Μια στο καρφί και μια στο πέταλο θα χτυπά η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, που θα δημοσιευτεί σήμερα, συνοδευόμενη από τα ανάλογα μηνύματα του διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα. Νομίζω πως μετά τα «καλά λόγια» και τα θετικά διεθνή δημοσιεύματα αυτών των ημερών, που αναδείχθηκαν ιδιαίτερα λόγω και του συνεδρίου της ΝΔ, μια πιο προσεκτική ανάγνωση σε αυτά που έχει να πει η Τράπεζα της Ελλάδος θα βοηθήσει ώστε να προσγειωθούμε στην πραγματικότητα. Και οι πολίτες και οι πολιτικοί. Μια πραγματικότητα που δεν είναι φυσικά τόσο αρνητική όσο θέλουν να τη χρωματίζουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά δεν είναι και αψεγάδιαστη, όπως θέλουν να την παρουσιάζουν στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Ο πήχυς είναι ψηλά, οι πολίτες αλλά και ο επιχειρηματικός κόσμος περιμένουν πολλά περισσότερα και αν δεν δρομολογηθούν άμεσα οι παρεμβάσεις σε κρίσιμους τομείς, όπου υπάρχουν «ζητηματάκια» (Δικαιοσύνη, γραφειοκρατία στο Ταμείο Ανάκαμψης, τραπεζικά δάνεια, προσέλκυση ξένων επενδύσεων, εμπορικό ισοζύγιο, έλλειψη εργατικού δυναμικού κ.λπ.), σε λίγο θα μιλάμε για «χαμένες ευκαιρίες».

Διαρκή πρωτογενή πλεονάσματα για να εξυπηρετείται ομαλά το χρέος

Παρεμπιπτόντως, ακούγοντας τον διοικητή της ΤτΕ προχθές στο συνέδριο της ΕΣΕΕ για το λιανεμπόριο, ξεχώρισα τρία «προαπαιτούμενα» ώστε να έχει ξανά η ελληνική οικονομία δικαίωμα στο όνειρο της σύγκλισης με την Ευρωζώνη. Διαρκή πρωτογενή πλεονάσματα για να εξυπηρετείται ομαλά το χρέος, συνεχείς μεταρρυθμίσεις και πολιτική σταθερότητα. Όσο εκπληρώνονται αυτές οι προϋποθέσεις, η ελληνική οικονομία θα αναπτύσσεται ταχύτερα, με μέσο ρυθμό αύξησης 2,3%-2,5% του ΑΕΠ τα επόμενα πέντε χρόνια, όταν η υπόλοιπη ΕΕ θα αγγίζει ρυθμούς ανάπτυξης 1,5% του ΑΕΠ.

Απομακρύνεται από την κεφαλαιοποίηση των 100 δισ. ευρώ το Χ.Α.

Μετά το «πατατράκ» της περασμένης εβδομάδας στο χρηματιστήριο, που όσο πάει και απομακρύνεται από την κεφαλαιοποίηση των 100 δισ. ευρώ και τις 1.400 μονάδες, η αίσθηση είναι πως -ανεξάρτητα από μικρές ή μεγαλύτερες αντιδράσεις- η αγορά της Αθήνας έχει επιλέξει να ακολουθήσει το μονοπάτι της διόρθωσης. Ρωτώντας τον φίλο μου τον Στέφανο (τον χρηματιστή) σχετικά με το πιθανό βάθος της υποχώρησης των τιμών, εντοπίζει δύο σημεία ενδιαφέροντος. Ένας πρώτος στόχος είναι οι 1.300 μονάδες και ένας δεύτερος η περιοχή των 1.200 μονάδων. Δεν θέλω να σκέφτομαι τι θα συμβεί στις αποτιμήσεις πολλών μετοχών αν η αγορά επιλέξει να κινηθεί με το δεύτερο σενάριο που ισοδυναμεί με απώλειες 10%- 13% από τα τρέχοντα επίπεδα… Παρότι η εικόνα των αποτελεσμάτων του 2023 που ανακοινώνουν αυτές τις ημέρες οι εισηγμένες επιχειρήσεις αποτυπώνει το παρελθόν, ενώ οι επενδυτές πρέπει να έχουν τα μάτια και τα αυτιά τους στο μέλλον, δεν παύει να είναι εντυπωσιακή, δείχνοντας ότι τουλάχιστον οι μεγάλοι όμιλοι της χώρας έχουν γενναίο μερίδιο στο μέρισμα της ανάπτυξης.

Εεκόρ στην κερδοφορία

Από τα στοιχεία του αναλυτή Μάνου Χατζηδάκη προκύπτει ότι στους 52 ισολογισμούς που έχουν ανακοινωθεί ο κύκλος εργασιών εμφανίζει αύξηση 5,3%, τα λειτουργικά κέρδη είναι μειωμένα κατά 2,6% και η καθαρή κερδοφορία παρουσιάζει μείωση 0,6%, προσεγγίζοντας τα 9,02 δισ. ευρώ. Η προσθήκη των μεγεθών της ΔΕΗ, που ανακοινώνει αύριο τα δικά της αποτελέσματα, καθώς και της Jumbo (17/4), αναμένεται να δώσουν τα απαραίτητα «καύσιμα» για την καταγραφή ενός νέου ρεκόρ στην κερδοφορία, υπερβαίνοντας τις επιδόσεις του 2022 (10,4 δισ. ευρώ), με αρκετές πιθανότητες να επιτύχουν την υψηλότερη κερδοφορία της τελευταίας 15ετίας, από το 2007, όταν τα κέρδη είχαν διαμορφωθεί στα 11,3 δισ. ευρώ. Παράλληλα, τα μερίσματα που πιθανόν θα ξεπεράσουν τα 4 δισ. ευρώ διαμορφώνουν πολύ ελκυστικές αποδόσεις με ορίζοντα λίγων μηνών. Ήδη η μέση μερισματική απόδοση των μετοχών του FTSE-25 προσεγγίζει το 5%, πρωτοφανής για τα δεδομένα της ελληνικής αγοράς. Τα ανωτέρω αποτελούν ένα θεμελιώδες δίχτυ ασφαλείας και θα λειτουργήσουν ανασταλτικά στις έξωθεν πιέσεις, μετριάζοντας σημαντικά το δυνητικό καθοδικό περιθώριο.