Του Γιώργου Κατσίγιαννη - Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ

Στον απόηχο των εκατέρωθεν καταγγελιών μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Δημοκρατίας για το ζήτημα της Προεδρικής εκλογής, όπου η Κουμουνδούρου έκανε λόγο για σκηνικό εκτροπής με εκβιασμούς βουλευτών και το Μέγαρο Μαξίμου για απόπειρα τρομοκράτησής τους, στο τραπέζι του δημόσιου διαλόγου βρίσκεται η συζήτηση για αλλαγή του εκλογικού νόμου. Κάτι που μπορεί να διαμορφώσει νέες συνθήκες σε επίπεδο προεκλογικών συμμαχιών και συγκλίσεων σε όλο το πολιτικό φάσμα και ταυτόχρονα να προετοιμάσει το έδαφος για το κυβερνητικό σκηνικό της επόμενης ημέρας. Και αυτό διότι το ενδεχόμενο αλλαγής του εκλογικού νόμου, με αιχμή την κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα ή ακόμη και την οριακά ωφέλιμη για εθνικούς λόγους μείωση του ποσοστού εισόδου στη Βουλή από το σημερινό όριο του 3%, είναι αντικείμενο διακριτικής συνεννόησης και συνομιλιών μεταξύ όλων των κομμάτων, παρά τις χαώδεις διαφορές που προτάσσουν στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής.

Ετσι, λοιπόν, με γνώμονα την αναζήτηση της κατάληξης που θα έχει η λύση της πολιτικής εξίσωσης αναφορικά με τη διαδικασία της Προεδρικής εκλογής και σε συνάρτηση με την αλλαγή του εκλογικού νόμου, τα επιτελεία των κομμάτων που φιλοδοξούν να πρωταγωνιστήσουν στη διακυβέρνηση της χώρας χαράσσουν την τακτική των παρεμβάσεών τους. Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, την περίοδο αυτή στο παρασκήνιο διεξάγεται ένα παιχνίδι κυριαρχίας, με μπλόφες και παραπλανητικές κινήσεις, δεδομένου ότι, εκτός των άλλων, διακυβεύονται πάσης φύσεως συμφέροντα με ατομικά, οικονομικά ή κομματικά χαρακτηριστικά.

ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

Εκείνος που επιδεικνύει ιδιαίτερη ανησυχία να επισπευθούν οι πολιτικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης για αλλαγή του εκλογικού νόμου είναι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελος Βενιζέλος. Ο λόγος είναι προφανής. Με βάση όλες τις δημοσκοπήσεις, η προοπτική συντριβής του κατακερματισμένου Κινήματος στις εθνικές εκλογές είναι αναπόφευκτη και ο δρόμος της αξιοπρεπούς σωτηρίας του Ευ. Βενιζέλου ως αρχηγού με ακόμη πιο μειωμένα ποσοστά περνάει μέσα από την αλλαγή του εκλογικού νόμου. Αυτό συμφέρει τον Ευ. Βενιζέλο για να είναι «αναγνωρίσιμος» ο ρυθμιστικός του ρόλος και στο επόμενο, μετεκλογικό σκηνικό, ανεξάρτητα εάν το νήμα της πρωτιάς θα το έχει κόψει η εξουθενωμένη στην παρούσα συγκυρία Νέα Δημοκρατία ή ο πιο δυναμικά επερχόμενος ΣΥΡΙΖΑ.

Το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία και το Μέγαρο Μαξίμου διατηρούν επιφυλάξεις στην προοπτική αλλαγής του εκλογικού νόμου μέσα από τη νομοθετική κατοχύρωση της αναλογικής συμμετοχής όλων των κομμάτων είναι κάτι που το γνωρίζει η Κουμουνδούρου. Τη σκόπιμη «κωλυσιεργία» του κ. Αντώνη Σαμαρά για τη λήψη σχετικών αποφάσεων την αποδίδει, μάλιστα, στο σενάριο ότι ο πρωθυπουργός προτιμά να οδηγηθεί με την υπάρχουσα εκλογική νομοθεσία στις κάλπες, ευελπιστώντας ότι η επαφή του ΣΥΡΙΖΑ με την εξουσία θα αποτελέσει μια αποτυχημένη αριστερή παρένθεση, από τη στιγμή που δεν θα έχει συμμάχους να σταθεροποιήσει την παραμονή του στη διακυβέρνηση της χώρας.

Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε ανάλογη δυσχερή θέση, καθώς θα κληθεί να επιλέξει εάν τον συμφέρει να ταυτιστεί με τη «γραμμή» του Ευ. Βενιζέλου για καθιέρωση της απλής αναλογικής, κάτι που αποτελεί πάγια θέση της Κουμουνδούρου, ή εάν θα αναλάβει το ρίσκο να αποποιηθεί ό,τι πρέσβευε όλα τα προηγούμενα χρόνια, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει το μπόνους των 50 εδρών, χωρίς ωστόσο αυτό να του δίνει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης με όρους συγκροτημένης αυτονομίας και προοπτικής.

«ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΗΣΕΙΣ»

Γιατί η ενδεχόμενη πρωτιά στις κάλπες δεν θα έχει νόημα αν η αξιωματική αντιπολίτευση περιφέρεται ως μια «αδύναμη» και «ευάλωτη» δύναμη, που, ελλείψει κυβερνητικών συμμάχων, θα υποχρεωθεί σε επώδυνες «συγκατοικήσεις» στην εξουσία. Με βάση τα παραπάνω, το κάθε κόμμα ξεχωριστά, σε αυτό το πόκερ για την κατάκτηση της εξουσίας, θα ρίξει εκείνα τα χαρτιά που μπορεί να του εξασφαλίσουν τις μέγιστες εγγυήσεις συμμετοχής στα σενάρια διακυβέρνησης. Κανένας δεν δείχνει διατεθειμένος να πάει πάσο για να μείνει εκτός κυβερνητικού κόλπου και άπαντες θα ζυγίσουν το τελευταίο τους χαρτί κατά πώς τους συμφέρει να το ρίξουν την κατάλληλη στιγμή. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συζητά την αλλαγή της εκλογικής νομοθεσίας, υπό τον όρο ότι για την επίτευξη μιας τέτοιας συμφωνίας αμέσως μετά θα ακολουθήσουν εθνικές εκλογές. Η Κουμουνδούρου ποντάρει στο ότι από μια τέτοια εξέλιξη οι «αναποφάσιστοι» ανεξάρτητοι, και όχι μόνο, βουλευτές θα προτιμήσουν να είναι στα κοινοβουλευτικά πράγματα και μετά τις εκλογές, αρνούμενοι να ψηφίσουν ενδεχόμενη πρόταση του Αντ. Σαμαρά για την Προεδρία της Δημοκρατίας, αλλά συναινώντας στην αλλαγή του εκλογικού νόμου, που θα τους παράσχει μεγαλύτερες προοπτικές επανεκλογής, εφόσον κατέλθουν στις λίστες των πολυάριθμων αντιμνημονιακών και «αντιγερμανικών» κομματικών σχηματισμών.


Η «συναίνεση» και ο Σαμαράς

Η έως τώρα «συναίνεση» που ψελλίζει ο ΣΥΡΙΖΑ για αλλαγή του εκλογικού συστήματος, ώστε να μη φανεί ανακόλουθος ως προς τις παραδοσιακές του αρχές και αξίες, επίσης εκλαμβάνεται από το Μέγαρο Μαξίμου ως πεδίο αντιπαράθεσης με την Κουμουνδούρου σε «ηθικό» και σε «ιδεολογικό» επίπεδο. Στην περίπτωση που ο Αλ. Τσίπρας επιλέξει να μην «ταυτιστεί» με τον Ευ. Βενιζέλο στην πρόταση για καθιέρωση της «απλής αναλογικής», τότε θα διεκδικήσει υπεροχή συνέπειας απέναντί του, κι ας οφείλεται μια τέτοια επιλογή στην εκτίμηση ότι δεν εξασφαλίζεται ο απαιτούμενος αριθμός βουλευτών για την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Κοντολογίς, ο Αντώνης Σαμαράς, αντί να προσφέρει ως δώρο την απλή αναλογική σε όσους την επιζητούν για να «συμμαχήσουν» την επόμενη ημέρα της αναμέτρησης σε βάρος της Ν.Δ., θα προτιμήσει να συνεχίσει μέχρι τέλους το πρόγραμμά του δίχως να πέσει στην παγίδα των «τεχνητών» εκλογικών «μεταλλαγών» του συστήματος ανάδειξης των μελών του Κοινοβουλίου.