Του Νίκου Σίμου-Εφημερίδα Παραπολιτικά


Μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας να διασφάλισε μια ικανή κοινοβουλευτική στήριξη με τη συνεργασία του με τους Ανεξάρτητους Ελληνες. Μπορεί να πήρε μια σημαντική ανάσα με τη συμφωνία κατ’ αρχάς στο Eurogroup και την αποδοχή των προτάσεων για τις μεταρρυθμίσεις. Και μπορεί η κοινωνία να επιδοκίμασε σε πρώτη φάση τον τρόπο που λειτούργησε η κυβέρνηση, από διαπραγματευτικής σκοπιάς. Μπορεί ακόμη η κοινωνία αυτή να κάνει λίγο τα στραβά μάτια για το αν κάποιες από τις προτάσεις ταυτίζονται και με ό,τι είχε συμφωνήσει και η προηγούμενη κυβέρνηση.
Ομως τα δύσκολα αρχίζουν από το τετράμηνο και μετά, το οποίο είναι μεν μια γέφυρα, όπως απαιτούσε η κυβέρνηση, όμως μετά την παρέλευση του χρονικού αυτού ορίου θα δούμε πού οδηγεί αυτή η γέφυρα.

ΙΣΧΥΡΟ ΧΑΡΤΙ

Πρώτον, ο Αλέξης Τσίπρας έχει να αντιμετωπίσει την εσωκομματική αντιπολίτευση. Και όσο ισχυρός και αν είναι, διότι αυτός αποτελεί πλέον το δυνατό χαρτί του ΣΥΡΙΖΑ, οι αντιρρήσεις που προβάλλονται στο εσωτερικό του κόμματος μπορεί αυτόν μεν να μην τον κλονίσουν, διότι οι αριστερές πλατφόρμες και τα ρεύματα είναι αδύναμα, όμως δημιουργούν μία άλλη συνέπεια. Προβληματίζουν τον κόσμο που ακούει αυτές τις φωνές, διότι πιστεύει, έτσι, ότι είναι πιθανόν να γυρίσουμε στο παρελθόν, αφού αυτό λένε ουσιαστικώς οι συνοδοιπόροι του Αλέξη Τσίπρα. Πέραν δε αυτού, υπάρχουν και στελέχη των οποίων η ιδιότητα και το παρελθόν αυξάνουν την προθυμία των πολιτών να τείνουν ευήκοον ους σε ό,τι λένε.
Οι τελευταίες μετρήσεις, πάντως, δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών στηρίζει τον Αλ. Τσίπρα. Στην κατεύθυνση αυτή, ο πρωθυπουργός συγκάλεσε χθες εκτάκτως το κυβερνητικό συμβούλιο, όπου, αφού εξέφρασε την ικανοποίησή του για τη συμφωνία, έθεσε επί τάπητος το κυβερνητικό έργο και άνοιξε θέμα για μια σειρά σημαντικών μέτρων, που θα ισχύσουν άμεσα και θα αφορούν την προστασία της πρώτης κατοικίας και την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Στόχος του κ. Τσίπρα είναι να δείξει ότι η συμφωνία δεν έχει μόνο γκρίζες γραμμές, όπως υποστηρίζουν ορισμένα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά και θετικά μέτρα, που πατούν πάνω στις εξαγγελίες της κυβέρνησης. Σύμφωνα με πληροφορίες, σε ό,τι αφορά το αν θα έρθει η δανειακή σύμβαση στη Βουλή, το Μέγαρο Μαξίμου προσανατολίζεται στο να φέρει προς ψήφιση τα σχετικά νομοσχέδια και όχι την παράταση.
Δεύτερον, μπορεί ο κ. Τσίπρας να έχει στήριξη της κοινωνίας, σημαντικό πρόβλημα όμως είναι τα ταμεία. Εκπρόσωποι των φορολογικών Αρχών ανέφεραν στα «Π» ότι μπορούμε να πορευθούμε μέχρι τον Μάρτιο με το αποθεματικό και μετά θα πρέπει να αρκεστούμε σε όσα κατορθώσουν να μαζέψουν οι ΔΟΥ και το ΣΔΟΕ. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι θα υπάρχει κενό εσόδων όσον αφορά στις υποχρεώσεις στο εσωτερικό και προς τους δανειστές που θα υποχρεώνουν σε δανεισμό από τους εταίρους, οι οποίοι είναι φυσικό να θέσουν τους δικούς τους όρους.
Και ενώ υπολείπονται τα έσοδα και οι υποχρεώσεις τρέχουν, λεφτά και μάλιστα υπό προϋποθέσεις θα λάβουμε περί τα τέλη Ιουνίου. Αυτά θα αποτελούν την εκταμίευση της υπολειπόμενης δόσης από το τρέχον πρόγραμμα, καθώς και τα χρήματα που αντιστοιχούν στην Ελλάδα από τα κέρδη της ΕΚΤ.
Τρίτον, το χρονοδιάγραμμα που περιέγραψε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στη γερμανική Βουλή απεικονίζει την πραγματικότητα. Ετσι, καθ’ όλη τη διάρκεια του τετραμήνου, οι «θεσμοί», όπως αποκαλεί τους δανειστές η ελληνική κυβέρνηση, θα κάνουν έλεγχο της καταλληλότητας των μέτρων που προτείνει η κυβέρνηση και αν είναι συμβατά με τη δανειακή σύμβαση, έτσι όπως θέλει να αποκαλεί τις υποχρεώσεις προς τους δανειστές ο κ. Γιάνης Βαρουφάκης. Θα ελέγξει ακόμη αν αυτά για τα οποία δεσμεύτηκε να κάνει η κυβέρνηση Τσίπρα δεν επιβαρύνουν τον Προϋπολογισμό, αλλά και αν έχουν νομική κατοχύρωση.
Ολα αυτά συνθέτουν ασφαλώς έναν ασφυκτικό κλοιό για την κυβέρνηση, από τον οποίον μόνο με πολιτικές ενέργειες, ειδικώς στο εσωτερικό, όπου απευθύνεται, μπορεί να απεγκλωβιστεί. Την πραγματικότητα αυτή τη γνωρίζει ο Αλέξης Τσίπρας και γι’ αυτό μαζί με το επιτελείο του παρακολουθεί τα σενάρια πολιτικών ενεργειών που εξυφαίνονται, τα οποία θα μεταβάλουν το σημερινό πολιτικό σκηνικό. Γνωρίζει επίσης ότι, όσο και αν έχει εξασφαλίσει την κοινοβουλευτική στήριξη από τους ΑΝ.ΕΛ., η συνεργασία αυτή έχει ιδιαιτερότητες, και όχι μόνο λόγω της ιδεολογικής απόστασης που χωρίζει τα δύο κόμματα και που είναι βέβαιο ότι θα εκδηλωθεί ως αντίθεση σε συγκεκριμένα ζητήματα της κυβερνητικής πολιτικής. Ηδη βουλευτής των ΑΝ.ΕΛ. δήλωσε ότι δεν πρόκειται να ψηφίσει νομοσχέδιο για τις ιδιωτικοποιήσεις.
Επιπλέον, ο κ. Τσίπρας διαβλέπει πως ορισμένοι κύκλοι, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, θέλουν να οδηγήσουν την κυβέρνηση σε κατάσταση πολιτικής κηδεμονίας. Στο Μέγαρο Μαξίμου, μάλιστα, αρκετοί εκτιμούν ότι οι δανειστές θα επιχειρήσουν να στριμώξουν την κυβέρνηση, για να υπάρξει κάποιο «ατύχημα», το οποίο δεν θα αφορά τις τράπεζες ή τα ΑΤΜ, αλλά μια ενδεχόμενη προσωρινή δυσκολία στην καταβολή μισθών και συντάξεων του Δημοσίου. Ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του μελετούν όλα τα σενάρια, προκειμένου να διαμορφώσουν πιθανά πλάνα άμυνας. Βλέπουν, όμως, ότι εξυφαίνονται και άλλα σενάρια, χωρίς τη συμμετοχή της κυβέρνησης…


Το ενδεχόμενο κυβέρνησης εθνικής ενότητας

1 Μια πολιτική πρωτοβουλία που συζητείται εκτός Μεγάρου Μαξίμου και εξαρτάται από το μέγεθος των προσεχών δυσκολιών της κυβέρνησης είναι η κυβέρνηση εθνικής ενότητος ή οικουμενικής. Στη συγκρότησή της φαίνεται να μην έχει κατ’ αρχήν αντίρρηση ο κ. Τσίπρας, δεδομένου ότι έτσι δείχνει και στην πράξη ότι αυτό που θέλει να εξυπηρετήσει και ο ίδιος, αλλά και το κόμμα του, δεν είναι το στενό κομματικό συμφέρον, επειδή ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας για πρώτη φορά η Αριστερά, αλλά το εθνικό. Η συλλογιστική αυτή έχει τη σημασία της, δεδομένου ότι μια τέτοια περίπτωση, και ανεξαρτήτως του αν αυτός θα εξακολουθούσε να είναι πρωταγωνιστής ως αρχηγός του πρώτου σε δύναμη κόμματος, θα συνεπάγεται, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν, μεταβολή στον πρωθυπουργικό θώκο.
Με μια τέτοια κυβέρνηση θα είναι δυνατόν να περάσουν μέτρα και μεταρρυθμίσεις στις οποίες προφανώς και συμφωνεί και ο Αλέξης Τσίπρας και το επιτελείο του, πλην όμως τους συμφέρει να επιμερισθεί το πολιτικό κόστος, προβάλλοντας συγχρόνως το επιχείρημα-άλλοθι ότι ενόψει των δυσκολιών «σκέφτηκαν εθνικά». Προς το ενδεχόμενο μιας τέτοιας κυβέρνησης πιέζουν και από την Ευρώπη, αλλά και εσωτερικοί παράγοντες, όπως τραπεζίτες και επιχειρηματίες, δεδομένου ότι με την εμπειρία που είχαν με τη διαπραγματευτική τακτική της ελληνικής κυβέρνησης θεωρούν ότι με μια κυβέρνηση εθνικής ενότητος θα είναι πιο ομαλές οι συνομιλίες και οι συνεννοήσεις. Επιπλέον η συγκρότηση μιας τέτοιας κυβέρνησης θα σηματοδοτεί και τις ελληνικές δυσκολίες και, υπ’ αυτήν την έννοια, και οι ξένοι πιστεύουν ότι θα μπορούν να είναι ελαστικότεροι, καθώς θα μπορούν να προβάλλουν στα Κοινοβούλιά τους, αλλά και στο εσωτερικό των χωρών τους ότι όντως χρειάζεται βοήθεια η Ελλάδα, για τη διάσωση της οποίας συγκροτήθηκε και μία τέτοια ευρεία και εθνικού σκοπού κυβέρνηση. Μία τέτοια προοπτική είναι βεβαίως που συμβάλλει ώστε ο μεν Αντώνης Σαμαράς να εξακολουθεί να πιστεύει -μάλλον αδικαιολόγητα- ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μία παρένθεση και ότι ο ίδιος θα κληθεί να κυβερνήσει πάλι τη χώρα, για δε τον Κώστα Καραμανλή μία τέτοια προοπτική να αποτελεί έναν ακόμη λόγο να καθυστερεί την ανασυγκρότηση της Κεντροδεξιάς, καθώς ευλόγως πιθανολογείται ότι σε περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης εθνικής ενότητας ο πρώτος που θα καλείτο να ηγηθεί αυτής θα ήταν ο ίδιος, δεδομένων μάλιστα των πολύ καλών σχέσεων που έχει με τον κ. Τσίπρα.
Και ενώ, όχι αδικαιολόγητα, πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι σε μία τέτοια προοπτική, δηλαδή του να ηγηθεί ο Κ. Καραμανλής μιας τέτοιας κυβέρνησης, θα ανέβαιναν ακόμη περισσότερο οι μετοχές του και το κύρος του και θα διευκολυνόταν έτσι η υπ’ αυτόν ανασυγκρότηση της μεγάλης παράταξης της Κεντροδεξιάς, όσον αφορά στον Αντώνη Σαμαρά έχουν άλλες σκέψεις στον ΣΥΡΙΖΑ. Υποστηρίζεται, ειδικότερα, ότι με αρχηγό τον συγκεκριμένο πολιτικό θα ήταν δύσκολο να εντάξουν στην κυβέρνηση εθνικής ενότητος στελέχη της Νέας Δημοκρατίας του Αντώνη Σαμαρά!


Το άνοιγμα σε «Ποτάμι» και ΠΑΣΟΚ

2 Ενα σενάριο που συζητείται από οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες στο εσωτερικό υπαγορεύει να κάνει άνοιγμα ο πρωθυπουργός προς το «Ποτάμι», αλλά και προς το πάντοτε πρόθυμο ΠΑΣΟΚ, που θα του εξασφαλίζουν ευχέρεια κινήσεων διττής κατεύθυνσης.

Πρώτον, θα μπορεί ευκολότερα να αντιδρά σε εκδηλούμενες αντιθέσεις, είτε μεμονωμένα είτε συλλογικά, των ΑΝΕΛ χωρίς να έχει τον φόβο της απώλειας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

Δεύτερον, με δεδομένες τις δυσκολίες που άπτονται και των αξιολογήσεων των κυβερνητικών μέτρων από τους «θεσμούς», δεν αποκλείονται κάποιες αποκλίσεις από δεσμεύσεις που είχε προεκλογικώς, αλλά και μετά, αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ έναντι της κοινωνίας.
Αυτές τις αποκλίσεις τόσο το «Ποτάμι» όσο και το ΠΑΣΟΚ, που έχει μνημονιακό παρελθόν, είναι βέβαιο ότι θα τις στήριζαν στη Βουλή, παρέχοντας συγχρόνως την ευχέρεια σε βουλευτές είτε του ΣΥΡΙΖΑ είτε των ΑΝ.ΕΛ. να διαφοροποιούνται χωρίς κυβερνητικό κόστος. Ειδικά για το «Ποτάμι», στο οποίο έχει συμπεριληφθεί η αφρόκρεμα του σημιτικού εκσυγχρονισμού, υπενθυμίζεται ότι στο παρελθόν και από την κυβέρνηση Σαμαρά είχαν αρχίσει να αξιολογούνται όλες οι δυνατότητες ενδεχόμενων κυβερνητικών συνεργασιών, ειδικώς μάλιστα μετά τη διαφαινόμενη αποσύνθεση του ΠΑΣΟΚ και το γεγονός, βεβαίως, ότι δεν πρόκειται να υπάρξει για αρκετό καιρό στην ελληνική πολιτική σκηνή αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Μέσα από το πρίσμα των αξιολογήσεων αυτών, στο Μαξίμου επί Σαμαρά συζητούσαν ακόμη και το ενδεχόμενο συνεργασίας με το... «Ποτάμι», στην περίπτωση που αυτό επιβίωνε στις γενικές εκλογές. Γι’ αυτό άλλωστε οι τοποθετήσεις απέναντι στο κόμμα αυτό διακρίνονταν από ουδετερότητα, προκειμένου να διαπιστωθεί αν θα είχε μέλλον, τελικώς, ώστε να είναι εκμεταλλεύσιμο, στη βάση της παραπάνω συλλογιστικής.

Τη σκυτάλη της συλλογιστικής αυτής την πήρε βεβαίως ο ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο λειτουργεί ως ανάχωμα για την υλοποίηση ενός τέτοιου σεναρίου η κόντρα ΑΝΕΛ-Ποταμιού με φόντο επιχειρηματικά συμφέροντα.


Η προοπτική εκλογών σαν... δημοψήφισμα

3 Ενας τρίτος ελιγμός, επίσης αναλόγως του ποιες δυσκολίες θα αντιμετωπίζει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και πώς θα τις ξεπερνά, αφορά ένα δημοψήφισμα ή έναν εκλογικό αιφνιδιασμό, ο οποίος όμως θα έχει δημοψηφισματικά χαρακτηριστικά, κάτι το οποίο διαψεύδει κατηγορηματικά το Μαξίμου. Με άλλα λόγια, θα ήταν δυνατόν η κυβέρνηση να προκηρύξει εκλογές με λίστα, οι οποίες θα είχαν ως αντικείμενο της προεκλογικής περιόδου ειδική αναφορά σε μέτρα ή πολιτικές για τα οποία θα καλείτο ο ελληνικός λαός να αποφανθεί, επιλέγοντας ή όχι το κόμμα που θα προωθούσε το σχετικό δίλημμα. Και εν προκειμένω τον ΣΥΡΙΖΑ. Μια τέτοια κίνηση έχει δυσκολίες, διότι η εκλογική προοπτική είναι κάτι που απαρέσκει στους δανειστές μας, οι οποίοι ήδη έχουν να προβάλλουν ότι έχουν κάνει τις όποιες υποχωρήσεις η αμοιβαιότητα επέβαλλε. Κατά συνέπεια, η «ανάσα» που δόθηκε στην κυβέρνηση δεν πρέπει να υπονομευθεί, ειδικώς μάλιστα αν έχουν αρχίσει να προχωρούν κάποιες μεταρρυθμίσεις. Με το ενδεχόμενο ενός εκλογικού αιφνιδιασμού ως πολιτικού ελιγμού είναι αντίθετο και το ελληνικό επιχειρηματικό και μιντιακό κατεστημένο, το οποίο είναι σε επικοινωνία με Βρυξέλλες και Βερολίνο. Δεδομένου δε ότι και τα κόμματα που ευνόησαν τα μνημόνια ή και αυτά που θεωρούνται ευρωπαϊκά και ευνοούν τις καλές σχέσεις με τους εταίρους, όπως λ.χ. το «Ποτάμι», είναι σε γνώση της ευρωπαϊκής αυτής βούλησης, δεν αποκλείεται να βλέπουμε στο μέλλον να ψηφίζονται στη Βουλή νομοσχέδια και τις τυχόν ΣΥΡΙΖΑϊκές διαρροές να τις υποκαθιστούν βουλευτές από άλλα κόμματα.