Eurogroup: "Η κρίσιμη συνεδρίαση και τα σενάρια της επόμενης μέρας"
Ασκήσεις ισορροπίας στον δρόμο προς τις κάλπες
Του Νίκου Σίμου-Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
Η επιδίωξη για πάση θυσία συμφωνία με τους θεσμούς, ώστε να μην κινδυνεύσει ο Αλέξης Τσίπρας να περάσει στην Ιστορία του τόπου ως ο πρωθυπουργός της ελληνικής μεταπολεμικής χρεοκοπίας, επηρεάζει άμεσα το πολιτικό σκηνικό. Μπορεί να αποτρέπει επώδυνες περιπέτειες για τη χώρα, πλην όμως δημιουργεί και συνθήκες ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων, εξαιτίας των διαφαινόμενων αντιδράσεων στον ΣΥΡΙΖΑ και στην κυβέρνηση. Την ίδια ώρα φουντώνουν εκ νέου τα σενάρια για πρόωρες κάλπες, μετά τη χθεσινή αναφορά του πρωθυπουργού στη Βουλή ότι «η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα, δίνει διέξοδα σε λαούς και κυβερνήσεις».
Πάντως, μια πρώτη ένδειξη των συμβιβαστικών προθέσεων του πρωθυπουργού, η οποία μπορεί να είναι σε άλλο επίπεδο, δηλαδή εκτός του οικονομικού μέρους και των διαπραγματεύσεων, αλλά στέλνει το δικό της μήνυμα, είναι ο μίνι ανασχηματισμός, που, σε πρώτη φάση, αφορά στην αναβάθμιση σε θέση υφυπουργού, από εκείνη του γενικού γραμματέως του υπουργείου Δικαιοσύνης, του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου. Σε δεύτερη φάση έχει να κάνει με την προσθήκη ακόμα ενός προσώπου στο υπουργείο Εξωτερικών ή τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων ενός εκ των δύο υφιστάμενων αναπληρωτών υπουργών. Και οι δύο κινήσεις ερμηνεύονταν από πολιτικούς κύκλους ως «επιτήρηση από το Μαξίμου» των δύο υπουργών, Δικαιοσύνης και Εξωτερικών, σε μια προσπάθεια του κ. Τσίπρα να αποκαταστήσει τις σχέσεις της χώρας με τον αμερικανικό παράγοντα, οι οποίες τελευταίως είχαν διαρραγεί εξαιτίας του νομοσχεδίου που έθετε τον Σάββα Ξηρό σε κατ’ οίκον περιορισμό. Ως γνωστόν, η Ουάσινγκτον είχε αντιδράσει έντονα, σε μια φάση μάλιστα που το Μέγαρο Μαξίμου έχει ανάγκη από συμμάχους. Ιδιαίτερα η υφυπουργοποίηση του κ. Παπαγγελόπουλου, ο οποίος έχει διατελέσει και διοικητής της ΕΥΠ, χαρακτηρίζεται ως εποπτικός οφθαλμός στον υπουργό Δικαιοσύνης, στην πρωτοβουλία του οποίου ανήκει και η εξέλιξη της υπόθεσης Ξηρού.
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ
Οσον αφορά στη συμφωνία με τους θεσμούς, για να αποδεσμευθεί η χρηματοδότηση της χώρας, ο πρωθυπουργός είναι υποχρεωμένος να τη φέρει στη Βουλή. Αυτή, άλλωστε, είναι και η απαίτηση των θεσμών, που επιθυμούν η όποια συμφωνία επιτευχθεί να έχει την επίσημη κατοχυρωτική σφραγίδα από το κράτος, δηλαδή να έχει επικυρωθεί διά της ψήφου των εκπροσώπων του λαού. Βεβαίως, η διαδικασία αυτή θα έχει τις επιπτώσεις της.
Ειδικότερα, θα περάσει ή με τη σημερινή κυβερνητική κοινοβουλευτική πλειοψηφία ή με την κοινοβουλευτική στήριξη των άλλων κομμάτων, καθώς τόσο η Ν.Δ. όσο και το ΠΑΣΟΚ και το «Ποτάμι» φέρονται να είναι διατεθειμένοι να συμβάλουν στην αποτροπή ενός ατυχήματος, υπό όρους. Στη δεύτερη περίπτωση, είναι προφανές ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα έχει απολέσει κάποιους βουλευτές του, από τους οποίους ενδεχομένως και εκείνος να θέλει να απαλλαγεί, καθώς επιμένουν να μη διακρίνουν τον πολιτικό ρεαλισμό (τον οποίον άλλωστε απαιτεί και ο λαός, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις) από τις ανεδαφικές και επικίνδυνες σε αυτή τη φάση ιδεοληψίες. Ετσι, η άρνησή τους να εγκρίνουν την οικονομική συμφωνία με τους εταίρους θα άνοιγε τον δρόμο για τις εκκαθαρίσεις που θα ήθελε να κάνει ο κ. Τσίπρας.
Η έγκριση, πάντως, από τη Βουλή μιας συμφωνίας μπορεί να αποτρέπει, προς ανακούφιση του κ. Τσίπρα, ένα πιστωτικό γεγονός, όμως δεν του λύνει και τα χέρια στην προοπτική να παραμείνει πρωθυπουργός της χώρας και να μην είναι αναγκασμένος να κυβερνά με βαρίδια, που κάθε λίγο και λιγάκι θα τον εξαναγκάζουν σε εσωκομματικούς συμβιβασμούς, οι οποίοι συνεπάγονται καθυστερήσεις με συνέπειες. Οπως, λ.χ., συνέβη και με τις διαπραγματεύσεις. Υπό την έννοια αυτή, το επόμενο βήμα του κ. Τσίπρα είναι η προσφυγή στον λαό, μέσω εκλογών, αλλά όχι μέσω δημοψηφίσματος.
Τα δύο «ναι» σε πρόωρες εκλογές
Προς την επιλογή των εκλογών ωθούν τον πρωθυπουργό οι εξής πληροφορίες, αλλά και εκτιμήσεις:
Πρώτον, έχει περιέλθει σε γνώση του ότι τόσο οι ΑΝ.ΕΛ. όσο και η «Αριστερή Πλατφόρμα» του Παναγιώτη Λαφαζάνη είναι πεπεισμένοι ότι έχει προωθημένες συνεννοήσεις για μια συμφωνία με τις Βρυξέλλες. Αυτή η προοπτική αλλάζει τα δεδομένα για τους αντιμνημονιακούς ΑΝ.ΕΛ. και την τάση του Π. Λαφαζάνη. Ηδη ο τελευταίος (μετά τη δήλωσή του περί παράδοσης της κυβερνητικής σκυτάλης στην περίπτωση που δεν μπορέσει η κυβέρνηση να εφαρμόσει τις δεσμεύσεις της) φέρεται να δηλώνει σε στενό κύκλο συνεργατών του ότι, αν είναι μια κακή συμφωνία αυτή που θα υπογραφεί, εκείνος θα είναι ο τελευταίος που θα αποχωρήσει. Αν είναι, όμως, πολύ κακή, τότε δεν θα είναι στις λίστες. Ετσι, παραπέμπει στο ενδεχόμενο της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες και της κατάρτισης των ψηφοδελτίων. Βεβαίως, δεν προσδιόρισε την έννοια της «απλώς κακής» και της «πολύ κακής» συμφωνίας, με αποτέλεσμα να επιτρέπει κάθε είδους ερμηνεία. Μια ξεκάθαρη λύση σε σχέση με τις ακροβασίες για την επίτευξη κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών είναι ασφαλώς οι εκλογές, από τις οποίες στο Μέγαρο Μαξίμου πιστεύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ (με τις αλλαγές που θα κάνει σε υποψηφίους, λόγω λίστας) θα βγει ενισχυμένος. Αλλωστε, στη συνείδηση του κόσμου το ισχυρό χαρτί του κυβερνώντος κόμματος είναι ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας και ορισμένοι εκ των συνεργατών του - και όχι, βεβαίως, οι συνιστώσες του 0,5%.
Δεύτερον, η αναβάπτιση στη λαϊκή εντολή για δεύτερη φορά, μέσα σε σχετικώς μικρό διάστημα, ισχυροποιεί περισσότερο την κυβέρνηση.
Τρίτον, ο Αλέξης Τσίπρας έχει αντιληφθεί ότι σκοπίμως κάποιοι τον πιέζουν μεν για προσφυγή στον λαό, αλλά μέσω δημοψηφίσματος, το οποίο δεν έχει τα χαρακτηριστικά της εκλογικής αναμέτρησης και είναι δεσμευτικό σε συγκεκριμένη πολιτική, χωρίς τη δυνατότητα των ελιγμών που είναι απαραίτητο να έχει μια κυβέρνηση.
Τα μειονεκτήματα ενός referendum
Τα μειονεκτήματα ενός δημοψηφίσματος είναι αρκετά:
- Δεν συνιστά ευρύτερη λαϊκή εντολή διακυβέρνησης, αλλά περιορίζει τη λαϊκή βούληση σε συγκεκριμένο θέμα, που θέτει η ίδια η κυβέρνηση. Αλλωστε, πρέπει να υπάρχει η σύμφωνη γνώμη του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος είναι ο αρμόδιος εκ του Συντάγματος να το προκηρύξει.
- Το δημοψήφισμα προϋποθέτει ότι δεν θα υπάρχει συμφωνία. Κι αυτό διότι η έγκριση του λαού που θα ζητούσε ο κ. Τσίπρας, λόγω εσωκομματικών αντιδράσεων, θα αφορούσε το ερώτημα εάν θα προχωρήσει ή όχι σε συμφωνία. Από μόνο του αυτό το ερώτημα παραπέμπει σε παραμονή ή μη στο ευρώ, κάτι που προκαλεί αλλεργία στην Ευρώπη, όπως συνέβη με τον Γιώργο Παπανδρέου. Σε μια τέτοια περίπτωση, η κυβέρνηση θα βρισκόταν αντιμέτωπη με τις αντιδράσεις τόσο των Βρυξελλών όσο και του κόσμου. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι: (α) Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα περιόριζε τη χρηματοδότηση στον ELA, προκειμένου να δημιουργήσει συνθήκες ασφυξίας για τις ελληνικές τράπεζες. (β) Θα σημειωνόταν μεγάλη διαρροή καταθέσεων (bank run), από τον φόβο του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος. (γ) Θα επιβαλλόταν έλεγχος στην κίνηση κεφαλαίων (capital control), με ό,τι κι αν αυτό θα σήμαινε για τις βασικές προμήθειες της χώρας. (δ) Η χώρα θα έπρεπε να ζει τουλάχιστον επί ένα εικοσαήμερο, μέχρι τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, υπό το καθεστώς της αβεβαιότητας και των οικονομικών επιπτώσεων, όπως περιγράφηκε ανωτέρω.
Ο εσωτερικός εχθρός, το «τρίγωνο της αμαρτίας» και τα ΜΜΕ
Η ένταξη της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες στο plan B του Αλέξη Τσίπρα συνδυάζεται, από πλευράς τακτικής, και με τη διαμόρφωση μιας εικόνας που θα δίνει την αίσθηση στον ελληνικό λαό, αλλά και μέσα στο κόμμα του:
(α) της ύπαρξης ενός «εσωτερικού εχθρού», που τον αποτελούν δυνάμεις οι οποίες μεθοδικά υπονομεύουν τον Αλ Τσίπρα, διότι είτε εξυπηρετούν συμφέροντα ενός ύποπτου, από πλευράς πολιτικοεπιχειρηματικής διαπλοκής, κατεστημένου είτε θέλουν να είναι αρεστές σε Βρυξέλλες και Βερολίνο. Στις δυνάμεις που υπονομεύουν τον ΣΥΡΙΖΑ και τον πρωθυπουργό το Μέγαρο Μαξίμου συμπεριλαμβάνει μερίδα του πολιτικού κατεστημένου και κυρίως αυτούς που κυβέρνησαν τη χώρα από το 1993 και μετά, εξαιρώντας βεβαίως τον Κώστα Καραμανλή. Με άλλα λόγια, η «ομάδα» αυτή περιλαμβάνει τον Κώστα Σημίτη, τον Λουκά Παπαδήμο, τον Αντώνη Σαμαρά και, βεβαίως, τον Ευάγγελο Βενιζέλο.
(β) της συνέπειας από πλευράς του Αλ. Τσίπρα όσον αφορά δεσμεύσεις που είχε αναλάβει προεκλογικώς έναντι του ελληνικού λαού, όπως το νομοσχέδιο για τις 100 δόσεις και η αποτροπή της υιοθέτησης μέτρων που οδηγούν σε ύφεση, αλλά κυρίως θα επιβάρυναν τις συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων πολιτών.
Ειδικότερα για την πρώτη περίπτωση, οι δυνάμεις αυτές είναι και ορισμένα ιδιωτικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ισχυρών εγχώριων επιχειρηματιών, οι οποίοι είχαν μεγάλη δυνατότητα παρέμβασης τα τελευταία χρόνια.
Στην κατεύθυνση αυτή, δεν ήταν καθόλου τυχαίο ότι ο Αλέξης Τσίπρας ανέφερε χθες στη Βουλή πως η κυβέρνησή του είναι αποφασισμένη να κλείσει τον κύκλο της διαπλοκής μεταξύ τραπεζών, πολιτικού συστήματος και ΜΜΕ, προαναγγέλλοντας ταυτόχρονα ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου. Απαντώντας στην Ωρα του Πρωθυπουργού σε ερώτηση του βουλευτή Νίκου Νικολόπουλου, είπε: «Θεωρώ αδιανόητο για μία κυβέρνηση να συνδέει τη ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου με το περιεχόμενο των καναλιών. Αυτό δεν θα συμβεί. Αν το πλαίσιο λειτουργίας των ΜΜΕ δεν είναι διαφανές και ρυθμίζεται με συμφωνίες κάτω από το τραπέζι, τότε εκεί είναι που μπορεί να δημιουργηθεί μια ομερτά και μια σχέση διαπλοκής. Μια παρασκηνιακή συναλλαγή, που θα εξασφαλίσει στήριξη σε μια κυβέρνηση, με αντάλλαγμα οικονομικές διευκολύνσεις. Το “τρίγωνο της αμαρτίας” είχε κορυφές το σάπιο πολιτικό σύστημα, τα ΜΜΕ και τις τράπεζες. Οι τράπεζες σταμάτησαν να δανειοδοτούν υγιείς επιχειρηματίες και συνέχιζαν να χρηματοδοτούν ΜΜΕ. Εμείς έχουμε αποφασίσει να κλείσουμε τον κύκλο της διαπλοκής, χωρίς να μας νοιάζει ποιον υποστηρίζει πολιτικά κάθε κανάλι». Επίσης, αναφερόμενος στον τρόπο απόκτησης των συχνοτήτων, ο Αλέξης Τσίπρας είπε χαρακτηριστικά: «Ο τρόπος που κάποιοι απέκτησαν συχνότητες έναντι κάποιων άλλων θυμίζει τον τρόπο που παραδόθηκαν στα ανατολικά κράτη περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου σε ολιγάρχες».
Για τις υποθέσεις στις οποίες αναφέρθηκε ο κ. Νικολόπουλος -μεταξύ άλλων στη δανειοδότηση της «Καθημερινής»- ο Αλέξης Τσίπρας περιορίστηκε να διαβεβαιώσει πως «η κυβέρνηση δεν έχει ρεβανσιστική διάθεση» και ότι ο ίδιος δεν είχε ενημερωθεί, ούτε γνώριζε ποια πρόσωπα θα καλούνταν να καθίσουν στο εδώλιο της Δικαιοσύνης. «Είχα ζητήσει να πληρώσουν. Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, όπως κι αν λέγεται», προσέθεσε.