Άρης Σπηλιωτόπουλος: Ένα πρώην "γαλάζιο" Golden Boy στην αυλή του Στέφανου Κασσελάκη
Πολιτική... μετατόπιση
Ο Άρης Σπηλιωτόπουλος, από "παιδί" του Καραμανλή και αιώνιο πολιτικό ταλέντο, θαυμαστής του Τσίπρα και... μετακλητός του Κασσελάκη
Εμφανίστηκε στην πολιτική ζωή της χώρας και τη «γαλάζια» καθημερινότητα ως ανερχόμενος αστέρας στο πλευρό του διαχρονικά δημοφιλέστερου αρχηγού της Ν.Δ. Εκείνη, μάλιστα, την περίοδο οι μύθοι που πλάθονταν γύρω από το σύστημα του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και μετέπειτα πρωθυπουργού, Κώστα Καραμανλή, τον ήθελαν ως το πρόσωπο με τη μεγαλύτερη επιρροή στον ίδιο, γεγονός που, όπως είναι φυσικό, προκαλούσε αλυσιδωτές αντιδράσεις και ουκ ολίγες εσωκομματικές ίντριγκες και δολοπλοκίες.
*Διαβάστε εδώ: Μεϊμαράκης: "Τρολάρει" τη μετακίνηση Σπηλιωτόπουλου στον ΣΥΡΙΖΑ - "Με πήρε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν τηλέφωνο και μου είπε 'έχετε τέτοιες μετακινήσεις;'"
Ο λόγος, φυσικά, για το νέο «δεξί χέρι» του Στέφανου Κασσελάκη, Άρη Σπηλιωτόπουλο, ο οποίος περνά «έφιππος» το κατώφλι της Κουμουνδούρου, ως ο σύμβουλος επικοινωνίας του ΣΥΡΙΖΑ και απόλυτο σύμβολο της στροφής που πραγματοποιεί ο διάδοχος του Αλέξη Τσίπρα σε ό,τι αφορά τη φυσιογνωμία του πάλαι ποτέ ριζοσπαστικού αριστερού φορέα.
Για την ακρίβεια, ο Πατρινός χαρακτηρίζεται από φίλους και εχθρούς ως ο... Αντώναρος του Κασσελάκη, καθώς, μετά τον άλλοτε κυβερνητικό εκπρόσωπο, είναι το δεύτερο στέλεχος που, ενώ είχε συνδεθεί άρρηκτα με την επικοινωνία του Κώστα Καραμανλή, βρέθηκε στις επάλξεις του ΣΥΡΙΖΑ, αφού βεβαίως πρώτα είχε μεσολαβήσει το κόψιμο του ομφάλιου λώρου που τον έδενε με το κυβερνών κόμμα.
Κι αν ο βίος και η πολιτεία του Άρη Σπηλιωτόπουλου κάθε άλλο παρά συνάδουν με τις παραδόσεις και τις αξίες της Αριστεράς, στον αντίποδα, φαίνεται πως ταιριάζουν γάντι με το προφίλ του νέου επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τον τρόπο με τον οποίο επιλέγει να διαχειριστεί τη δημόσια εικόνα του.
Βλέπετε, πολύ περισσότερο από την πολιτική σταδιοδρομία του, το πάλαι ποτέ alter ego του Κώστα Καραμανλή έμεινε στις μνήμες των πολιτών για το ξεχωριστό lifystyle του, τις βραδιές στα μπουζούκια συνοδεία αιθέριων υπάρξεων, τις φωτογραφήσεις με μπουρνούζι και φόντο κάποιο ξύλινο ιστιοπλοϊκό, που παρέπεμπαν σε Σάκη Ρουβά, αλλά και τα δημοσιεύματα για την αδυναμία του στην υψηλή αισθητική και τις εκλεπτυσμένες επιλογές, όπως εκείνες που αφορούσαν τη διακόσμηση του γραφείου του στο υπουργείο Παιδείας, καθώς και την πρόσληψη μάγειρα για την ικανοποίηση των γαστρονομικών προτιμήσεων του ίδιου και των καλεσμένων του.
Στα σχετικά highlights δεν θα μπορούσε να αμελήσει κανείς τις βόλτες στα trendy στέκια του Κολωνακίου, τις διακοπές στη Μύκονο, τις χειμερινές αποδράσεις στην Αράχωβα, αλλά και πολλές άλλες χαρακτηριστικές στιγμές, όπως την επίσκεψη στη Γαύδο με ελικόπτερο.
Όπως, μάλιστα, υποστηρίζουν άνθρωποι που γνωρίζουν τα παρασκήνια εκείνης της περιόδου, ίσως αυτή η έμφυτη ροπή στην καλή ζωή να τον εμπόδισε να αντιληφθεί εγκαίρως τη βίαιη αλλαγή που συντελείτο στην ελληνική κοινωνία από την περίοδο των παχέων αγελάδων σε εκείνη των μνημονίων. «Αυτό το στοιχείο συνετέλεσε στο να παραμείνει ένα πολιτικό ταλέντο με προοπτική, που τελικώς δεν εξελίχθηκε ποτέ. Από την άλλη, αυτή η lifestyle προσέγγιση της πολιτικής πιθανότατα τους ένωσε με τον Κασσελάκη», λένε οι εν λόγω κύκλοι. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά.
Αν και Αχαιός, ο Άρης Σπηλιωτόπουλος υπήρξε κανονικά γέννημα-θρέμμα ΟΝΝΕΔίτης, εισερχόμενος στις τάξεις της «γαλάζιας» Νεολαίας από τα μαθητικά του χρόνια, με τη ΜΑΚΙ. Η πρώτη του επαφή με τη «γαλάζια» επικοινωνία είχε γίνει το 1992, επί προεδρίας Εβερτ, όταν, με μέντορα τον Γιάννη Λούλη, είχε βρεθεί στη Γραμματεία Πολιτικού Σχεδιασμού, Επικοινωνίας και Ιδεολογίας της Ν.Δ. Μετά την εκλογή του Κώστα Καραμανλή στην προεδρία της Νέας Δημοκρατίας, ανέλαβε το πόστο του εκπροσώπου του κόμματος σε ηλικία 33 ετών, μια κίνηση που θεωρείτο τότε το λιγότερο... επαναστατική για μια παράταξη όπου οι βαρονίες και τα μεγάλα πολιτικά τζάκια είχαν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στα εσωτερικά της. Δεν είναι τυχαίο ότι η επιλογή αυτή έγινε εξαρχής δεκτή με προβληματισμό και ενστάσεις, όχι μόνο από τα μεγάλα κεφάλια του καραμανλισμού, τα οποία έστρωσαν το χαλί της αρχηγίας στον «ανιψιό του Εθνάρχη», το 1997, αλλά και από το σύνολο των τότε κορυφαίων στελεχών.
Πολύ γρήγορα, χάρη στη δύναμη της νεανικής εικόνας του και την ανακλαστική συμπάθεια που προκαλούσε στο πλαίσιο των τηλεοπτικών του εμφανίσεων, κατέστη ισχυρός παίκτης στο πολιτικό σκηνικό. Ωστόσο, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, και δη στο νεοδημοκρατικό περιβάλλον εκείνης της εποχής, με τις ισχυρές «γαλάζιες» φατρίες και τις συγκρούσεις των σημαντικών προσωπικοτήτων που απάρτιζαν για χρόνια τον ηγετικό πυρήνα της Ν.Δ. (πριν από την αδιαμφισβήτητη και ολοκληρωτική επικράτηση του προσώπου του Κώστα Καραμανλή σε όλα τα επίπεδα της εσωκομματικής πυραμίδας) να έχουν αφήσει ανοικτές πληγές στο κόμμα, δημιουργήθηκαν αντίρροπες δυνάμεις. Ο Σπηλιωτόπουλος, εκτός από next big thing και... μαγνήτης για τα ΜΜΕ, έγινε, κατά συνέπεια, κι ένας υπολογίσιμος αντίπαλος για τους εντός τειχών ανταγωνιστές του, με ό,τι αυτό σήμαινε για τη διελκυστίνδα μεταξύ του ιδίου και των υπόλοιπων «προβεβλημένων» κομματικών παραγόντων. Το μέτωπο αυτό μεγάλωνε ακόμα περισσότερο από τη στιγμή που ο Αρης Σπηλιωτόπουλος αύξανε την επιρροή του ακόμα και σε επίπεδο κομματικής οργάνωσης, έχοντας αποκτήσει, μάλιστα, κάποια στιγμή και τη δική του ομάδα μέσα στην ΟΝΝΕΔ.
Για την ιστορία, «ομαδάρχης» του συγκεκριμένου πυρήνα ήταν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ο τότε νεολαίος και, πρόσφατα, πρώην υφυπουργός Μεταφορών και Υποδομών Γιώργος Καραγιάννης.
Το κομβικό σημείο για το τέλος της... βασιλείας του Άρη Σπηλιωτόπουλου στο σύστημα Καραμανλή ήταν η οριακή ήττα στις εθνικές κάλπες του 2000 και ενώ η προσωπική κριτική που δεχόταν είχε καταστεί πιο έντονη από ποτέ, σε σημείο, μάλιστα, που πολλές φορές υπερέβαινε τα εσκαμμένα.
Ενδεικτικό παράδειγμα, η ατάκα περί Σαλώμης του Γιώργου Καρατζαφέρη, που στάθηκε αφορμή για την έξοδο του τότε βουλευτή από τη Ν.Δ. Όμως, και ο Άρης Σπηλιωτόπουλος δεν παρέμεινε για ακόμα μία τετραετία στο πόστο του, αφού αντικαταστάθηκε τότε µε συνοπτικές διαδικασίες από τον Θοδωρή Ρουσόπουλο. Εκτοτε εξαφανίστηκε για σχεδόν µία διετία από τα πολιτικά δρώµενα, για να δηλώσει εκ νέου «παρών» στο µεσοδιάστηµα µεταξύ των εκλογικών αναµετρήσεων του 2000 και του 2004.
Στις κάλπες εκείνης της χρονιάς εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής στη Β’ Αθήνας, µε τη Ν.∆. να κερδίζει θριαµβευτικά τη µάχη. Το γεγονός ότι δεν εξασφάλισε κάποιο χαρτοφυλάκιο, παρά την πολιτική δυναµική που κατέγραψε, αποτέλεσε έκπληξη για πολλούς, όχι όµως για τους καλά γνωρίζοντες τις ισορροπίες στο τότε αρχηγικό σύστηµα της Ρηγίλλης, οι οποίοι ήξεραν από πρώτο χέρι ότι οι σχέσεις του µε τον Κώστα Καραµανλή κάθε άλλο παρά αγαστές ήταν εκείνο το διάστηµα. Ισως οι φιλοδοξίες, τις οποίες κάθε άλλο παρά έµπαινε σε διαδικασία να κρύψει, έπαιξαν τον ρόλο τους στην εξέλιξη αυτή.
Το πρώτο χαρτοφυλάκιο που ήρθε στα χέρια του αποφοίτου του Πολιτικού και Οικονοµικού Πανεπιστηµίου Αθηνών (µε µεταπτυχιακά στο Σίτι του Λονδίνου) ήταν αυτό της Παιδείας, µετά τη νικηφόρα για τη Ν.∆. αναµέτρηση του 2007, από το οποίο αποχώρησε εν µέσω αρνητικών δηµοσιευµάτων για τα έργα και τις ηµέρες του, το 2009, όταν και για το τελευταίο εννεάµηνο της πρωθυπουργίας Καραµανλή βρέθηκε επικεφαλής στο νεοσύστατο υπουργείο Τουρισµού.
Ακολούθως, µετά την εµφατική ήττα Καραµανλή στις εκλογές του Οκτωβρίου του ίδιου έτους στήριξε στην εσωκοµµατική µάχη για τη διαδοχή του πρώην πρωθυπουργού την Ντόρα Μπακογιάννη, έναντι του Αντώνη Σαµαρά. Μάλιστα, η θέση που ο ίδιος θα λάµβανε στην εσωκοµµατική διαδικασία συνιστούσε τότε ένα από τα πλέον σηµαντικά θέµατα συζήτησης. Προφανώς αυτός ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους δεν αξιοποιήθηκε ποτέ στη διετία της διακυβέρνησης Σαµαρά. Το επόµενο µεγάλο προσωπικό του ραντεβού, έπειτα από ακόµα µία εκλογή που εξασφάλισε στη Βουλή το 2012, ήταν στις δηµοτικές εκλογές του 2014, όταν, πέραν του Γιώργου Καµίνη, είχε να αντιµετωπίσει και την «αντάρτικη» υποψηφιότητα (µιας και ο Πατρινός είχε πάρει το επίσηµο χρίσµα) του Νικήτα Κακλαµάνη.
Τελικώς, ήρθε 3ος στον πρώτο γύρο, µε τη Ν.∆. να µην έχει υποψήφιο σε δεύτερη Κυριακή για τη δηµαρχία της πρωτεύουσας για πρώτη φορά στην ιστορία της.
Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, είχαµε να ακούσουµε νέα του για αρκετά χρόνια, µέχρι το 2019, όταν, µιµούµενος τον Ευάγγελο Αντώναρο, τον Νίκο Καραχάλιο και άλλα παλαιά στελέχη του καραµανλικού πυρήνα που δεν προσαρµόστηκαν ποτέ στα νέα δεδοµένα που προέκυψαν στο εσωτερικό της µεγάλης κεντροδεξιάς παράταξης στα χρόνια που ακολούθησαν, τοποθέτησε εαυτόν στους όψιµους θαυµαστές του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα. Ωστόσο, το πεπρωµένο του για την πλήρη πολιτική του µετατόπιση άκουγε στο όνοµα του γείτονά του στο Κολωνάκι Στ. Κασσελάκη, µε τον οποίο θα συµπορευτούν στην προσπάθεια ανάκαµψης της αξιωµατικής αντιπολίτευσης µέσω µιας πρότασης λιγότερο πολιτικής και περισσότερο lifestyle, η οποία, πάντως, έχει προφανή στόχο την πλήρη µετάλλαξη του σχηµατισµού που ο Στ. Κασσελάκης κληρονόµησε το περασµένο φθινόπωρο. Μένει να φανεί πώς θα υποδεχθούν, αλλά κι αν θα δεχθούν σε βάθος χρόνου τον Αρη σε ρόλο-κλειδί στο ρετιρέ του κόµµατος όλοι εκείνοι οι ΣΥΡΙΖΑίοι που κατά καιρούς εξαπέλυαν µύδρους παντός είδους εναντίον του...
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 3/05/2024
*Διαβάστε εδώ: Μεϊμαράκης: "Τρολάρει" τη μετακίνηση Σπηλιωτόπουλου στον ΣΥΡΙΖΑ - "Με πήρε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν τηλέφωνο και μου είπε 'έχετε τέτοιες μετακινήσεις;'"
Ο λόγος, φυσικά, για το νέο «δεξί χέρι» του Στέφανου Κασσελάκη, Άρη Σπηλιωτόπουλο, ο οποίος περνά «έφιππος» το κατώφλι της Κουμουνδούρου, ως ο σύμβουλος επικοινωνίας του ΣΥΡΙΖΑ και απόλυτο σύμβολο της στροφής που πραγματοποιεί ο διάδοχος του Αλέξη Τσίπρα σε ό,τι αφορά τη φυσιογνωμία του πάλαι ποτέ ριζοσπαστικού αριστερού φορέα.
Για την ακρίβεια, ο Πατρινός χαρακτηρίζεται από φίλους και εχθρούς ως ο... Αντώναρος του Κασσελάκη, καθώς, μετά τον άλλοτε κυβερνητικό εκπρόσωπο, είναι το δεύτερο στέλεχος που, ενώ είχε συνδεθεί άρρηκτα με την επικοινωνία του Κώστα Καραμανλή, βρέθηκε στις επάλξεις του ΣΥΡΙΖΑ, αφού βεβαίως πρώτα είχε μεσολαβήσει το κόψιμο του ομφάλιου λώρου που τον έδενε με το κυβερνών κόμμα.
Η διαδρομή από την ΟΝΝΕΔ, τα μπουζούκια, οι φωτογραφήσεις, τα εκλεπτυσμένα γούστα και οι σταθμοί μέχρι την πολιτική… μετατόπιση
Του ταιριάζει
Κι αν ο βίος και η πολιτεία του Άρη Σπηλιωτόπουλου κάθε άλλο παρά συνάδουν με τις παραδόσεις και τις αξίες της Αριστεράς, στον αντίποδα, φαίνεται πως ταιριάζουν γάντι με το προφίλ του νέου επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τον τρόπο με τον οποίο επιλέγει να διαχειριστεί τη δημόσια εικόνα του. Βλέπετε, πολύ περισσότερο από την πολιτική σταδιοδρομία του, το πάλαι ποτέ alter ego του Κώστα Καραμανλή έμεινε στις μνήμες των πολιτών για το ξεχωριστό lifystyle του, τις βραδιές στα μπουζούκια συνοδεία αιθέριων υπάρξεων, τις φωτογραφήσεις με μπουρνούζι και φόντο κάποιο ξύλινο ιστιοπλοϊκό, που παρέπεμπαν σε Σάκη Ρουβά, αλλά και τα δημοσιεύματα για την αδυναμία του στην υψηλή αισθητική και τις εκλεπτυσμένες επιλογές, όπως εκείνες που αφορούσαν τη διακόσμηση του γραφείου του στο υπουργείο Παιδείας, καθώς και την πρόσληψη μάγειρα για την ικανοποίηση των γαστρονομικών προτιμήσεων του ίδιου και των καλεσμένων του.
Στα σχετικά highlights δεν θα μπορούσε να αμελήσει κανείς τις βόλτες στα trendy στέκια του Κολωνακίου, τις διακοπές στη Μύκονο, τις χειμερινές αποδράσεις στην Αράχωβα, αλλά και πολλές άλλες χαρακτηριστικές στιγμές, όπως την επίσκεψη στη Γαύδο με ελικόπτερο.
Όπως, μάλιστα, υποστηρίζουν άνθρωποι που γνωρίζουν τα παρασκήνια εκείνης της περιόδου, ίσως αυτή η έμφυτη ροπή στην καλή ζωή να τον εμπόδισε να αντιληφθεί εγκαίρως τη βίαιη αλλαγή που συντελείτο στην ελληνική κοινωνία από την περίοδο των παχέων αγελάδων σε εκείνη των μνημονίων. «Αυτό το στοιχείο συνετέλεσε στο να παραμείνει ένα πολιτικό ταλέντο με προοπτική, που τελικώς δεν εξελίχθηκε ποτέ. Από την άλλη, αυτή η lifestyle προσέγγιση της πολιτικής πιθανότατα τους ένωσε με τον Κασσελάκη», λένε οι εν λόγω κύκλοι. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά.
Αν και Αχαιός, ο Άρης Σπηλιωτόπουλος υπήρξε κανονικά γέννημα-θρέμμα ΟΝΝΕΔίτης, εισερχόμενος στις τάξεις της «γαλάζιας» Νεολαίας από τα μαθητικά του χρόνια, με τη ΜΑΚΙ. Η πρώτη του επαφή με τη «γαλάζια» επικοινωνία είχε γίνει το 1992, επί προεδρίας Εβερτ, όταν, με μέντορα τον Γιάννη Λούλη, είχε βρεθεί στη Γραμματεία Πολιτικού Σχεδιασμού, Επικοινωνίας και Ιδεολογίας της Ν.Δ. Μετά την εκλογή του Κώστα Καραμανλή στην προεδρία της Νέας Δημοκρατίας, ανέλαβε το πόστο του εκπροσώπου του κόμματος σε ηλικία 33 ετών, μια κίνηση που θεωρείτο τότε το λιγότερο... επαναστατική για μια παράταξη όπου οι βαρονίες και τα μεγάλα πολιτικά τζάκια είχαν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στα εσωτερικά της. Δεν είναι τυχαίο ότι η επιλογή αυτή έγινε εξαρχής δεκτή με προβληματισμό και ενστάσεις, όχι μόνο από τα μεγάλα κεφάλια του καραμανλισμού, τα οποία έστρωσαν το χαλί της αρχηγίας στον «ανιψιό του Εθνάρχη», το 1997, αλλά και από το σύνολο των τότε κορυφαίων στελεχών.
Πολύ γρήγορα, χάρη στη δύναμη της νεανικής εικόνας του και την ανακλαστική συμπάθεια που προκαλούσε στο πλαίσιο των τηλεοπτικών του εμφανίσεων, κατέστη ισχυρός παίκτης στο πολιτικό σκηνικό. Ωστόσο, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, και δη στο νεοδημοκρατικό περιβάλλον εκείνης της εποχής, με τις ισχυρές «γαλάζιες» φατρίες και τις συγκρούσεις των σημαντικών προσωπικοτήτων που απάρτιζαν για χρόνια τον ηγετικό πυρήνα της Ν.Δ. (πριν από την αδιαμφισβήτητη και ολοκληρωτική επικράτηση του προσώπου του Κώστα Καραμανλή σε όλα τα επίπεδα της εσωκομματικής πυραμίδας) να έχουν αφήσει ανοικτές πληγές στο κόμμα, δημιουργήθηκαν αντίρροπες δυνάμεις. Ο Σπηλιωτόπουλος, εκτός από next big thing και... μαγνήτης για τα ΜΜΕ, έγινε, κατά συνέπεια, κι ένας υπολογίσιμος αντίπαλος για τους εντός τειχών ανταγωνιστές του, με ό,τι αυτό σήμαινε για τη διελκυστίνδα μεταξύ του ιδίου και των υπόλοιπων «προβεβλημένων» κομματικών παραγόντων. Το μέτωπο αυτό μεγάλωνε ακόμα περισσότερο από τη στιγμή που ο Αρης Σπηλιωτόπουλος αύξανε την επιρροή του ακόμα και σε επίπεδο κομματικής οργάνωσης, έχοντας αποκτήσει, μάλιστα, κάποια στιγμή και τη δική του ομάδα μέσα στην ΟΝΝΕΔ.
Για την ιστορία, «ομαδάρχης» του συγκεκριμένου πυρήνα ήταν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ο τότε νεολαίος και, πρόσφατα, πρώην υφυπουργός Μεταφορών και Υποδομών Γιώργος Καραγιάννης.
Το τέλος
Το κομβικό σημείο για το τέλος της... βασιλείας του Άρη Σπηλιωτόπουλου στο σύστημα Καραμανλή ήταν η οριακή ήττα στις εθνικές κάλπες του 2000 και ενώ η προσωπική κριτική που δεχόταν είχε καταστεί πιο έντονη από ποτέ, σε σημείο, μάλιστα, που πολλές φορές υπερέβαινε τα εσκαμμένα. Ενδεικτικό παράδειγμα, η ατάκα περί Σαλώμης του Γιώργου Καρατζαφέρη, που στάθηκε αφορμή για την έξοδο του τότε βουλευτή από τη Ν.Δ. Όμως, και ο Άρης Σπηλιωτόπουλος δεν παρέμεινε για ακόμα μία τετραετία στο πόστο του, αφού αντικαταστάθηκε τότε µε συνοπτικές διαδικασίες από τον Θοδωρή Ρουσόπουλο. Εκτοτε εξαφανίστηκε για σχεδόν µία διετία από τα πολιτικά δρώµενα, για να δηλώσει εκ νέου «παρών» στο µεσοδιάστηµα µεταξύ των εκλογικών αναµετρήσεων του 2000 και του 2004.
Στις κάλπες εκείνης της χρονιάς εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής στη Β’ Αθήνας, µε τη Ν.∆. να κερδίζει θριαµβευτικά τη µάχη. Το γεγονός ότι δεν εξασφάλισε κάποιο χαρτοφυλάκιο, παρά την πολιτική δυναµική που κατέγραψε, αποτέλεσε έκπληξη για πολλούς, όχι όµως για τους καλά γνωρίζοντες τις ισορροπίες στο τότε αρχηγικό σύστηµα της Ρηγίλλης, οι οποίοι ήξεραν από πρώτο χέρι ότι οι σχέσεις του µε τον Κώστα Καραµανλή κάθε άλλο παρά αγαστές ήταν εκείνο το διάστηµα. Ισως οι φιλοδοξίες, τις οποίες κάθε άλλο παρά έµπαινε σε διαδικασία να κρύψει, έπαιξαν τον ρόλο τους στην εξέλιξη αυτή.
Δημοσιεύματα
Το πρώτο χαρτοφυλάκιο που ήρθε στα χέρια του αποφοίτου του Πολιτικού και Οικονοµικού Πανεπιστηµίου Αθηνών (µε µεταπτυχιακά στο Σίτι του Λονδίνου) ήταν αυτό της Παιδείας, µετά τη νικηφόρα για τη Ν.∆. αναµέτρηση του 2007, από το οποίο αποχώρησε εν µέσω αρνητικών δηµοσιευµάτων για τα έργα και τις ηµέρες του, το 2009, όταν και για το τελευταίο εννεάµηνο της πρωθυπουργίας Καραµανλή βρέθηκε επικεφαλής στο νεοσύστατο υπουργείο Τουρισµού. Ακολούθως, µετά την εµφατική ήττα Καραµανλή στις εκλογές του Οκτωβρίου του ίδιου έτους στήριξε στην εσωκοµµατική µάχη για τη διαδοχή του πρώην πρωθυπουργού την Ντόρα Μπακογιάννη, έναντι του Αντώνη Σαµαρά. Μάλιστα, η θέση που ο ίδιος θα λάµβανε στην εσωκοµµατική διαδικασία συνιστούσε τότε ένα από τα πλέον σηµαντικά θέµατα συζήτησης. Προφανώς αυτός ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους δεν αξιοποιήθηκε ποτέ στη διετία της διακυβέρνησης Σαµαρά. Το επόµενο µεγάλο προσωπικό του ραντεβού, έπειτα από ακόµα µία εκλογή που εξασφάλισε στη Βουλή το 2012, ήταν στις δηµοτικές εκλογές του 2014, όταν, πέραν του Γιώργου Καµίνη, είχε να αντιµετωπίσει και την «αντάρτικη» υποψηφιότητα (µιας και ο Πατρινός είχε πάρει το επίσηµο χρίσµα) του Νικήτα Κακλαµάνη.
Τελικώς, ήρθε 3ος στον πρώτο γύρο, µε τη Ν.∆. να µην έχει υποψήφιο σε δεύτερη Κυριακή για τη δηµαρχία της πρωτεύουσας για πρώτη φορά στην ιστορία της.
Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, είχαµε να ακούσουµε νέα του για αρκετά χρόνια, µέχρι το 2019, όταν, µιµούµενος τον Ευάγγελο Αντώναρο, τον Νίκο Καραχάλιο και άλλα παλαιά στελέχη του καραµανλικού πυρήνα που δεν προσαρµόστηκαν ποτέ στα νέα δεδοµένα που προέκυψαν στο εσωτερικό της µεγάλης κεντροδεξιάς παράταξης στα χρόνια που ακολούθησαν, τοποθέτησε εαυτόν στους όψιµους θαυµαστές του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα. Ωστόσο, το πεπρωµένο του για την πλήρη πολιτική του µετατόπιση άκουγε στο όνοµα του γείτονά του στο Κολωνάκι Στ. Κασσελάκη, µε τον οποίο θα συµπορευτούν στην προσπάθεια ανάκαµψης της αξιωµατικής αντιπολίτευσης µέσω µιας πρότασης λιγότερο πολιτικής και περισσότερο lifestyle, η οποία, πάντως, έχει προφανή στόχο την πλήρη µετάλλαξη του σχηµατισµού που ο Στ. Κασσελάκης κληρονόµησε το περασµένο φθινόπωρο. Μένει να φανεί πώς θα υποδεχθούν, αλλά κι αν θα δεχθούν σε βάθος χρόνου τον Αρη σε ρόλο-κλειδί στο ρετιρέ του κόµµατος όλοι εκείνοι οι ΣΥΡΙΖΑίοι που κατά καιρούς εξαπέλυαν µύδρους παντός είδους εναντίον του...
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 3/05/2024