Η σπουδή Τσίπρα για Παυλόπουλο και η αυτονόητη αλήθεια του Κυριάκου
Γιατί βιάστηκε τόσο ο πρωθυπουργός να «ψηφίσει» Πρόεδρο
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έσπευσε από το βήμα της Βουλής να αποφασίσει -ένα χρόνο νωρίτερα- ποιον θα προτείνει το κόμμα του για την Προεδρία της Δημοκρατίας το 2020. Θύμισε ενδεχομένως στους παλαιότερους τη σιγουριά με την οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου «ψήφιζε» Κωνσταντίνο Καραμανλή για δεύτερη προεδρική θητεία, για να αλλάξει τελικά γνώμη -τον Μάρτιο του 1985- προτείνοντας τον Χρήστο Σαρτζετάκη.
Η πρόθεση του Τσίπρα ήταν ξεκάθαρη: Να θολώσει τα νερά σχετικά με το σάλο που είχε δημιουργηθεί ένα 24ωρο νωρίτερα, όταν ο Γιώργος Κατρούγκαλος άφηνε να εννοηθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ψηφίσει τη δική του πρόταση για αλλαγή του τρόπου εκλογής Προέδρου, επειδή θα την ψήφιζε η ΝΔ.
Το σκεπτικό: Αφού θα την ψήφιζε η ΝΔ και θα συγκέντρωνε ευρεία πλειοψηφία, η επόμενη Βουλή θα άλλαζε το σχετικό άρθρο για την εκλογή Προέδρου με μόλις 151 ψήφους. Ο Πρόεδρος το 2020 θα εκλεγόταν χωρίς διάλυση Βουλής.
Προεξοφλώντας δε την ήττα, το Μαξίμου θεωρούσε ότι αυτό (τους 151 ψήφους) θα το έκανε η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Επομένως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είχε πλέον στα χέρια του το κοινοβουλευτικό όπλο της διάλυσης της Βουλής το 2020, με αφορμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Όπως ακριβώς είχε κάνει το 2014.
Υπήρχε και ένα ακόμα σκεπτικό στο μυαλό Τσίπρα: Κατηγορώντας ΝΔ και ΚΙΝΑΛ ότι έχουν συμφωνήσει μυστικά σε Πρόεδρο Ευάγγελο Βενιζέλο, ήθελε να κάψει έναν «αριστερό» Πρόεδρο της Δημοκρατίας από μια δεξιά κυβέρνηση. Παραδεχόμενος την ήττα στις εκλογες. Είναι γνωστό ότι τις τελευταίες δεκαετίες τηρείται μια άτυπη συμφωνία: κεντροδεξιά κυβέρνηση έχει κεντροαριστερό Πρόεδρο και αντίστροφα. Αν λοιπόν ο Τσίπρας «πέταγε» στην αρένα κορυφαία ονόματα από το χώρο της κεντροαριστεράς, θα χάλαγε αυτή την άτυπη εναλλαγή.
Από την πλευρά του ο Κυριάκος Μητσοτάκης απάντησε στον Τσίπρα το αυτονόητο, πολιτικά: «Οι εκλογές θα καθορίσουν τον τρόπο που θα διατυπωθούν οι προτάσεις μας, είτε εκλεγούμε εμείς, είτε εσείς». Κοινώς, η συζήτηση αυτή δεν είναι της παρούσης. Ο πολιτικός χρόνος πάντα μετρά διαφορετικά. Και ο Φεβρουάριος του 2020 είναι πολύ μακριά.