Ολόκληρη η μηνυτήρια αναφορά της Ζωής Κωνσταντοπούλου έχει ως εξής:

«ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΑ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ

Των βουλευτών του Ελληνικού Κοινοβουλίου

Ζωής Κωνσταντοπούλου

Παναγιώτη Κουρουμπλή

Δημήτρη Στρατούλη

Βασίλη Χατζηλάμπρου

Ραχήλ Μακρή

Αξιότιμη κυρία Εισαγγελεύ,

Κατόπιν του χθεσινού διαβήματος που πραγματοποιήσαμε προς εσάς οι 1η, 3ος, 4ος και 5η από εμάς, κατά τη διάρκεια του οποίου προέβημεν σε αναλυτική ενημέρωσή σας για τα διαδραματισθέντα γεγονότα και αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα που έλαβαν χώρα το Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013, γεγονότα για τα οποία, όπως μας ενημερώσατε, δεν είχατε καμμία προηγούμενη ενημέρωση και γνώση, καταθέτουμε την παρούσα μηνυτήρια αναφορά μας και τα συνημμένα σε αυτήν αποδεικτικά στοιχεία, επιφυλασσόμενοι να επανέλθουμε, καταθέτοντας επιπλέον αποδεικτικά στοιχεία, έγγραφα και υλικό:

Σε μία ευνομούμενη Πολιτεία, σε μια Δημοκρατία, δεν νοείται να υπάρχουν μαύρες τρύπες της νομιμότητας, όπου οι αστυνομικές αρχές, υπό κυβερνητικές εντολές, δρούν εκτός συνταγματικού πλαισίου, διεκδικώντας να προίστανται του αυθεντικού εκπροσώπου της λαικής βούλησης και εντολής, δηλαδή των μελών του Κοινοβουλίου. Δεν νοείται, επίσης, για δημοσιοποιημένες, καταγεγραμμένες και καταγγελθείσες αυθαιρεσίες και παρανομίες, που θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια περιουσία, ζημιώνουν ευθέως το δημόσιο συμφέρον και απειλούν την ίδια τη Δημοκρατία, η Εισαγγελική Αρχή να εμφανίζεται εφεκτική, αρνούμενη να παρέμβει ακόμη και μετά από δημόσιες και επίσημες εκκλήσεις βουλευτών του Κοινοβουλίου.

Όπως γνωρίζετε, με άκυρη Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, που δεν υπογράφηκε καν από το Υπουργικό Συμβούλιο αλλά από μεμονωμένα μέλη του, επιχειρήθηκε να δοθεί η δυνατότητα στους Υπουργούς Οικονομικών και τον Υφυπουργό Παρά τω Πρωθυπουργό να κλείνουν μονομερώς δημόσιες επιχειρήσεις και Οργανισμούς. Με Υπουργική Απόφαση που εκδόθηκε στις 11/6/2013 επιχειρήθηκε το κλείσιμο της ΕΡΤ Α.Ε. Ωστόσο, η άκυρη αυτή πράξη νομοθετικού περιεχομένου, για την οποία ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ δήλωσαν ότι δεν θα την κύρωναν στη Βουλή και κατέθεσαν αυθημερόν πρόταση νόμου για την κατάργησή της (γεγονός που σημαίνει ότι δεν υπήρχε δεδηλωμένη εμπιστοσύνη στην Κυβέρνηση για μια τέτοια ενέργεια, με την οποία παρακάμφθηκε το Κοινοβούλιο), τελικώς δεν κυρώθηκε ποτέ από τη Βουλή και ήδη από τις 19 Οκτωβρίου 2013, επομένη της εκπνοής της προθεσμίας κύρωσής της, έχει ισχύ απλής διοικητικής πράξης και όχι ισχύ νόμου. Όμως, η απλή διοικητική πράξη δεν μπορεί να περιέχει νομοθετική εξουσιοδότηση σε Υπουργούς για έκδοση Υπουργικών Αποφάσεων και, επομένως, είναι αυτοδικαίως άκυρη και ανυπόστατη η κοινή υπουργική απόφαση δυνάμει της οποίας επιχειρήθηκε το κλείσιμο της ΕΡΤ, όπερ σημαίνει ότι από τις 19/10/2013 η Κυβέρνηση όφειλε να επιτρέψει την πλήρη επαναλειτουργία της.

Το θέμα είναι μείζονος σημασίας για τη δημοκρατία και την ελευθερία έκφρασης στη χώρα μας. Δεν υπάρχει προηγούμενο τόσο ωμής λογοκρισίας σε Ευρωπαική χώρα και σε καιρό δημοκρατίας. Το ζήτημα απασχολεί έκτοτε τη Βουλή, τα Μέσα ενημέρωσης και τη Δικαιοσύνη, αφού έχουν επιληφθεί πλείστες αρμόδιες αρχές. Από τον Ιούνιο 2013, άλλωστε, η Κυβέρνηση παραβιάζει και τις αποφάσεις προσωρινής δικαστικής προστασίας που εκδόθηκαν κατόπιν προσφυγών των εργαζομένων στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Όπως, εξάλλου, επίσης γνωρίζετε και ενθυμείστε, από τις 13 Ιουνίου 2013, οι δύο πρώτοι από εμάς, Ζωή Κωνσταντοπούλου και Παναγιώτης Κουρουμπλής, με προφορικό αυτοπρόσωπο διάβημά μας προς εσάς, καθ’ όν χρόνο αναπληρώνατε τον τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Ιωάννη Τέντε, σας ενημερώσαμε για τις παραβιάσεις της νομιμότητας, που φθάνουν μέχρι της αλλοίωσης του πολιτεύματος στην υπόθεση αυτή και ζητήσαμε, εκ μέρους της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, να επιληφθείτε. Το διάβημά μας αυτό, που επίσης δημοσιοποιήθηκε κατά το χρόνο εκείνο, πραγματοποιήθηκε κατόπιν σχετικής δημόσιας εξαγγελίας του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης κ. Αλέξη Τσίπρα και με τις ιδιότητές μας ως Υπεύθυνης της Κοινοβουλευτικής Ομάδας επί θεμάτων Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ως Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου αντιστοίχως.

Εξάλλου, ήδη από την 12η Ιουνίοου 2013, η πρώτη από εμάς είχα επικοινωνήσει με την Προισταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών κυρία Φάκου, επ’ αφορμή διακινούμενης φημολογίας ότι δήθεν με εντολή της θα παρενέβαιναν στο Ραδιομέγαρο δυνάμεις των ΜΑΤ. Τότε, η κυρία Εισαγγελέας με είχε διαβεβαιώσει ότι ουδεμία αρμοδιότητα ούτε πρόθεση τέτοιας παρέμβασης υπήρχε από την Εισαγγελική Αρχή. Για την επικοινωνία αυτή σας είχαμε ενημερώσει την επομένη (13 Ιουνίου 2013), στο πλαίσιο του ανωτέρω διαβήματός μας.

Σημειωτέον ότι, για τη διακύβευση του δημοσίου συμφέροντος, της δημόσιας περιουσίας και της δημοκρατικής λειτουργίας του Πολιτεύματος από το «μαύρο στην ΕΡΤ», οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ καταθέσαμε αίτηση σύστασης εξεταστικής επιτροπής του κοινοβουλίου, η οποία συζητήθηκε στις 17 Ιουλίου 2013 και την οποία υπερψήφισαν μόνον βουλευτές της αντιπολίτευσης, αφού οι κυβερνητικοί βουλευτές προδήλως δεν επιθυμούν την διερεύνηση της υπόθεσης και των ευθυνών της Κυβέρνησης την οποία στηρίζουν και στην οποία συμμετέχουν, με τη διττή ιδιότητα των Υπουργών/Υφυπουργών και βουλευτών, μετά την «ανασυγκρότηση» της Κυβέρνησης Σαμαρά, στο τέλος Ιουνίου 2013, την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ και την κυβερνητική αναβάθμιση στελεχών του ΠΑΣΟΚ σε Υπουργούς- Υφυπουργούς και του Προέδρου του σε Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης και Υπουργό Εξωτερικών..

Σημειωτέον, επίσης, ότι στα πλαίσια κοινοβουλευτικού ελέγχου τον οποίο συνεχίζουμε να πραγματοποιούμε ως εκ δημοκρατικού καθήκοντος οφείλουμε έχει αναδειχθεί το εξόφθαλμο πλιάτσικο στη δημόσια περιουσία, στην οποία εντάσσεται η εν ευρεία εννοία περιουσία, εμπράγματη και άυλη, τα δικαιώματα και η πνευματική ιδιοκτησία της ΕΡΤ Α.Ε. και το αρχείο της. Το πλιάτσικο αυτό διενεργείται με την επικουρία της Κυβέρνησης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ευθεία παρέμβαση στο διαγωνισμό για το ψηφιακό σήμα, από τον οποίο αποκλείστηκε μεθοδευμένα η ΕΡΤ, τη χαριστική ρύθμιση για τις συχνότητες στους καναλάρχες, σε νομοσχέδιο, μάλιστα του Υπουργού Υγείας (ο οποίος από του βήματος της Βουλής, έφθασε να υπόσχεται σε βουλευτές ότι «θα τους κλείσει εμφανίσεις στην τηλεόραση»), αλλά και την αντιποίηση-πλαστογραφία του περιοδικού της ΕΡΤ «Ραδιοτηλεόραση», από εκδοτικά αρπακτικά, όπως και την εκχώρηση των συμβάσεων της ΕΡΤ σε ιδιώτες.

Σημειώνουμε και υπογραμμίζουμε ότι από της εκδόσεως της αντισυνταγματικής πράξης νομοθετικού περιεχομένου μέχρι και την 6η Νοεμβρίου 2013, οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ, οι οποίοι ουδέποτε απολύθηκαν κατά την ισχύουσα νομοθεσία, ούτε άλλωστε τους καταβλήθηκε αποζημίωση, συνέχισαν να εργάζονται εντός του Ραδιομεγάρου, να διαφυλάσσουν τα μηχανήματα που τους είχαν χρεωθεί, να παράγουν ραδιοτηλεοπτικό πρόγραμμα στο οποίο συμμετείχαν, στο πλαίσιο πολιτικών και ειδησεογραφικών εκπομπών, οι βουλευτές 4 τουλάχιστον μη κυβερνητικών κομμάτων της Βουλής (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝ.ΕΛ, ΔΗΜΑΡ, ΚΚΕ) αλλά ακόμη και μεμονωμένοι κυβερνητικοί βουλευτές. Ταυτόχρονα, πραγματοποιούνταν πολιτιστικές εκδηλώσεις και συναυλίες, αλλά και δημόσιες συζητήσεις στον προαύλιο χώρο του Ραδιομεγάρου, με τη συμμετοχή πλείστων καλλιτεχνών, δημοσιογράφων και πνευματικών ανθρώπων. Οι εκδηλώσεις αυτές προβάλλονταν στα πλαίσια του ραδιοτηλεοπτικού προγράμματος που μεταδιδόταν και διαδικτυακά και παρακολουθούνταν ζωντανά από χιλιάδες πολίτες.

Τα ξημερώματα τις 7ης Νοεμβρίου 2013 και ώρα 04.20 το πρωί, αστυνομικές δυνάμεις εισέβαλαν στο ραδιομέγαρο της ΕΡΤ και ένοπλοι ανάγκασαν τον εκφωνητή του ραδιοφωνικού προγράμματος να σιγήσει. Καταγεγραμμένη στην ιστορία η συγκλονιστική αποφώνηση.

Ενημερωθέντες προσήλθαμε στην πύλη της ΕΡΤ, η οποία φυλασσόταν από δυνάμεις της Αστυνομίας. Στην προσελθούσα πρώτη εξ ημών περί ώρα 06.55, ο Ταξίαρχος Ζαφειρόπουλος δήλωσε ότι «απαγορεύεται η είσοδος σε βουλευτές», ενώ στην επιμονή μου να έχω ενημέρωση από Εισαγγελέα, προσήλθε στην πύλη ο Εισαγγελέας κος Γκύζης, ο οποίος μου δήλωσε ότι η Εισαγγελική Αρχή δεν έχει επιληφθεί, ότι κατόπιν δικής σας εντολής προς την Προισταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών παρίστατο μόνο ως εγγυητής της ειρηνικής «παραλαβής» του ραδιομεγάρου, ότι ουδεμία αξιόποινη πράξη διαπίστωσε, ότι τα πάντα στο χώρο του ραδιομεγάρου ήταν εντάξει και ότι η δουλειά του είχε τελειώσει. Η ενημέρωση αυτή έγινε πίσω από τα κάγκελα της εξωτερικής πύλης. Προηγουμένως, είχαν εμποδισθεί βιαίως να προσέλθουν στο σημείο της εισόδου οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Βούτσης, Χρήστος Καραγιαννίδης, Χρήστος Μαντάς, αλλά και ο 3ος εξ ημών Δημήτρης Στρατούλης. Οι παρεμπόδιση διέλευσης επί της οδού Μεσογείων έχει μαγνητοσκοπηθεί και καταγραφεί, όπως και η βιαιότητα των αστυνομικών δυνάμεων. Η πρώτη από εμάς επίσης επιχειρήθηκε να εμποδισθώ να φθάσω στην εξωτερική πύλη του Ραδιομεγάρου, αφού αστυνομικοί που δεν μου δήλωναν τα στοιχεία τους μου ζήτησαν να μη διέλθω από την οδό Μανδηλαρά, χωρίς να μου γνωστοποιούν από πού προέρχεται μια τέτοια εντολή περιορισμού της ελευθερίας κίνησης.

Εντός της ημέρας (7/11/2013) κατατέθηκε πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ κατά της Κυβέρνησης για τη συνολική πολιτική της με αποκορύφωμα τον πλήρη εκτροχιασμό του αυταρχισμού της στην υπόθεση της ΕΡΤ, με βίαιη εισβολή των ΜΑΤ. Μέχρι το βράδυ της ίδιας ημέρας οι άνδρες των αστυνομικών δυνάμεων και ο Αστυνομικός Διευθυντής Λαμπρόπουλος απαγόρευαν την είσοδο εντός του Ραδιομεγάρου στους βουλευτές. Για τελευταία φορά, η πρώτη από εμάς ζήτησα να εισέλθω το βράδυ της 7ης/11/2013 περί τις 11 μ.μ., μετά τη λήξη του δελτίου ειδήσεων που μεταδόθηκε ζωντανά από τον χώρο έμπροσθεν της αστυνομικής κατάληψης. Κάθε φορά ζητούσα να γίνει διαβίβαση του αιτήματός μου και μετά τη διαβίβαση μου απαντούσαν ότι «δυστυχώς, με εντολή του ΓΑΔΑρχη, απαγορεύεται». Σε κάποια από τις ερωτήσεις μου «για ποιο λόγο», μου απάντησαν «για την ασφάλειά σας», γεγονός που ακούσθηκε ως ευθεία απειλή και για το οποίο διαμαρτυρήθηκα αμέσως. Από το πρωί της ημέρας εκείνης αναζήτησα και τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στον οποίο άφησα τηλεφωνικό μήνυμα, αφού ουδέποτε απάντησε στο τηλέφωνό μου ούτε και ανταποκρίθηκε με οποιοδήποτε τρόπο.

Το Σάββατο 9/11/2013 και περί ώρα 15.20, ειδοποιηθήκαμε από εργαζομένους της ΕΡΤ ότι στο χώρο στον οποίο από διημέρου απαγόρευαν οι αστυνομικές δυνάμεις την είσοδο βουλευτών είχαν εισέλθει πολίτες, με τη συνοδεία της αστυνομίας, εμφανιζόμενοι ως «τεχνικοί της Δ.Τ.», οι οποίοι απέκτησαν πρόσβαση στα μηχανήματα παραβιάζοντας τους κωδικούς ασφαλείας και υπήρχε κίνδυνος και φόβος ζημιάς ή δολιοφθοράς.

Η πρώτη από εμάς προσήλθα επί τόπου στις 15.55. Η πόρτα του ραδιομεγάρου ήταν ανοικτή, και στην είσοδο στέκονταν αστυνομικοί, στους οποίους γνωστοποίησα ότι επιθυμώ να εισέλθω προκειμένου να έχω ιδία αντίληψη και άποψη για τα καταγγελθέντα. Ο κ. Λαμπρόπουλος μου ζήτησε «δύο λεπτά για να ενημερώσει». Ανέμενα στην εξωτερική είσοδο που οδηγεί στον προαύλιο χώρο, με ανοιχτή την καγκελόπορτα. Επέστρεψε μετά από αρκετή ώρα (κατά την οποία ανέμενα στην εξωτερική είσοδο) και μου γνωστοποίησε ότι «δυστυχώς, δεν επιτρέπεται». Τον ρώτησα από ποιον προέρχεται η εντολή και μου απάντησε «από τον εκφωνητή του Κέντρου». Τον ρώτησα εάν βρίσκεται Εισαγγελέας στο χώρο και μου απάντησε αρνητικά. Επίσης, συνομολόγησε ότι πράγματι είχαν εισέλθει νωρίτερα εντός του κτιρίου του Ραδιομεγάρου με συνοδεία συναδέλφων του ιδιώτες, των οποίων δεν γνώριζε, όπως είπε, τα ονόματα και τα στοιχεία. Του γνωστοποίησα ότι οι «εντολές του κέντρου διαβιβάσεων» δεν δεσμεύουν το Κοινοβούλιο, ότι τα όσα διαπιστώνονται, καταγγέλλονται και συνομολογούνται συνιστούν σοβαρότατα γεγονότα και αξιόποινες πράξεις και του ζήτησα να καλέσει Εισαγγελέα. Στις επανειλημμένες και επιτακτικές εκκλήσεις μου, δέχθηκε τελικώς να καλέσει Εισαγγελέα. Απομακρύνθηκε από την πόρτα και εγώ συνέχισα να παραμένω στην είσοδο, με ανοιχτή την καγκελόπορτα, αναμένοντάς τον. Επέστρεψε μετά από αρκετή ώρα δηλώνοντάς μου ότι «παίρνει τον Εισαγγελέα Υπηρεσίας και δεν απαντάει και ο ίδιος δεν έχει άλλο αριθμό κλήσης». Του δήλωσα ότι θεωρώ εντελώς προσχηματική την δικαιολογία του, αναζήτησα η ίδια το τηλέφωνο της Προισταμένης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών κυρίας Φάκου, την οποία βρήκα και ενημέρωσα. Μου δήλωσε ότι δεν είχε καμμία προηγούμενη ενημέρωση και μου δήλωσε ότι η Εισαγγελία δεν είχε καμμία σχέση με τα επισυμβαίνοντα στο χώρο. Της δήλωσα ότι επιθυμώ να εισέλθω στο χώρο για να ασκήσω τα καθήκοντά μου ως βουλευτής και επιφυλάχθηκε να ενημερωθεί και να με ενημερώσει για το ποιος ήταν αρμόδιος. Με κάλεσε ξανά μετά από λίγο και με ενημέρωσε ότι, όπως της δήλωσαν, αρμόδιο για το χώρο είναι το Υπουργείο Οικονομικών. Την ενημέρωσα ότι επιθυμώ να εισέλθω στο χώρο όπως δικαιούμαι ως βουλευτής, ότι η παρεμπόδισή μου συνιστά παράνομη πράξη, ότι επιθυμώ να υποβάλω μήνυση και ότι ζητώ από τους παρισταμένους αστυνομικούς της ΕΛ.Α.Σ. να συντάξουν έκθεση προφορικής μήνυσης, όπως υποχρεούνται, πλην όμως δεν το πράττουν. Της ζήτησα δε να παραγγείλει την έλευση αρμοδίων ανακριτικών υπαλλήλων για να συνταχθούν οι κατά νόμον εκθέσεις πριν απωλεσθούν στοιχεία και μάρτυρες και πριν εξαφανισθούν οι υπαίτιοι της παρεμπόδισης αλλά και των λοιπών αξιόποινων συμπεριφορών. Αυτό δεν έγινε ποτέ. Σε μεταγενέστερη κλήση μου, γύρω στις 19.20 το βράδυ (ελάχιστο χρόνο, δηλαδή, πριν την κλιμάκωση της αστυνομικής βίας), το τηλέφωνο της Εισαγγελέως έδειξε να καλεί και εν συνεχεία να εκπέμπει σήμα κατειλημμένου. Υπέθεσα ότι είναι απασχολημένη και ότι απέρριψε την κλήση για να με καλέσει αργότερα. Ουδέποτε έκτοτε είχα οποιαδήποτε εκ μέρους της ενημέρωση ή κλήση.

Παρέμεινα στο σημείο αυτό ακριβώς στην είσοδο, με την καγκελόπορτα ανοιχτή, επί 4 περίπου ώρες απ’ ό,τι υπολογίζω, μέχρι την κλιμάκωση της αστυνομικής βίας εναντίον μου, που κορυφώθηκε με εντολή δημιουργίας συνθηκών αποκλεισμού μου και διαχωρισμού μου από τους 4 συναδέλφους βουλευτές, που είχαν εν τω μεταξύ προσέλθει και εισέλθει στο χώρο (Π. Κουρουμπλή, Δ. Στρατούλη, Β. Χατζηλάμπρου, Ρ. Μακρή), με συμπίεσή μου στο χώρο μεταξύ της σιδερένιας καγκελόπορτας και του κιγκλιδώματος, που έφθασε μέχρι του να πιέζουν για να κλείσουν την καγκελόπορτα στην κυριολεξία επάνω μου, με κίνδυνο να με συνθλίψουν, κίνδυνο ο οποίος απετράπη μόνον χάρη στην εργαζόμενη κα Θεοδώρα Μέγα (της οποίας τα στοιχεία πληροφορήθηκα μετά και δημοσιοποίησα αμέσως, ευχαριστώντας την), που, ανεβαίνοντας στην καγκελόπορτα, κράτησε για πολλή ώρα αντίσταση με το πόδι της για να μην κλείσουν την καγκελόπορτα επάνω μου και χάρη στους συναδέλφους βουλευτές, οι οποίοι απεγνωσμένα καλούσαν τους αστυνομικούς να μην με αποκλείουν και προειδοποιούσαν ότι θα με συνθλίψουν, η δε κα Ραχήλ Μακρή με το χέρι της κρατούσε κι εκείνη αντίσταση στην καγκελόπορτα για να μην κλείσει επάνω μου.

Το χρονικό της εντεταλμένης κλιμάκωσης της βίας εξελίχθηκε ως εξής:

Λίγο μετά την έλευσή μου, με εντολή παρατάχθηκε μπροστά μου διμοιρία των ΥΜΕΤ, αποκλείοντας το χώρο της εισόδου από το υπόλοιπο οδόστρωμα. Με απέκλεισαν έτσι και από το συνεργάτη μου, με τον οποίο αναγκαζόμουν να επικοινωνώ τηλεφωνικά από απόσταση 2 μέτρων και τον οποίο εμπόδιζαν να έχει πρόσβαση στον αποκλεισμένο χώρο του οδοστρώματος όπου με είχαν περιορίσει. Στις διαμαρτυρίες μου ότι περιορίζουν την ελευθερία μου και την ελεύθερη επικοινωνία μου και μάλιστα σε δημόσιο χώρο, παρέμεναν απαθείς. Πίσω από την διμοιρία, στον αποκλεισμένο από τα Υ.Μ.Ε.Τ. χώρο παρέμειναν λιγοστοί δημοσιογράφοι και εργαζόμενοι της ΕΡΤ (εκ των οποίων οι κκ. Αγλαία Κυρίτση, Βαγγέλης Παπαδημητρίου, και 2-3 ακόμη), δύο εκπρόσωποι της ΠΟΣΠΕΡΤ (Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος). Σε όλη τη διάρκεια παραμονής μου στο σημείο αυτό, μέσω τηλεφωνικών συνδέσεων με το ραδιοσταθμό «Στο Κόκκινο», απηύθυνα δημόσιες εκκλήσεις, προκειμένου να υπάρξει Εισαγγελική παρέμβαση και δημοσιοποιούσα τα τεκταινόμενα και την κλιμακούμενη προκλητική συμπεριφορά των αστυνομικών δυνάμεων.

Οι δημόσιες αυτές παρεμβάσεις μου, μέσω του ραδιοσταθμού «στο Κόκκινο» από τις 4 έως τις 8 αναμεταδόθηκαν ζωντανά, είναι πέραν πάσης αμφισβητήσεως και καταγράφουν την μεθόδευση η οποία ακολουθήθηκε και την επιτηδευμένη κλιμάκωση που διατάχθηκε (είναι χαρακτηριστικό ότι χωρίς λόγο διατάχθηκε η διμοιρία των ΥΜΕΤ να βάλει κράνη, όπως και οι συνεννοήσεις του διμοιρίτη με πρόσωπο με πολιτικά), κλιμάκωση που οδήγησε στην ασκηθείσα εναντίον μου βία, με περιορισμό της ελευθερίας, παράνομη κατακράτησή μου, επικίνδυνη για τη ζωή και τη σωματική μου ακεραιότητα συμπίεση από δεκάδες αστυνομικούς μεταξύ της καγκελόπορτας και του κιγκλιδώματος, την οποία έκλειναν επάνω μου.

Από όλες αυτές τις δημόσιες παρεμβάσεις μου, που μεταδόθηκαν ζωντανά και οι οποίες προσκομίζονται με την παρούσα, προκύπτει ότι επί 4ωρο ζητούσα την παρέμβαση Εισαγγελέα και προσπαθούσα να αποτρέψω μεθοδευόμενες αλλά και διαπραττόμενες έκνομες ενέργειες εκ μέρους αστυνομικών και μη, σε βαθμό κακουργήματος και πλημμελήματος, οι οποίες διώκονται αυτεπαγγέλτως. Ζητούσα, δηλαδή, το αυτονόητο σε μια ευνομούμενη Πολιτεία.

Διαρκούσης της παραμονής μου στον ίδιο χώρο και κατά καιρούς σημειώνονταν μεμονωμένες προκλήσεις και γεγονότα άσκησης βίας και ψυχολογικής πίεσης, όπως κατά τη στιγμή που ο κ. Λαμπρόπουλος με έσπρωξε και, όταν διαμαρτυρήθηκα, επιχείρησε να αντιστρέψει την πραγματικότητα (γεγονός που αναμεταδόθηκε ζωντανά ραδιοφωνικά) ή οι στιγμές κατά τις οποίες, με εντολή προσέρχονταν μεμονωμένοι αστυνομικοί πίσω από την καγκελόπορτα και με το πόδι τους τη συμπίεζαν επάνω μου, αναγκάζοντάς με να τους λέω να «μην το κάνουν αυτό». Κάθε φορά που διαμαρτυρόμουν, προφασίζονταν ότι απλώς τυχαία έβαλαν το πόδι τους στην καγκελόπορτα. Κάποια στιγμή, κάποιος εκ των ανωτέρω κλώτσησε την πόρτα επάνω μου, αναγκάζοντάς με να αντιδράσω έντονα. Στις έντονες αντιδράσεις μου εκείνος απάντησε ότι «το έκανε κατά λάθος». Σημειώνω, επίσης, ότι ο κ. Λαμπρόπουλος δεν έκανε επικοινωνίες μέσω κέντρου μόνον, αλλά και μέσω του κινητού του τηλεφώνου, στο οποίο τον κάλεσε ο κ. Ζαφειρόπουλος, το επώνυμο του οποίου αναγράφηκε στην οθόνη. Θεωρώ εκ των ων ουκ άνευ την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών τουλάχιστον των 2 αυτών προσώπων αλλά και των λοιπών εμπλεκομένων κατά την επίμαχη διάρκεια, πέραν του ότι θα πρέπει απαραιτήτως να ενσωματωθούν στη δικογραφία όλες οι επικοινωνίες με το κέντρο τόσο των αστυνομικών δυνάμεων όσο και των δυνάμεων των Υ.Μ.Ε.Τ., της Υ.Α.Τ. και των διμοιριών μεταξύ τους. Σημειωτέον ότι εντός του προαυλίου χώρου του Ραδιομεγάρου υπήρχαν και άτομα με πολιτικά, χωρίς διακριτικά αστυνομικών. Πολλά από τα πρόσωπα αυτά μπορώ να τα αναγνωρίσω, υπάρχουν δε και φωτογραφίες τους και είναι ευθύνη των αρμοδίων αρχών να εντοπίσουν τους παριστάμενους στο χώρο αστυνομικούς, εκ των οποίων ένας μόνον ενήργησε στοιχειωδώς συμφώνως με το καθήκον του, όταν εξελίχθηκαν τα γεγονότα βίας εκ μέρους των συναδέλφων του. Ο ίδιος αστυνομικός είχε κατ’ επανάληψη εκφράσει την ανησυχία του ότι θα υπάρξει τραυματισμός..

Μετά τις 19.30 και γύρω στις 8 παρά, ενώ στον αποκλεισμένο χώρο μεταξύ του οδοστρώματος και της καγκελόπορτας είχαμε προσέλθει και οι συνυπογράφοντες βουλευτές Π. Κουρουμπλής, Δ. Στρατούλης, Β. Χατζηλάμπρου και Ρ. Μακρή, άρχισαν να δίνονται εντολές δημιουργίας συνθηκών συμπίεσης και ασφυξίας. Παράλληλα, οι αστυνομικοί άρχισαν να σκηνοθετούν: ζήτησαν από δύο γυναίκες αστυνομικούς να τοποθετηθούν μπροστά μου, αποκλείοντάς με από τους υπολοίπους βουλευτές, αντικαθιστώντας άνδρα συνάδελφό τους που επιτελούσε αυτήν την αποστολή. Όταν οι δύο πρώτες αστυνομικίνες διαμαρτυρήθηκαν στον κ. Λαμπρόπουλο για το υπερβολικό των εντολών του, αντικαταστάθηκαν από άλλες. Στις διαμαρτυρίες μου ότι δημιουργούν συνθήκες ασφυξίας, δεν απαντούσαν. Την ίδια στιγμή, δόθηκε εντολή να μετακινηθεί από τον εσωτερικό του προαυλίου χώρου της ΕΡΤ συμβατικό όχημα της ασφάλειας, το οποίο περιόρισε το χώρο εντός της εισόδου του προαυλίου. Ταυτόχρονα άρχισαν να μετακινούνται από το εσωτερικό του προαυλίου και να συνωστίζουνται στον εσωτερικό χώρο της εισόδου πίσω και γύρω από την καγκελόπορτα δεκάδες αστυνομικοί (με την ίδια σκηνοθεσία), οι οποίοι άρχισαν να πιέζουν την καγκελόπορτα επάνω μου. Τους επισήμανα ότι είχαν περιορίσει τόσο πολύ το χώρο γύρω μου, ώστε αναγκαζόμουν να πατάω στο ένα πόδι. Τους ζήτησα κατ’ επανάληψη να υποχωρήσουν τουλάχιστον ένα βήμα. Με κοιτούσαν ψυχρά και δύο εξ αυτών απαντούσαν «Έχει συνωστισμό», «Εγώ πού να πάω». Οι περισσότεροι, όμως, δεν απαντούσαν. Οι εξ ημών βουλευτές που παρακολουθούσαμε με ανησυχία αυτήν την αδιανόητη συμπεριφορά, διαμαρτυρόμασταν και ζητούσαμε από τους αστυνομικούς να σταματήσουν. Εκείνοι παρέμεναν ατάραχοι, ενώ ο επικεφαλής τους έκανε νόημα με τα χέρια του, να συνεχίζουν να συμπιέζουν. Ένας άλλος αξιωματικός με γυαλιά, ο οποίος έδινε εντολές, μιλώντας στο κινητό ή στον ασύρματο και προφανώς σε ανώτερό του, είπε «στην είσοδο υπάρχει το γνωστό πρόβλημα» και άκουσα κάποιον να δίνει την εντολή «πρέπει να τελειώσει». Διαμαρτυρόμενη και θέλοντας να δείξω σαφώς ότι έχω αντιληφθεί τι συμβαίνει, ρώτησα: «Εγώ είμαι το γνωστό πρόβλημα;» για να εισπράξω μια μη απάντηση. Ο ίδιος αστυνομικός, όταν μετά τα βίαια γεγονότα του είπα ότι έχει διαπράξει εσχάτη προδοσία, μου απάντησε αυτάρεσκα «Στείλτε με στο απόσπασμα»!

Ήταν ξεκάθαρο ότι η κατάσταση μεθοδευόταν με εντολή και με αποδοχή του ενδεχομένου πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, ακρωτηριασμού ή και θανάτου. Ζήτησα να μου δώσουν το μικρόφωνο που υπήρχε για την αναμετάδοση του προγράμματος της ΕΡΤ και του δελτίου ειδήσεων και γνωστοποίησα από μικροφώνου τι συνέβαινε, σε μια ύστατη προσπάθεια να αποτρέψω και να ανασχέσω την εν εξελίξει επιχείρηση αστυνομικής βίας σε βάρος μου, σε βάρος των παρισταμένων βουλευτών και σε βάρος του πολιτεύματος. Στις εκκλήσεις μου, οι αστυνομικοί συνέχιζαν ανέκφραστοι, ενώ εσωτερικά εξακολουθούσαν να συμπιέζουν την πόρτα. Οι εξ ημών βουλευτές Δ. Στρατούλης, Π. Κουρουμπλής, Β. Χατζηλάμπρου και Ρ. Μακρή απεγνωσμένα ζητούσαμε την προστασία της σωματικής ακεραιότητας της Ζωής Κωνσταντοπούλου προειδοποιώντας ότι θα την λιώσουν με την καγκελόπορτα, ενώ η Θεοδώρα Μέγα σκαρφάλωσε στην καγκελόπορτα και κρατούσε με κόπο αντίσταση με το πόδι της, προστατεύοντάς με.

Προηγουμένως είχα ακούσει κάποιον να διαβιβάζει ότι «αν προσπαθήσουν να εισέλθουν» και, αντιλαμβανόμενη ότι μεθοδευόταν σκευωρία τους είπα ότι εμείς περιμένουμε Εισαγγελέα και να μην απεργάζονται σκηνοθεσία δήθεν εισβολής. Ενώ εξελισσόταν η συμπίεσή μου στην καγκελόπορτα, άκουσα κάποιον να διαβιβάζει ότι δήθεν κάποιοι «κλωτσούν την πόρτα». Αμέσως φώναξα ότι κάνουν ψευδείς διαβιβάσεις, προφανώς για να δικαιολογήσουν κλιμάκωση της βίας και είναι βέβαιο ότι αυτό έχει καταγραφεί- είναι άλλωστε καταγεγραμμένο και στα ηχητικά ντοκουμέντα που προσκομίζονται με την παρούσα.

Η βία κλιμακώθηκε με την πόρτα να κλείνει στην κυριολεξία επάνω μου. Γλίτωσα μόνον χάρη στις ενέργειες της Θεοδώρας Μέγα, της Ραχήλ Μακρή και ενός αστυνομικού που στεκόταν δίπλα μου στην καγκελόπορτα και ο οποίος πιστεύω ότι θα έχει επίσης σωματικές βλάβες από τη συμπίεση, όπως κι εγώ- βλάβες οι οποίες έχουν καταγραφεί και ιατρικά. Βεβαίως, θεωρώ ότι όλα αυτά θα έπρεπε αυτεπαγγέλτως διερευνηθούν, διότι συνιστούν αυτεπαγγέλτως διωκόμενες πράξεις, που έχουν μαγνητοσκοπηθεί, δημοσιοποιηθεί και καταγγελθεί με τον πλέον επίσημο τρόπο και στην Ολομέλεια της Βουλής, από τον Πρόεδρο της Αξιωματικής Αντιπολίτευρης Αλέξη Τσίπρα και τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ Παναγιώτη Λαφαζάνη και των ΑΝ.ΕΛΛ. Νότη Μαριά. Σημειωτέον ότι στην Ολομέλεια της Βουλής, ο Υπουργός Επικρατείας κ. Σταμάτης επικαλέσθηκε την «μαρτυρία του κ. Δένδια, Υπουργού Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη», την οποία μάλιστα χαρακτήρισε και ως «πιο αξιόπιστη». Με δεδομένο ότι ο κ. Δένδιας δεν ήταν παρών, είναι, όμως, ιεραρχικά και πολιτικά υπεύθυνος, θεωρούμε ότι η σχετική μαρτυρία πρέπει οπωσδήποτε να αναζητηθεί στο πλαίσιο της ανακριτικής διαδικασίας. Για την πληρότητα της αφήγησης, σημειώνω ότι η πρώτη εξ ημών πραγματοποίησα δύο τηλεφωνικές κλήσεις στον Αρχηγό της Αστυνομίας κ. Παπαγιαννόπουλο. Η πρώτη περί τις 00.40 της 9 προς 10/11/2013, λίγη ώρα μετά την αποχώρησή μου από το χώρο, όπου περίμενα μέχρι 00.15 χωρίς ποτέ να προσέλθει Εισαγγελέας, παρά και την καταγραφείσα και αναμεταδοθείσα βία. Στην κλήση αυτή δεν πήρα απάντηση. Η δεύτερη κλήση πραγματοποιήθηκε στις 3 περίπου το μεσημέρι της επομένης (Κυριακής). Μου απάντησε ο Υπασπιστής του κ. Παπαγιαννόπουλου ότι συναντάτο εκείνη την ώρα με τον ΓΑΔΑρχη και θα μου τηλεφωνούσε αργότερα. Πράγματι, λίγο αργότερα με κάλεσε. Του είπα ότι περίμενα να με έχει καλέσει ο ίδιος μετά τη χθεσινή μου κλήση. Μου απάντησε ότι φαντάσθηκε ότι τον κάλεσα «κατά λάθος», γιατί ήταν αργά. Τον ρώτησα αν είναι ενήμερος για τα γεγονότα και μου απάντησε ότι ενημερώθηκε ότι «είχα βάλει το πόδι μου στην πόρτα». Του απάντησα ότι, αν είχα βάλει το πόδι μου, θα είχε σίγουρα συνθλιβεί. Του ζήτησα επισήμως όλες τις καταγραφές των επικοινωνιών μέσω ασυρμάτου με το Κέντρο και τον ενημέρωσα ότι αναμένω να αναζητηθούν δεόντως οι ευθύνες, διότι από την ιεραρχία της οποίας προίσταται δόθηκε εντολή άσκησης βίας κατά εκπροσώπων του Κοινοβουλίου.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, ενώ χρόνο εξελίσσονταν αυτά στον αποκλεισμένο χώρο μεταξύ της καγκελόπορτας και του οδοστρώματος, σημειώθηκε και αστυνομική βία σε βάρος πολιτών, του Προέδρου της ΠΟΕΣΥ Γιώργου Σαββίδη, ενώ οι νομικοί σύμβουλοι της ΕΣΗΕΑ που προσήλθαν στο χώρο επίσης εμποδίσθηκαν να μας προσεγγίσουν.

Τη Δευτέρα 11/11/13 πραγματοποιήσαμε επίσημο προφορικό διάβημα και ενημέρωσή σας. Μας ενημερώσατε ότι δεν είχατε καμμία προηγούμενη ενημέρωση. Με την παρούσα, σας κοινοποιούμε και εγγράφως εκείνα που προφορικώς σας καταγγείλαμε και προσκομίζουμε υλικό το οποίο συνιστά πλήρη απόδειξη των καταγγελλομένων, επιφυλασσόμενοι, φυσικά, να επανέλθουμε

Αθήνα, 13/11/13

Οι αναφέροντες».