Αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι ο υφυπουργός Δημόσιας Τηλεόρασης άφησε για λίγο τις υπουργικές του υποχρεώσεις και ξαναπήρε την πένα του δημοσιογράφου για να ...κατακρεουργήσει τον ΣΥΡΙΖΑ, με άρθρο του στο protagon.gr

Γράφει ο Παντελής Καψής με τίτλο «ΣΥΡΙΖΑ χωρίς ψευδαισθήσεις»:

Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι για μια σημαντική μερίδα της κοινής γνώμης το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ είναι πιθανό. Και παρά τις επιφυλάξεις τους, υπάρχουν πολίτες που λένε "ας τους δοκιμάσουμε, πόσο χειρότερα μπορεί να πάνε τα πράγματα".

Φυσικά η πραγματικότητα έχει πολλούς τρόπους να μας εκπλήσσει. Κι όποιος πιστεύει ότι μπορεί να προβλέψει το αύριο προκαλεί την τύχη του. Ιδίως στην πολιτική. Αυτό ωστόσο δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να σχεδιάζουμε και να είμαστε έτοιμοι για όλα τα πιθανά ή και λιγότερα πιθανά ενδεχόμενα. Κι ένα από αυτά είναι τι θα συνέβαινε αν ποτέ αυτές οι προβλέψεις επιβεβαιώνονταν. Τα πιθανά σενάρια δεν είναι πολλά. Το πρώτο κι αυτό που οι περισσότεροι ενδόμυχα πιστεύουν, είναι ότι ο κ. Τσίπρας, έστω και με διαφωνία του κ. Λαφαζάνη, θα ερχόταν σε έναν κάποιο συμβιβασμό με την Ευρώπη, χωρίς να ακυρώσει τις υποχρεώσεις της χώρας απέναντι στους δανειστές της. Σε αντάλλαγμα θα διεκδικούσε μια κάπως καλύτερη συμφωνία με την τρόικα. Το τελευταίο βέβαια δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό. Θα σήμαινε ότι η κα Μέρκελ είναι διατεθειμένη να δώσει περισσότερα στον ΣΥΡΙΖΑ για να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ από ό,τι στον κ. Σαμαρά για να πετύχει το ίδιο βοηθώντας τον να παραμείνει στην εξουσία.

Το πρόβλημα ωστόσο είναι αλλού. Όποια συμφωνία και αν πετύχαινε ο κ. Τσίπρας -με όπλο το... πρωτογενές πλεόνασμα- θα σήμαινε διατήρηση της λιτότητας, έστω και σε πιο ήπιο βαθμό. Και, μαζί, συνέχιση των διαρθρωτικών αλλαγών. Οι επιπτώσεις για την αξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί και πιθανότατα θα ήταν καταστροφικές. Πώς θα αντιδρούσε; Το πρώτο ενδεχόμενο είναι απλώς να κατέρρεε. Αυτό πιστεύουν, ή εύχονται αν προτιμάτε, πολλοί. Δεν θα ήταν τόσο απλό. Πρώτον γιατί θα οδηγούσε σε ακόμα μεγαλύτερη ενίσχυση της ακροδεξιάς. Δεύτερον γιατί ακόμα και αν η οικονομία άντεχε το μεσοδιάστημα των διαπραγματεύσεων, οι προοπτικές θα είχαν χειροτερεύσει δραματικά.

Το πιθανότερο ωστόσο είναι ότι σε μια τέτοια περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα περιμένει παθητικά να καταρρεύσει. Θα επιχειρήσει ηρωική αντεπίθεση μέσω της πολιτικής οξύτητας και της αναζήτησης εξιλαστήριων θυμάτων.

Αυτή τη φορά όμως όχι μόνο με λόγια αλλά και με πράξεις. Ιδίως αν στηρίζεται και στους ΑΝΕΛ. Εξεταστικές επιτροπές για τους «υπεύθυνους» της καταστροφής και πιθανώς δίκες για τους «συνεργάτες» τους. «Δεξιά πολιτική» στην οικονομία, αυταρχισμός απέναντι στους αντιπάλους του, ενίσχυση της ακροδεξιάς και της δημαγωγίας, κοινωνικό και οικονομικό αδιέξοδο: να ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, ακατάλληλο για Δημοκρατίες.

Κι αυτή είναι η καλή εκδοχή. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δέσμιος της ρητορικής του αλλά και εκείνων των στελεχών του που ονειρεύονται, όπως οι ίδιοι λένε, αλλαγή καθεστώτος, μπορεί να αρνηθεί να συμβιβαστεί και να επιλέξει μιας κάποιας μορφής ρήξη. Για παράδειγμα την «προσωρινή» έξοδο από το ευρώ που είχε προτείνει ο κ. Σόιμπλε το καλοκαίρι του 2011. Με ποιους όρους δεν μπορούμε να ξέρουμε. Έτσι κι αλλιώς θα είναι πολύ δύσκολο να πετύχει μια τέτοια συμφωνία και να αποφύγει την άτακτη χρεοκοπία. Για ποιο λόγο οι Ευρωπαίοι εταίροι, μετά από δανεισμό 230 δισεκατομμυρίων ευρώ, να μας διευκολύνουν να αθετήσουμε τις υποχρεώσεις μας απέναντί τους, να βρεθούν δηλαδή οι ίδιοι εκτεθειμένοι απέναντι στους ψηφοφόρους τους; Για το ΔΝΤ ούτε κουβέντα. Δεν μπορεί από το καταστατικό του να αποδεχθεί αθέτηση των υποχρεώσεων των κρατών στα οποία δανείζει. Όπως και να είναι, μια επιστροφή στη δραχμή έχει τα προβλήματα που ο ίδιος ο κ. Τσίπρας έχει χαρακτηρίσει ως καταστροφικά. Ραγδαία υποτίμηση, έκρηξη του πληθωρισμού, απώλεια καταθέσεων, δραματική μείωση εισοδημάτων και πολλά άλλα. Παρ' όλα αυτά, ένα τέτοιο ενδεχόμενο μπορεί να είναι ελκυστικό για μια μερίδα στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί βέβαια όσοι υποστηρίζουν την έξοδο από το ευρώ ονειρεύονται ακριβώς μια Δημοκρατία «εκτάκτων συνθηκών» με συναλλαγματικούς περιορισμούς, περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων, κοινωνικοποίηση επιχειρήσεων που θα χρεοκοπήσουν και αύξηση των δημόσιων δαπανών με την εκτύπωση δραχμών. Ένα είδος «πολεμικού κομμουνισμού» στα πλαίσια του οποίου θα μπορούν να πάρουν τα πολιτικά και οικονομικά μέτρα που θα δρομολογήσουν -όπως ελπίζουν- το πέρασμα στον σοσιαλισμό. Παραδόξως μια τέτοια πολιτική μπορεί για ένα διάστημα να έχει κοινωνική υποστήριξη ανάμεσα σε εκείνους από τους 1,3 εκατομμύρια ανέργους που αυτή τη στιγμή έχουν εξαντλήσει κάθε περιθώριο ανεκτής διαβίωσης.

Προφανώς μια τέτοια πολιτική έχει και αυτή συστατικό της στοιχείο την πολιτική και κοινωνική οξύτητα. Γιατί βέβαια με ένα συνολικά χαμηλότερο ΑΕΠ που θα προκύψει από την έξοδο από το ευρώ η δημιουργία συνθηκών επιβίωσης για τους οικονομικά ασθενέστερους προϋποθέτει, τουλάχιστον στην αρχή, μια βίαιη ανακατανομή εισοδήματος και πλούτου σε βάρος εκείνων που σήμερα εξεγείρονται για τον φόρο στα ακίνητα. Όσων εξ αυτών τουλάχιστον δεν θα έχουν ακολουθήσει το παράδειγμα ορισμένων βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ και δεν θα έχουν βγάλει τα χρήματά τους έξω.

Είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη μια τέτοια πολιτική; Δύσκολα. Για μια μικρή οικονομία όπως η ελληνική αποτελεί ψευδαίσθηση να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να αναπτυχθεί μέσω της τόνωσης της εσωτερικής ζήτησης, δηλαδή χωρίς εξαγωγές. Αυτές όμως προϋποθέτουν ανταγωνιστικότητα, που σημαίνει μισθολογική και δημοσιονομική πειθαρχία και διαρθρωτικές αλλαγές, αυτά ακριβώς δηλαδή που σήμερα αρνείται ο ΣΥΡΙΖΑ. Τα ίδια και χειρότερα θα συμβούν αν η έξοδος από το ευρώ γίνει ασύντακτα - αν, για παράδειγμα, κοπεί η ρευστότητα στις τράπεζες από την ΕΚΤ και βρεθούμε στην ανάγκη να πάρουμε μονομερώς μέτρα. Ένα ενδεχόμενο εξαιρετικά πιθανό αν ο ΣΥΡΙΖΑ απλώς αρνηθεί να εφαρμόσει το Μνημόνιο χωρίς προηγούμενη συμφωνία με την τρόικα. Σε αυτή την περίπτωση είτε θα κάνουν πίσω οι Ευρωπαίοι και το ΔΝΤ είτε θα αφήσουν την Ελλάδα να βουλιάξει μόνη της.

Πολιτικά το δεύτερο μοιάζει πολύ πιο πιθανό. Το ίδιο, άτακτη χρεοκοπία δηλαδή, θα μπορούσε να συμβεί και αν απλώς οι εταίροι αρνιόντουσαν να διαπραγματευθούν με τον ΣΥΡΙΖΑ, επέμεναν στην τήρηση του Μνημονίου και άφηναν την Ελλάδα στην τύχη της. Σε αυτή την περίπτωση βέβαια το ενδεχόμενο γρήγορης κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν πολύ πιθανό. Θα επιστρέψαμε έτσι εκεί που είμαστε σήμερα. Το οικονομικό και πολιτικό κόστος ωστόσο, στο μεταξύ διάστημα, θα ήταν ανυπολόγιστο.

Σε όλα αυτά τα ενδεχόμενα ο πραγματικά αστάθμητος παράγοντας είναι η ακροδεξιά. Ως σήμερα όλες οι αναλύσεις, δικαιολογημένα, προσπαθούν να εξηγήσουν το φαινόμενο. Κανείς δεν έχει επιχειρήσει να δει τις πιθανές επιπτώσεις του. Την αντιμετωπίζουμε σαν ένα εφιαλτικό διάλειμμα. Το αδιανόητο δεν μπορούμε καν να το φανταστούμε. Κακό του κεφαλιού μας γιατί η ιστορία στη χώρα μας αλλά και στη γειτονιά μας έχει δείξει ξανά και ξανά ότι το αδιανόητο συμβαίνει εκεί που δεν το περιμένουμε.

Κι αν όλα αυτά αποδειχθούν αδιέξοδη καταστροφολογία; Αν ο ΣΥΡΙΖΑ πετύχει αυτά που επιδιώκει - μια αναστολή πληρωμών για το χρέος, στην πραγματικότητα δηλαδή πρόσθετη γενναία χρηματοδότηση και μάλιστα χωρίς όρους; Ή πάλι αν στην πορεία επικρατήσουν μετριοπαθέστερες και ρεαλιστικότερες απόψεις στον ΣΥΡΙΖΑ και η μετάβαση σε μια νέα συμφωνία γίνει ομαλά; Κανείς δεν μπορεί θεωρητικά να το αποκλείσει. ’λλωστε από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν λείπουν φωνές της λογικής με τις καλύτερες των προθέσεων. Το αντίθετο. Η Ιστορία, όμως, δεν γράφεται με προθέσεις. Και στον ΣΥΡΙΖΑ εδώ και καιρό η ηγεσία του είναι αιχμάλωτη της ρητορείας της. Περιθώρια ουσιαστικών ελιγμών χωρίς να χαρακτηριστούν προδοσία, δεν υπάρχουν. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που μια συνεργασία κεντροαριστερών δυνάμεων με τον ΣΥΡΙΖΑ, στην οποία προσβλέπουν ορισμένοι, θα μπορεί να γίνει μόνο με όρους πολιτικής υποταγής της κεντροαριστεράς.

Θα κάνουμε λοιπόν το άλμα στην αβεβαιότητα; Μέχρι σήμερα στις κρίσιμες στιγμές η χώρα έχει κάνει τις σωστές επιλογές. Κι όσο βελτιώνονται οι συνθήκες στην οικονομία τόσο η πολιτική της κυβέρνησης θα γίνεται πιο πειστική. Είναι άλλωστε εντυπωσιακό ότι όλο αυτό τον καιρό, παρά τα οριακά κέρδη, ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά βρίσκεται δημοσκοπικά καθηλωμένος. Το πιο δύσκολο ερώτημα είναι αν ο χώρος της κεντροαριστεράς θα καταφέρει να ανασυγκροτηθεί. Και αν οι δυνάμεις που σήμερα εκ των πραγμάτων υπερασπίζονται την ευρωπαϊκή προοπτική μπορεί να ανακτήσουν την αναγκαία μεταρρυθμιστική δυναμική παρουσιάζοντας ένα ρεαλιστικό αλλά και κοινωνικά δίκαιο σχέδιο ανασυγκρότησης για τη μετά το Μνημόνιο εποχή.