Η νύχτα θρίλερ πριν την άφιξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Αθήνα
Όλα όσα συνέβησαν τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου
Στις 2 μετά το μεσημέρι της 23ης Ιουλίου συνεκλήθη τελικώς η σύσκεψη των πολιτικών, υπό τον Γκιζίκη, στο γραφείο του στη Βουλή. Νωρίτερα οργίαζε το παρασκήνιο. Ο Μπονάνος βολιδοσκόπησε για την πρωθυπουργία τον Πέτρο Γαρουφαλιά, ο οποίος αποδέχθηκε. Ίσως εκείνη την ώρα να ήταν ο πιο αρεστός στους στρατιωτικούς πολιτικός. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στις εκλογές που ακολούθησαν (της 17ης Νοεμβρίου 1974) ηγήθηκε ενός σχήματος που πολιτογραφήθηκε ως «φιλοχουντικό». Θα μπορούσαν να θεωρήσουν κάτι τέτοιο και τον Σπύρο Μαρκεζίνη, αλλά με τι μούτρα, αφού τον είχαν ανατρέψει στις 25 Νοεμβρίου 1973, σταματώντας τη «φιλελευθεροποίηση» του καθεστώτος του Γεωργίου Παπαδόπουλου
Στη σύσκεψη προσκλήθηκαν με τηλεφώνημα που τους έγινε από το διευθυντή του Στρατιωτικού Οίκου του Γκιζίκη συνταγματάρχη Μπραβάκο οι Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Γεώργιος Μαύρος, Στέφανος Στεφανόπουλος, Μαρκεζίνης, Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, Ευάγγελος Αβέρωφ, Γαρουφαλιάς, ο οικονομολόγος Ξενοφών Ζολώτας και ο διπλωμάτης Χρήστος Ξανθόπουλος-Παλαμάς.
Ο Κανελλόπουλος (ο καταργηθείς από την 21η Απριλίου πρωθυπουργός) βρισκόταν στο κατάλυμά του στην Κηφισιά όταν έλαβε το τηλεφώνημα. ’ρχισε να οδηγεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα το αυτοκίνητό του ώστε να προλάβει να συναντήσει τον Μαύρο (που είχε αναλάβει την εκπροσώπηση της Ενώσεως Κέντρου στο εσωτερικό μετά το θάνατο του Γεωργίου Παπανδρέου) πριν από τη σύσκεψη.
Οι δύο άνδρες (οι οποίοι είχαν συνδεθεί στενά στην «επταετία») όχι μόνο κατάφεραν να συναντηθούν, αλλά κατά τη διάρκεια της ολιγόλεπτης συνομιλίας τους φαίνεται ότι συμφώνησαν ότι μια στέρεη πολιτική κυβέρνηση μπορεί να προκύψει μόνο με τη συμμετοχή των δύο παλαιών μεγάλων κομμάτων: της ΕΡΕ (τελευταίος αρχηγός της ήταν ο Κανελλόπουλος) και της Ενώσεως Κέντρου. Λογικά εκεί θα συμφωνήθηκε και το δίπολο Κανελλόπουλος πρωθυπουργός και Μαύρος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών.
Στη σύσκεψη προσήλθαν όλοι οι προσκεκληθέντες, πλην του Παλαμά που βρισκόταν στην Κέρκυρα.
Ο Γκιζίκης ξεκίνησε ζητώντας από τους παρευρισκόμενους να δεχθούν και τη συμμετοχή της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων. Αυτό και έγινε!
Ο ίδιος έθεσε το ερώτημα «μήπως θα πρέπει να εμπλέξουμε την Τουρκία σε πόλεμο στον Έβρο με σκοπό τον αντιπερισπασμό;» (βλ. Αλέξανδρου Ζαούση «O Eμπαιγμός», τόμος β εκδόσεις Παπαζήση, 1998, σελ. 429) και, συγχρόνως, πρότεινε τα υπουργεία Εσωτερικών, Εθνικής Αμύνης και Δημοσίας Τάξεως να παραμείνουν υπό τον έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων.
Εισέπραξε αρνητική απάντηση στο ερώτημα και ένα σχεδόν ομόθυμο ΟΧΙ στην πρότασή του. Ίσως μόνο ο Γαρουφαλιάς να το αποδεχόταν με δεδομένο το πρωινό «τάξιμο» του Μπονάνου προς εκείνον. Φαίνεται ότι μες στη φούρια του να ορκιστεί πρωθυπουργός είχε λησμονήσει το αντίστοιχο πάθημα του Μαρκεζίνη κάποιους μήνες νωρίτερα!
Πιο κατηγορηματικός δε στην άρνηση ήταν ο Μαύρος, ο οποίος απευθυνόμενος προς τον Γκιζίκη (βλ. C.Woodhouse, «Rise and Fall of the Greek Colonels», Λονδίνο 1985, σελ. 164) του είπε: «Θα αστειεύεστε, κύριε πρόεδρε».
Μίλησαν όλοι, άλλοι ενιαία (Μαύρος-Κανελλόπουλος), άλλοι εμφανώς συγκινημένοι (Νόβας), ένας προτείνοντας για πρωθυπουργό μη πολιτικό πρόσωπο (ο Μαρκεζίνης τον Παλαμά, υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησής του και αναπληρωτή ΥΠ.ΕΞ. της τελευταίας του Παπαδόπουλου) κ.ο.κ.
Η πλάστιγγα, πάντως, έγερνε προς κυβέρνηση Κανελλόπουλου-Μαύρου με την τυπική συνηγορία όλων. Ακόμα και του Αβέρωφ που συμφώνησε μεν σε αυτή τη λύση αλλά πρότεινε κυβέρνηση να σχηματίσει ο ευρισκόμενος στο Παρίσι Κωνσταντίνος Καραμανλής (βλ. Ψυχάρης, ο.π., σελ. 216) αλλά τον διέκοψε ο Γκιζίκης λέγοντάς του ότι «επειγόμεθα κι εκείνος βρίσκεται μακριά». Στις 17.40 μ.μ. περατώθηκε η σύσκεψη με τους Κανελλόπουλο και Μαύρο να δεσμεύονται ότι στις 8 μ.μ. θα επανέλθουν για να παρουσιάσουν ενώπιον όλων τη σύνθεση της κυβέρνησής τους. Αποχώρησαν και οι υπόλοιποι πολιτικοί. Όλοι πλην ενός!
Πέντε λεπτά μετά το τέλος της σύσκεψης, από την Προεδρία της Δημοκρατίας ανακοινώθηκε και μεταδόθηκε από τα υπάρχοντα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά δίκτυα ότι «ενόψει των εξαιρετικών περιστάσεων υπό τας οποίας τελεί η πατρίς, αι ένοπλοι δυνάμεις απεφάσισαν όπως αναθέσουν την διακυβέρνησιν της χώρας εις πολιτικήν κυβέρνησιν».
Αυτό ήταν! Χιλιάδες πολίτες ξεχύθηκαν στους δρόμους ολόκληρης της χώρας πανηγυρίζοντας για την πτώση ενός καθεστώτος που εγκαθιδρύθηκε πριν από επτά και πλέον χρόνια.
Οι λαϊκές εκδηλώσεις ανησύχησαν τους κρατούντες και στις 7.45 μ.μ. το αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων αναγκάστηκε να μεταδώσει:
«Ως εγνωστοποιήθη διά προηγουμένης ανακοινώσεως της Προεδρίας της Δημοκρατίας η χώρα αποκτά πολιτικήν κυβέρνησιν. Συνιστάται εις τον λαόν να τηρήσει την ψυχραιμίαν και την αυτοκυριαρχίαν του προς το καλόν του έθνους». Ένα τέταρτο αργότερα οι πολιτικοί άρχισαν να καταφθάνουν στο χώρο του Κοινοβουλίου για τη νέα σύσκεψη, αποθεούμενοι από τους πολίτες που είχαν συγκεντρωθεί στον ευρύτερο χώρο της πλατείας Συντάγματος. Χρειάστηκαν αρκετά λεπτά της ώρας για να φθάσει ο καθένας τους στο γραφείο του Γκιζίκη.
Στον προθάλαμο του προεδρικού γραφείου οι περισσότεροι πίστευαν ότι σε λίγο θα ορκιζόταν πρωθυπουργός ο Κανελλόπουλος. Ο ίδιος βεβαίως είχε ενημερωθεί από τις 6.15 μ.μ. ότι κυβέρνηση θα σχημάτιζε τελικώς ο Καραμανλής. Ο Αβέρωφ, ο οποίος είχε παραμείνει στο γραφείο με τους στρατιωτικούς, μετά το τέλος της πρώτης συσκέψεως είχε μπει στον κόπο να τον ενημερώσει για την εξέλιξη. Μέσα σε μισή ώρα ο Ηπειρώτης πολιτικός (ηγετικό στέλεχος της ΕΡΕ) είχε καταφέρει όχι μόνο να πείσει τους Γκιζίκη, Μπονάνο, Γαλατσάνο, Αραπάκη και Παπανικολάου αλλά να βρει και στο τηλέφωνο τον Καραμανλή, να τους τον δώσει να μιλήσουν μαζί του και να εξασφαλίσει τελικώς τη δέσμευσή του ότι εντός των επομένων ωρών θα επιστρέψει «με κάθε μέσο» στην Ελλάδα.
Στις 9 μ.μ. ξεκίνησε η προγραμματισθείσα σύσκεψη. Ο Κανελλόπουλος πρότεινε να διακόψουν και να συναντηθούν εκ νέου μετά τα μεσάνυχτα όταν θα επέστρεφε ο Καραμανλής. Ο Γκιζίκης δεν το δέχτηκε τονίζοντας ότι «ήδη ευρισκόμεθα σε διαρκή σύσκεψη γιατί δεν ξέρουμε τι γίνεται». Και όντως ο Μαύρος, έχοντας αναλάβει άτυπα καθήκοντα υπουργού Εξωτερικών, βρισκόταν μ ένα τηλέφωνο στο χέρι επικοινωνώντας πότε με την Κύπρο και πότε με τις Ηνωμένες Πολιτείες και ενημέρωνε τους υπολοίπους για τις εξελίξεις στο πεδίο των στρατιωτικών και διπλωματικών μαχών.
Εκείνες τις ώρες ο ευρισκόμενος ακόμα στο Παρίσι Καραμανλής ρύθμιζε τις τελευταίες λεπτομέρειες της επιστροφής του. Επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο ο οποίος ήταν στο Λονδίνο. Ο τελευταίος του ζήτησε να τον συνοδεύσει στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο, ο Καραμανλής τού είπε να καθυστερήσει την άφιξή του στην Αθήνα κι ότι θα τον ειδοποιούσε ο ίδιος «σε λίγες ημέρες». Στις 10.20 μ.μ. ανακοινώνεται επίσημα το
όνομα. Τα μέσα ενημέρωσης μεταδίδουν: «Ο πρώην πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής ανεχώρησε ήδη εκ Παρισίων δι Αθήνας, κληθείς όπως συμμετάσχει της συσκέψεως την οποίαν συνεκάλεσεν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στρατηγός Γκιζίκης».
Λίγο νωρίτερα, στις 10 ακριβώς, ο Καραμανλής αναχωρώντας από το αεροδρόμιο Λε Μπουρζέ, με αεροσκάφος που του είχε διαθέσει ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας περιορίστηκε σε
είκοσι μόνο λέξεις: «Θα επαναλάβω», είπε, «τας λέξεις του Αντιπροέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών (σ.σ. Χάρι Τρούμαν) όταν του ανεκοινώθη ο θάνατος του Προέδρου Ρούσβελτ: Boys pray for me (Παιδιά, προσεύχεσθε δι΄ εμέ)».
Έπειτα από τέσσερις ώρες το αεροσκάφος προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Χιλιάδες πολίτες είχαν καταφέρει να διεισδύσουν ακόμα και στο διάδρομο προσγειώσεως. Δήλωσε ότι επιθυμεί «ενότητα, σωφροσύνην και υπομονήν» και επιβιβάστηκε σε αυτοκίνητο που τον μετέφερε στην Εθνική Αντιπροσωπεία. Στο περιστύλιο τον υποδέχτηκαν οι Γκιζίκης και Καραμανλής και ακολούθως πήρε μέρος στη σύσκεψη των πολιτικών και της στρατιωτικής ηγεσίας.
Ενώπιον του Γκιζίκη και χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ στις 4.20 π.μ. ορκίστηκε πρωθυπουργός.
Στις 4 το απόγευμα, παρουσία του, ορκίστηκε το πρώτο κλιμάκιο της κυβέρνησής του: Μαύρος (αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών), Ζολώτας (Συντονισμού), Αβέρωφ (Εθνικής Αμύνης), Γεώργιος Ράλλης (Εσωτερικών), Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου (Δικαιοσύνης), Σόλων Γκίκας (Δημοσίας Τάξεως), Νικόλαος Λούρος (Παιδείας), Κωνσταντίνος Τσάτσος (Πολιτισμού), Κώστας Λάσκαρης (Απασχολήσεως), Ανδρέας Κοκκέβης (Κοινωνικών Υπηρεσιών) και Παναγιώτης Λαμπρίας (υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ).
Δύο μέρες αργότερα η κυβέρνηση συμπληρώθηκε με τους: Χριστόφορο Στράτο, Γιάγκο Πεσμαζόγλου, Δημήτριο Παπασπύρου, Χαράλαμπο Πρωτοπαππά, Αθανάσιο Κανελλόπουλο, Γεώργιο-Αλέξανδρο Μαγκάκη, Γεώργιο Μυλωνά, Ιωάννη Μηναίο, Ευάγγελο Δεβλέτογλου, Γιάννη Μπούτο, Γιάννη Βαρβιτσιώτη, Δημήτρη Τσάτσο, Κωνσταντίνο Αποσκίτη, Γεώργιο Γιαννόπουλο, Γεώργιο Παπαγιαβή, Αθανάσιο Ταλιαδούρο, Κωστή Στεφανόπουλο, Αθανάσιο Τσαλδάρη, Κώστα Αλαβάνο και Μανώλη Κεφαλογιάννη.
Αργότερα έγιναν μέλη αυτής της κυβέρνησης οι Δημήτρης Μπίτσιος, Ιωάννης Κατσαδήμας και Βάσος Βασιλείου.