Δεύτερη έκδοση του «Δημόσιου Δικαίου» από τον Πρ. Παυλόπουλο
Τι περιλαμβάνει το νέο βιβλίο
Σημείο αναφοράς στους νομικούς, ακαδημαϊκούς και πολιτικούς κύκλους αποτελεί η δεύτερη επαυξημένη έκδοση της επιστημονικής μελέτης του Πρ. Παυλόπουλου με τίτλο «Το Δημόσιο Δίκαιο στον αστερισμό της οικονομικής κρίσης» που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες. Ο καθηγητής - βουλευτής της ΝΔ λαμβάνοντας υπόψη τις ραγδαίες νομοθετικές και νομολογιακές ιδίως από πλευράς Συμβουλίου της Επικρατείας- εξελίξεις μεταξύ 2013-2014, τεκμηριώνει ακόμη περισσότερο τις θέσεις του κυρίως στα εξής σημεία:
Ι. Η βαθιά οικονομική κρίση και η συνακόλουθη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων υπονομεύει διαβρωτικά:
Α. Την έννομη τάξη, αφού μάλιστα τους κανόνες δικαίου κρατικής προέλευσης αντικαθιστούν σταδιακώς οι, δίχως καμία νομιμοποίηση, κανόνες των «Αγορών» νεοφιλελεύθερης κοπής. Έτσι όμως η, δυτικού τύπου, Δημοκρατία παρακμάζει επικινδύνως.
Β. Το κράτος δικαίου. Και τούτο αφενός λόγω της κανονιστικής ανεπάρκειας των κανόνων δικαίου που καθορίζουν την αρχή της νομιμότητας της κρατικής δράσης. Και, αφετέρου, λόγω μείωσης της ισχύος των αναγκαίων κυρωτικών μηχανισμών, σε περίπτωση παράβασης της αρχής της νομιμότητας από τα κρατικά όργανα.
Γ. Τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου. Με κορυφαίο παράδειγμα το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, η οποία μέσω ΕΕΤΗΔΕ και ΕΜΦΙΑ οδηγείται σ έμμεση δήμευση.
ΙΙ. Το Σύνταγμα αποπνέει συγκεκριμένη κοινωνικοοικονομική ιδεολογία. Ήτοι εκείνη της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς, αλλά με την κατοχύρωση και της αναγκαίας παρεμβατικής δραστηριότητας του κράτους όταν πρέπει ν αντιμετωπισθούν οι αρρυθμίες της αγοράς. Επέκεινα:
Α. Το Σύνταγμα προστατεύει τον στενό πυρήνα του κράτους (π.χ. εξαιρετικά αντιπροσωπευτική είναι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας περί του μισθολογίου των ενστόλων).
Β. Το Σύνταγμα θέτει, ακριβώς λόγω κατοχύρωσης του κρατικού παρεμβατισμού, συγκεκριμένους φραγμούς στην ανεξέλεγκτη αποκρατικοποίηση ή και ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα, των οποίων η λειτουργία έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου (π.χ. ΕΥΔΑΠ, ΔΕΗ).
Γ. Το Σύνταγμα εγγυάται ένα minimum κοινωνικού κράτους δικαίου. Αλλά και τ αντίστοιχα κοινωνικά δικαιώματα όπως επίσης και τα θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα.
ΙΙΙ. Το «δημοσιονομικό δημόσιο συμφέρον», δηλαδή το μεταμφιεσμένο σε «δημόσιο συμφέρον» ταμειακόεισπρακτικό συμφέρον του Δημοσίου, δεν μπορεί να θίγει εφεξής τον πυρήνα των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Και αν αυτό έγινε, κατ εξαίρεση, δεκτό νομολογιακώς (π.χ. απόφαση για τα «Μνημόνια» 668/2012 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας), τούτο δεν μπορεί να συνεχισθεί μετά την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος. Ήδη δε οι επιπτώσεις για τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου είναι ορατές κι επώδυνες.
IV. Όπως και το ΕΕΤΗΔΕ, ο ΕΜΦΙΑ οδηγεί σ έμμεση δήμευση της ακίνητης ιδιοκτησίας και είναι, άρα, αντισυνταγματικός. Τούτο, όπως άλλωστε έχει προειδοποιήσει το Συμβούλιο της Επικρατείας με την απόφαση της Ολομελείας του αρ. 1972/2012, οφείλεται στο ότι ο φόρος επί του κατά περίπτωση ακινήτου προσδιορίζεται, αντίθετα από τους ορισμούς του Συντάγματος, με βάση:
Α. Αντικειμενικές αξίες ακινήτων που είναι καταφανώς πολλαπλάσιες των αντίστοιχων εμπορικών.
Β. Μόνο την αντικειμενική αξία του ακινήτου. Και όχι ανάλογα με την, άμεση ή έμμεση, πρόσοδο την οποία παράγει το ακίνητο. Τούτο όμως προκαλεί τήξη του πυρήνα του δικαιώματος της ακίνητης ιδιοκτησίας.
V. Η ανάγκη είσπραξης χρημάτων από την πλευρά του Δημοσίου έχει οδηγήσει:
Α. Στην εισαγωγή στην έννομη τάξη μας ως και διατάξεων (άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3943/2011) που ποινικοποιούν τα χρέη προς το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα δίχως ν απαιτείται υπαιτιότητα του οφειλέτη. Πρόκειται για «μεσαιωνικού» τύπου διατάξεις, οι οποίες προσβάλλουν βαναύσως το νομικό μας πολιτισμό και πρέπει να καταργηθούν.
Β. Στην μεγάλη συρρίκνωση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας κατά του παρανομούντος Δημοσίου. Και τούτο διότι:
1. Η προσωρινή δικαστική προστασία έχει καταστεί ιδιαιτέρως δυσχερής.
2. Ενώ το ανακριτικό σύστημα, δηλαδή το πεδίο αυτεπάγγελτου ελέγχου της νομιμότητας της διοικητικής δράσης από την πλευρά του διοικητικού δικαστή, έχει σαφώς αποδυναμωθεί. Έτσι όμως η παρανομία των οργάνων του Δημοσίου μπορεί να διαιωνίζεται με την ανοχή του διοικητικού δικαστή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες εκ των αποφάσεων του ΣτΕ και των εξελίξεων σε επίπεδο νομολογίας , τις οποίες ο καθηγητής παρουσιάζει στο βιβλίο του, δεν έχουν ακόμη παρουσιαστεί στα επιστημονικά περιοδικά.