Φωτιές ανάβει η υπουργική απόφαση του υφυπουργού Ανάπτυξης Γεράσιμου Γιακουμάτου η οποία προβλέπει προσφορές όλο τον χρόνο για το 50% των εμπορευμάτων.

Σύμφωνα με τις προωθούμενες διατάξεις του «κώδικα δεοντολογίας για την προστασία του καταναλωτή κατά τις προσφορές, τις εκπτώσεις και τις προωθητικές ενέργειες» θα είναι υποχρεωτική η διπλή αναγραφή τιμών για τις προσφορές, θα ιδρυθεί ηλεκτρονικό μητρώο καταγγελιών για τις προσφορές, ενώ σε ό,τι αφορά στις εκπτώσεις αυτές θα εξακολουθήσουν να διενεργούνται τέσσερις φορές το χρόνο.

Η εκτίμηση του υπουργείου Ανάπτυξης είναι ότι με τις νέες διατάξεις θα υπάρξει μείωση τιμών μεγαλύτερου του 15%.

’μεση ήταν η αντίδραση του εισηγητή του ΚΤΕ Ανάπτυξης του ΠΑΣΟΚ Θάνου Μωραΐτη, ο οποίος ζήτησε την άμεση ανάκληση της απόφασης κατηγορώντας το υπουργείο Ανάπτυξης ότι «με μια μονοκοντυλιά, αποδεσμεύεται η πλήρης ασυδοσία όσων επιδιώκουν το κέρδος όχι με θεμιτούς όρους αλλά παραπλανώντας τους καταναλωτές». Απαντώντας, μάλιστα, στις εκτιμήσεις για μειώσεις τιμών ο κ. Μωραΐτης κάνει λόγο για «φτηνά τρυκ που μόνο σε υποανάπτυκτες χώρες πείθουν».

«Για άλλη μια φορά το Υπουργείο Ανάπτυξης "συζητάει" με τους φορείς για να καταλήξει σε ρυθμίσεις της αγοράς που εξυπηρετούν ελάχιστες επιχειρήσεις μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, προκαλούν βλάβη στους καταναλωτές και στο μεγάλο σύνολο των επιχειρήσεων» συνεχίζει σε υψηλούς τόνους ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ.

Όπως σημειώνει ο κ. Μωραΐτης με ανακοίνωσή του, το σχέδιο υπουργικής απόφασης που παρουσιάστηκε:

- Καταργεί κάθε έννοια προστασίας του καταναλωτή, επιτρέποντας την παραπλάνηση του από τους λιανέμπορους που θα μπορούν να δηλώνουν αλόγιστα προσφορές εκεί που δεν υπάρχουν.

- Επιτρέπει στους λιανέμπορους να προφασίζονται προσφορές 365 ημέρες το χρόνο χωρίς μάλιστα να ορίζει ποια θα είναι η αρχική τιμή στην οποία θα προκύπτει η μείωση.
- Εξαλείφει τους ορισμούς για τις έννοιες των εκπτώσεων, προσφορών, προωθητικών ενεργειών, της ρευστότητας, κάρτας πιστότητας κ.α., παρόλο που ο σαφής προσδιορισμός τους αποτελούσε πάγιο αίτημα της αγοράς και των καταναλωτών.

- Εξυπηρετεί στενά επιχειρηματικά συμφέροντα με τη διατήρηση της «κλειστής» αγοράς των καταστημάτων Stock και Outlet αδιαφορώντας στην ανάγκη της αγοράς για δυνατότητα εκποίησης μικρού μέρους των αδιάθετων αποθεμάτων (η πρόταση ήταν για το 10% του συνόλου των εμπορευμάτων).