήταν η πρώτη προτίμηση του κάθε Έλληνα.

Γνωρίζουμε ακόμη περισσότερο ότι αυτό θα οδηγούσε σε θεαματική εκτίναξη των εκλογικών μας ποσοστών.

Γνωρίζουμε, όμως, πάνω απ' όλα ότι στη διαπραγμάτευση υπάρχουν κάποια όρια και γι' αυτό το λόγο οφείλουμε να είμαστε ρεαλιστές, χωρίς ανέξοδες δημαγωγικές εξάρσεις και χωρίς ουτοπικές προσεγγίσεις.

3. Παραδοχή Τρίτη: Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για τη βελτίωση της κατάστασης, ρεαλιστικά κρίνοντας.

Δεν χρωστάμε πολλά, ως ποσοστό, στους ιδιώτες - μόνον το 1/10 του δημοσίου χρέους.

Χρωστάμε κυρίως στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς και στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτό μας τοποθετεί μεν ευθέως απέναντι στα εθνικά κοινοβούλια εκείνων των χωρών, από την άλλη πλευρά όμως, δίνει στις συζητήσεις έναν μάλλον διακρατικό χαρακτήρα.

Τα Κράτη Μέλη, ειδικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν ιδιαίτερο συμφέρον όχι μόνον να μη χάσουν τα χρήματά τους, αλλά παράλληλα να καταστεί η Ελλάδα ένα παράδειγμα επιτυχίας.

Δηλαδή, να κριθεί δηλαδή, πως η χώρα μας , μεταξύ των άλλων, διαθέτει ένα πράγματι βιώσιμο δημόσιο χρέος.

Η ήδη υπάρχουσα έκθεση της Ελλάδας ως προς το δημόσιο χρέος κατά βάσιν απέναντι σε διεθνείς οργανισμούς και στα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάνει το χρέος πιο "ήπιο".

Και μια αμοιβαία επωφελής ρύθμιση μεταξύ Ελλάδας και πιστωτών μπορεί να τονώσει την αξιοπιστία της πατρίδας μας και να στείλει ένα πολύ θετικό μήνυμα στις αγορές.

4. Παραδοχή Τέταρτη:  Τα σενάρια για τη βιωσιμότητα του χρέους είναι εύθραυστα.

Η επιβεβαίωση τους μπορεί να επηρεαστεί καθοριστικά ακόμη και από μικρής κλίμακας αρνητικές εξελίξεις.

Χαρακτηριστικά,  είναι όσα δείχνει μια πρόσφατη μελέτη του  Bruegel Institute το Φεβρουάριο του 2014, που παρουσιάσθηκε στο Δίκτυο για τη Μεταρρύθμιση.

Μία μονάδα μικρότερης ανάπτυξης του ΑΕΠ, μία μονάδα χαμηλότερου πρωτογενούς πλεονάσματος, 1% υψηλότερα επιτόκια και 10 δις για πρόσθετες ενδεχομένως ανάγκες στήριξης των τραπεζών,  θα μπορούσαν να οδηγήσουν το δημόσιο χρέος:

• από το 122% στο 158% του ΑΕΠ το 2020,

• από το 114% στο 162% του ΑΕΠ το 2025 και

• από το 96% στο 175% του ΑΕΠ το 2030.

Επομένως, το ζήτημα είναι πολύ σοβαρό.

Αν δεν είμαστε προσεκτικοί και ορθολογιστές στις επιλογές μας, η Ελλάδα μπορεί να ξανακυλήσει.

Αυτό σημαίνει πως αντιστοίχως οι εταίροι μας οφείλουν να λογαριάσουν σοβαρά το ζήτημα και να υιοθετήσουν τις πιο δραστικές λύσεις.

Παράλληλα, όμως, κι εμείς δεν πρέπει να ενδώσουμε στις σειρήνες του λαϊκισμού και να επιτρέψουμε να δημιουργηθούν συνθήκες αστάθειας στη χώρα.

Το "λεφτά υπάρχουν" κόστισε ήδη πανάκριβα.

Το "λεφτά υπάρχουν" στο τετράγωνο, θα κοστίζει ακόμη πιο ακριβά.

5. Παραδοχή Πέμπτη: Δεν χρειαζόμαστε ανάσες μόνον για το μέλλον, αλλά και για το παρόν.

Από τη διάρθρωση του χρέους είναι προφανές πως η μεγάλη πίεση για την αποπληρωμή του θα υπάρχει, για πρώτη φορά,  το 2022.

Τώρα, λόγω της περιόδου χάριτος που έχει δοθεί, οι πληρωμές για τους τόκους δεν ξεπερνούν το 3,2% του ΑΕΠ ετησίως.

Το 2022, όμως, θα χρειασθεί να πληρώσουμε για τόκους 22,5 δις ευρώ περίπου.

Ένα ποσοστό, δηλαδή, που θα είναι κοντά στο 10% του ΑΕΠ, με βάση τα υπάρχοντα σενάρια.

Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να ληφθούν μέτρα από τώρα για να απαντηθούν τα υφιστάμενα ερωτήματα των αγορών και των επενδυτών- τούτο είναι σχεδόν αυταπόδεικτο.

Κατά την άποψή μου, όμως, οφείλουμε να εξετάσουμε τρόπους, για τη μείωση του βάρους που δημιουργεί στην πραγματική οικονομία και στους φορολογούμενους η απότομη δημοσιονομική προσαρμογή και ο γρήγορος ισοσκελισμός του προϋπολογισμού.

Κι αυτό πρέπει να το εξετάσουμε από τώρα.

Περνώ στα πιο δύσκολα τώρα: στις πέντε προτάσεις

1. Πρόταση Πρώτη: Λιγότερο φιλόδοξοι στόχοι στο πρωτογενές πλεόνασμα

Η μέχρι τώρα συμφωνία με την Τρόικα , οδηγεί σε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 4,5% για τέσσερα έως πέντε χρόνια.

Αυτό αποτελεί σχεδόν πανευρωπαϊκό ρεκόρ.

Και είναι ένας από τους λόγους της υπερφορολόγησης.

Μια αναπροσαρμογή του στόχου, σε πιο ρεαλιστικά επίπεδα, δηλαδή στο 3%, θα σημαίνει δύο πράγματα για την Ελλάδα:

• αφενός πως παραμένουμε σταθερά προσηλωμένοι  στη δημοσιονομική προσαρμογή  και την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους της 

• αφετέρου όμως, πως θα διαθέτουμε τη δυνατότητα για μείωση της φορολογίας με συμφωνία και των πιστωτών μας, με τη συνακόλουθη θετική επίδραση ορατή στον καθένα- και μάλιστα άμεσα: από το 2015 και εντεύθεν.

2. Πρόταση δεύτερη: Επιμήκυνση με περίοδο χάριτος

Έχουν ήδη αρκετά κοινολογηθεί οι σκέψεις για επιμήκυνση του δανεισμού με παράλληλη μείωση των επιτοκίων, όπου το δεύτερο είναι εφικτό.

Η επιμήκυνση με περίοδο χάριτος θα ήταν μια μεγάλη ανάσα για την ελληνική οικονομία και θα έδινε προστιθέμενη αξία στο κοινό εγχείρημα της χώρας μας και των πιστωτών ώστε να βρεθεί η οικονομία μας σε ασφαλές λιμάνι.

3. Πρόταση τρίτη: Σταθερό επιτόκιο για 15-20 χρόνια

Έχουν προταθεί λύσεις κατά καιρούς, για κούρεμα του χρέους του "δημοσίου τομέα" που εκ των πραγμάτων φαίνονται μη ρεαλιστικές.

Διότι τα εθνικά κοινοβούλια δεν είναι έτοιμα να τις αποδεχθούν.

Από την άλλη πλευρά, τα δάνεια του Ελληνικού δημοσίου και ειδικότερα το GLF (τα διμερή, δηλαδή, δάνεια) είναι σε σημαντικό βαθμό συνδεδεμένα με το Euribor συν ένα περιθώριο. Σήμερα τα επιτόκια είναι χαμηλά. Στο μέλλον όμως;

Ειδικοί υποστηρίζουν πως η συμφωνία για ένα σταθερό και χαμηλό επιτόκιο για 15-20 χρόνια, θα μπορούσε να είναι μία πολύ επωφελής λύση για την Ελλάδα.

Και μην ξεχνάμε: και για την Ευρώπη.

’λλωστε η επιτυχία της Ελλάδας, θα είναι και επιτυχία της Ευρώπης.

Δεν είμαστε μόνον απέναντι ως δανειστές και οφειλέτες, είμαστε ταυτόχρονα και στην ίδια πλευρά, ως μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, με κοινά συμφέροντα και επιδιώξεις.

4. Πρόταση Τέταρτη: Να δούμε το δάσος και όχι μόνον το δέντρο στη  σχέση χρέους - ΑΕΠ.

Όχι: το δημόσιο χρέος δεν είναι σε καμία περίπτωση μικρό.

Ούτε φυσικά αποτελεί θετικό γεγονός το ότι είναι μεγάλο ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Είναι ένα αρνητικό γεγονός και μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους.

Δεν θα αντιπαραβάλω την Ελλάδα με την Ιαπωνία, της οποίας το χρέος ως ποσοστό προς το ΑΕΠ της, είναι καταφανώς μεγαλύτερο.

Τα μεγέθη δεν είναι συγκρίσιμα.

Αλλά η απόλυτη προσήλωση σε ποσοστά επί του ΑΕΠ προκειμένου να διαπιστωθεί η βιωσιμότητα του χρέους, έχει αποκτήσει κάποια στοιχεία δογματισμού. Το ύψος του χρέους είναι δεδομένο. Σημασία έχει ο ρυθμός εξυπηρέτησής του.

Ναι, το χρέος μπορεί να μειωθεί - η Ελλάδα πρέπει να έχει πλεονάσματα και οφείλει να γίνει επειγόντως μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα.

Όμως, εάν πετύχουμε στο μείζον, θα πετύχουμε και στο λιγότερο μείζον που είναι η μείωση του χρέους προς το ΑΕΠ.

5. Πρόταση Πέμπτη: Μεταρρυθμίσεις - η παρέμβαση στον παρονομαστή.

Όποιαν αντίληψη κι αν έχει κάποιος για τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ, αποτελεί ένα στοιχείο που -με τον έναν ή τον άλλο τρόπο- θα λαμβάνεται πάντοτε υπ’ όψιν.

Πέραν, λοιπόν, των παρεμβάσεων στον αριθμητή -δηλαδή: στο χρέος- αυτό που μπορούμε μόνοι μας να επηρεάσουμε θετικά είναι ο παρονομαστής, δηλαδή η ανάπτυξη.  

Για την ανάπτυξη, λοιπόν, εκείνο που χρειαζόμαστε πρωτίστως είναι διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις.

Μεταρρυθμίσεις που θα καταργήσουν τις εναπομείνασες προστατευτικές αγκυλώσεις και θα ενισχύσουν τον ανταγωνισμό και την ανταγωνιστικότητα, με τελικό στόχο την προσέλκυση επενδύσεων στη χώρα.

Έχουμε πληρώσει πανάκριβα μέχρι τώρα το μεγάλο σπάταλο δημόσιο τομέα, όπως και την υπερπροστασία των λίγων.

Ο σταθερός προσανατολισμός στις ιδιωτικοποιήσεις, στον περιορισμό του δημοσίου τομέα, στην κατάργηση των γραφειοκρατικών εμποδίων και των προνομίων, μόνον θετικές συνέπειες μπορεί να έχει.

Θετικές συνέπειες όχι μόνον για την οικονομία και την απασχόληση, αλλά και για το χρέος. 

Είναι χρέος μας, λοιπόν, να προχωρήσουμε σε αυτήν την κατεύθυνση.

Σας ευχαριστώ"