Του Γιώργου Κατσίγιαννη – Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ

Επιδημία έχουν γίνει στο εσωτερικό της κυβέρνησης τα κρούσματα ασυνεννοησίας μεταξύ των υπουργών, καθώς σχεδόν σε καθημερινή βάση εκδηλώνονται ουκ ολίγες περιπτώσεις φαρμακερών διορθώσεων, κοινώς «άδειασμα» του ενός συντρόφου από τον άλλον, γεγονός που επιβεβαιώνει με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο την προβληματική τους συνύπαρξη, σε μια κρίσιμη περίοδο για τη χώρα.
Το όλο θέαμα παραπέμπει σε εικόνα Βαβέλ, με αποτέλεσμα η επικοινωνιακή διαχείριση της πολιτικής σύγχυσης που προκαλούν τα φαινόμενα κακοφωνίας και διαλυτικής ασάφειας να είναι εξαιρετικά δύσκολη από το Μέγαρο Μαξίμου, παρά τις απέλπιδες προσπάθειες που καταβάλλει κάθε φορά ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης, Γαβριήλ Σακελλαρίδης, να «μαζέψει τα ασυμμάζευτα» και να επαναφέρει στην τάξη όσους υπουργούς επιδίδονται σε άστοχες δηλώσεις ή σε εκτός κεντρικής γραμμής παρεμβάσεις. Δεν είναι μόνο ότι η τελευταία εντολή του Αλέξη Τσίπρα για «λιγότερες δηλώσεις και περισσότερη δουλειά» παραβιάζεται συστηματικά από πολλούς υπουργούς, αλλά και το ότι εξαπλώνεται γκρίνια στο εσωτερικό της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, επειδή δεν μπορεί να «παρακολουθήσει» τι ισχύει και τι δεν ισχύει στην πολιτική της κυβέρνησης από τα αντιφατικά μηνύματα που στέλνουν τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου. Το αποτέλεσμα είναι να εγείρεται και ζήτημα συντονισμού του κυβερνητικού έργου.

ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΙΣ

Πέρα από την γκρίνια για τις αλλοπρόσαλλες τοποθετήσεις υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ σε καίρια θέματα της επικαιρότητας, πολλά μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του πλειοψηφούντος κυβερνώντος κόμματος διατυπώνουν επιφυλάξεις για σειρά αυτόνομων παρεμβάσεων του προέδρου των Ανεξάρτητων Ελλήνων και υπουργού Εθνικής Αμυνας, Πάνου Καμμένου, που αναπόφευκτα χρεώνονται στην Αριστερά. Μέχρι σήμερα, τα θέματα που έχουν προκαλέσει εσωτερικές έριδες, αναδεικνύοντας σε όλες τους τις διαστάσεις το κυβερνητικό αλαλούμ και την έλλειψη στοιχειώδους επαφής μεταξύ των υπουργών, αγγίζουν σχεδόν όλα τα μέτωπα του νομοθετικού έργου.
Το υπουργείο που παρουσιάζει μέχρι σήμερα τα μεγαλύτερα εσωτερικά προβλήματα είναι των Οικονομικών. Η διαφορετική φιλοσοφία που διέπει τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και γενικό συντονιστή του οικονομικού συμβουλίου, Γ. Δραγασάκη, και τον «τσάρο» της ελληνικής οικονομίας, Γ. Βαρουφάκη, διαχέεται σε όλη την ιεραρχική δομή του συγκεκριμένου, ευαίσθητου τομέα και επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την πορεία των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους.
Το νέο στοιχείο είναι ότι ο Γ. Βαρουφάκης πιέζει για πολιτική αναβάθμιση των διαπραγματεύσεων με τα τεχνικά κλιμάκια των θεσμών, ώστε να μην περιορίζονται οι συνομιλίες μαζί τους σε επίπεδο υπηρεσιακών παραγόντων, θεωρώντας ότι στη θέση του επικεφαλής του Σώματος Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, κ. Χουλιαράκη, θα πρέπει να υπάρχει ένα πρόσωπο που να διεξάγει τις διαπραγματεύσεις.
Επίσης, διάσταση απόψεων επικρατεί και στην εφαρμογή της πολιτικής του Μεγάρου Μαξίμου σε σειρά κρίσιμων πτυχών της δημοσιονομικής προσαρμογής. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά, που η αναπληρώτρια υπουργός Οικονομικών, Ν. Βαλαβάνη, έχει θέσει δύο φορές και έχει εισπράξει ισάριθμες «διορθώσεις» τόσο από το περιβάλλον του Αλ. Τσίπρα, που έκανε λόγο για προσωπικές σκέψεις της, όσο και από τον Γ. Βαρουφάκη, που την «άδειασε» δημοσίως.

ΠΑΡΕΛΑΣΕΙΣ

Στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας, είναι εξαιρετικά δύσκολη η συγκατοίκηση του Πάνου Καμμένου με τον αναπληρωτή υπουργό, Κώστα Ησυχο. Ο τελευταίος κράτησε αποστάσεις και από τις εορταστικές φιέστες που συνόδευσαν την παρέλαση της 25ης Μαρτίου, ενέκρινε σιωπηρά τις καταγγελίες βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ για τα εθνικιστικά συνθήματα που ακούστηκαν την ίδια ημέρα από τις δυνάμεις των ΟΥΚ, ενώ δεν συμμερίστηκε τις ιδέες του πολιτικού προϊσταμένου του για συνεκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου του Αιγαίου με τους Αμερικανούς.
Στο υπουργείο Παιδείας εκδηλώνονται υπόγειοι ανταγωνισμοί και διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς την προώθηση της εκπαιδευτικής πολιτικής ανάμεσα στον επικεφαλής του, Αριστείδη Μπαλτά, και τον αναπληρωτή Τάσο Κουράκη.
Ιδιαίτερα προσεκτικός και συγκρατημένος απέναντι στις επιπόλαιες τοποθετήσεις του αναπληρωτή υπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Δ. Στρατούλη, σε σχέση με τα εργασιακά και το συνταξιοδοτικό είναι και ο υπουργός Εργασίας, Πάνος Σκουρλέτης, ο οποίος δείχνει να παρακολουθεί με μεγαλύτερη σοβαρότητα τις διαπραγματεύσεις με τους θεσμικούς εκπροσώπους των δανειστών ως προς τα συγκεκριμένα ζητήματα. Σε κυβερνητική ναυμαχία εξελίσσεται και το θέμα της ιδιωτικοποίησης του ΟΛΠ, καθώς οι διαβεβαιώσεις που έδωσε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Γιάννης Δραγασάκης, στους Κινέζους επενδυτές, ότι θα ολοκληρωθεί η εκχώρηση των μετοχών προς την Cosco, προκάλεσαν την αντίδραση του αναπληρωτή υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, Θοδωρή Δρίτσα.

Άναψε φωτιές ο υπουργός

Διαστάσεις ιδεολογικής σύγκρουσης λαμβάνουν οι τοποθετήσεις των συναρμόδιων υπουργών για τα ζητήματα που άπτονται της αντιμετώπισης των παράνομων μεταναστών. Ο αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Γιάννης Πανούσης (φωτ.), δεν ενθουσιάζεται με τις προτάσεις που επιχειρεί να προωθήσει η συνάδελφός του, αρμόδια για θέματα μεταναστευτικής πολιτικής, Τασία Χριστοδουλοπούλου, η οποία κινείται στη λογική της «ελεύθερης διακίνησης» των λαθρομεταναστών στο εσωτερικό της χώρας. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ. Πανούσης βρισκόταν σε ανοικτό πόλεμο όλο το προηγούμενο διάστημα και με τον υπουργό Εσωτερικών, Ν. Βούτση, σχετικά με τη λήψη μέτρων καταστολής, καθώς και με τον υπουργό Δικαιοσύνης, Ν. Παρασκευόπουλο, για την προώθηση του νομοσχεδίου αναφορικά με την κατάργηση των φυλακών τύπου Γ. Αυτό άλλωστε ήρθε να επιβεβαιωθεί με χθεσινό άρθρο-φωτιά στα «Νέα», στο οποίο ο κ. Πανούσης έκανε λόγο για «Αριστερά του Τίποτα». Με αφορμή την ένταση από τις κινητοποιήσεις υπέρ των απεργών πείνας, ο κ. Πανούσης παρενέβη τονίζοντας το χρέος της Πολιτείας για την ασφάλεια των πολιτών και επισημαίνοντας ότι «όποιος θεωρεί ότι αριστερή διακυβέρνηση σημαίνει ανοχύρωτη χώρα και πόλη (δίχως προσωπική, κοινωνική, εθνική ασφάλεια, δίχως στρατό και δίχως αστυνόμευση, ίσως και χωρίς δικαστές ή φυλακές) και ότι η Παιδεία μας επιτρέπει κάθε ανομική δράση, τότε όχι μόνο δεν έχει σχέση με την Αριστερά, αλλά ούτε και με τη Δημοκρατία. Αυτήν την Αριστερά του Τίποτα δεν τη χρειάζονται ο τόπος και ο λαός».