Του Γιώργου Κατσιγιάννη - Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ

Η σκόπιμη αθέτηση της προεκλογικής δέσμευσης του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα για αλλαγή του εκλογικού νόμου, στην κατεύθυνση της κατάργησης του μπόνους των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα, είναι ο κρυφός άσος που κρατάει το Μέγαρο Μαξίμου. Ο κ. Τσίπρας με αυτόν τον άσο επιχειρεί να πάρει το πάνω χέρι στο παιχνίδι της επώδυνης διαπραγμάτευσης που ξεκίνησε με τους εσωκομματικούς αντιπάλους του, οι οποίοι επιδιώκουν να τον σύρουν σε ρήξη με τους δανειστές και όχι στην επίτευξη μιας συμφωνίας που εκ των πραγμάτων θα βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με το ριζοσπαστικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ο πρωθυπουργός φέρεται να έχει αποφασίσει ότι είναι προτιμότερη η ρήξη με τις ριζοσπαστικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, στο εσωτερικό του κόμματος και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, από το να διακινδυνεύσει μια μετωπική σύγκρουση με τους δανειστές, με κίνδυνο να οδηγηθεί η χώρα στα βράχια και ο ίδιος να τελειώσει άδοξα την πολιτική καριέρα του ως ο πρωθυπουργός της δραχμής. Προς επίρρωση των πληροφοριών για την επιλογή σύγκρουσης με τους εσωκομματικούς του αντιπάλους, πηγές φέρουν τον Αλέξη Τσίπρα να διαμηνύει προς όλες τις κατευθύνσεις ότι «εάν επιχειρήσουν να με ρίξουν, τότε είναι καλύτερα να πάμε σε εκλογές και όχι σε δημοψήφισμα».

Το γεγονός λοιπόν ότι ο πρωθυπουργός δεν έχει προχωρήσει μέχρι σήμερα στην αλλαγή του εκλογικού νόμου οφείλεται σε δύο λόγους. Εάν δεν βγει το θετικό σενάριο, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Μαξίμου όλο το προηγούμενο διάστημα, για επαλήθευση των προεκλογικών δεσμεύσεων που το κόμμα είχε αναλάβει απέναντι στον ελληνικό λαό, τότε η απειλή για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, που θα είναι με λίστα, αφενός μεν μπορεί να οδηγήσει σε υποχρεωτική συσπείρωση την Κ.Ο. του κόμματος, προκειμένου να στηρίξει τα συμφωνηθέντα με τους εταίρους. Αφετέρου, δε, αν δεν συμβεί κάτι τέτοιο και έχουμε νέα εθνική αναμέτρηση των κομματικών δυνάμεων, αυτή μπορεί να οδηγήσει στο να παραμείνει ακέραιο το πλεονέκτημα των 50 εδρών υπέρ της Κουμουνδούρου, που καταγράφει πρωτιά στις δημοσκοπήσεις.

ΑΠΑΛΛΑΓΗ

Με βάση τα παραπάνω και με δεδομένη τη βούληση του Αλ. Τσίπρα να τα βρει με τους Ευρωπαίους εταίρους και δανειστές, η επιλογή της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες θα έχει χαρακτήρα εκκαθάρισης εσωκομματικών λογαριασμών, με στόχο την απαλλαγή του από τα «ριζοσπαστικά βαρίδια», που τον πιέζουν να διακινδυνεύσει τη ρήξη και την επιστροφή της χώρας στη δραχμή. Καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν ότι από την επομένη κιόλας των εθνικών εκλογών ο Αλ. Τσίπρας είχε δώσει εντολή στον υπουργό Εσωτερικών, Νίκο Βούτση, να «χειριστεί» με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη μη ανακίνηση του θέματος για αλλαγή του εκλογικού νόμου. Στο πλαίσιο αυτό, έγιναν παρασκηνιακές παρεμβάσεις για να επικρατήσει «κοινοβουλευτική σιωπή» επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Δόθηκαν οδηγίες προς τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να μην καταθέσουν ερωτήσεις για αλλαγές στην εκλογική νομοθεσία, που θα προβλέπουν την κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα και την επιστροφή στην απλή αναλογική. Αλλωστε, όταν στις αρχές Απριλίου το θέμα της αλλαγής του εκλογικού νόμου το είχε θέσει στη Βουλή ο πρόεδρος του «Ποταμιού», Σταύρος Θεοδωράκης, ως αυτονόητη προϋπόθεση αποκατάστασης της δημοκρατικής αντιπροσωπευτικότητας, κανένας από την κυβέρνηση δεν ανέλαβε την ευθύνη να του απαντήσει. «Γιατί άραγε δεν δίνετε προτεραιότητα σε αυτή τη δημοκρατική τομή;

Ποιους άραγε ακούτε;», ήταν το ερώτημα που είχε απευθύνει στον πρωθυπουργό ο Σταύρος Θεοδωράκης. Με αυτό άφησε να εννοηθεί ότι η αθέτηση της δέσμευσης του ΣΥΡΙΖΑ για καθιέρωση της απλής αναλογικής δεν ήταν άσχετη με τον σχεδιασμό του για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, σε περίπτωση που η κυβέρνηση περιέλθει σε πλήρες αδιέξοδο είτε με τους δανειστές είτε με τους συντρόφους του κόμματος.

Οι σκέψεις στο Μαξίμου

Σε ό,τι αφορά το δημοψήφισμα, που το κράδαιναν κορυφαίοι υπουργοί τις τελευταίες ημέρες ως έσχατη λύση για τη νομιμοποίηση της όποιας συμφωνίας με τους δανειστές, πληροφορίες αναφέρουν ότι ως ιδέα έχει απορριφθεί από το Μέγαρο Μαξίμου μετά από πιέσεις που ασκήθηκαν στον πρωθυπουργό τόσο από τη Γερμανίδα καγκελάριο, Αγκελα Μέρκελ, όσο και από τον πρόεδρο της Κομισιόν, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Είναι προφανές ότι ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δεν θα ήθελε να έχει την τύχη του Γιώργου Παπανδρέου, επιδιώκοντας να προχωρήσει σε μια τέτοια ενέργεια, που μπορεί να έχει απρόβλεπτα αποτελέσματα και ανεπιθύμητες αντιδράσεις από το εξωτερικό. Το δίλημμα πλέον του πρωθυπουργού είναι «ρήξη με το εξωτερικό ή ρήξη με το εσωτερικό» και προς το παρόν δείχνει να επιλέγει τη δεύτερη εκδοχή, θεωρώντας ότι θα κερδίσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού αν εγγυηθεί την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη παρά αν διακινδυνεύσει την έξοδό της προς τον εφιάλτη της χρεοκοπίας και της επιστροφής στη δραχμή.