Γιατί μια αγκαλιά κρατάει 3 δευτερόλεπτα;
Ο λόγος και η εξήγηση
Ίσως δεν το είχατε συνειδητοποιήσει, αλλά μια συνηθισμένη αγκαλιά κρατά περίπου τρία δευτερόλεπτα, σύμφωνα με μια έρευνα Βρετανών ψυχολόγων, που βασίστηκε στην μελέτη των αγκαλιών, τις οποίες κάνουν οι αθλητές στους Ολυμπιακούς αγώνες.
Η τυπική αγκαλιά κρατά όσο περίπου και μια σειρά από πολλές άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες και φυσιολογικές νευρολογικές διαδικασίες (από το κούνημα του χεριού όταν λέμε αντίο, μέχρι τις μουσικές «φράσεις» και τη διάρκεια της χαλαρής αναπνοής), πράγμα που ενισχύει την επιστημονική θεωρία ότι περνάμε τη ζωή μας, χωρίς φυσικά να το συνειδητοποιούμε, αντιλαμβανόμενοι το παρόν (το «τώρα») σε διαδοχικά διαστήματα των τριών δευτερολέπτων. Κάτι ανάλογο, σύμφωνα με μελέτες ζωολόγων, συμβαίνει και σε πολλά άλλα ζώα, καθώς έχει διαπιστωθεί ότι πολλές ενέργειές τους, από το μάσημα μέχρι την αφόδευση, διαρκεί γύρω στα τρία δευτερόλεπτα.
Η αναπτυξιακή ψυχολόγος Έμες Νάγκι, του πανεπιστημίου του Νταντί, που δημοσίευσε τη σχετική μελέτη στο περιοδικό ηθολογίας «Journal of Ethology», και αναφέρει το «Science», ανέλυσε καρέ-καρέ μια σειρά από τηλεοπτικά βίντεο, από τελικούς 21 Ολυμπιακών αθλημάτων στους αγώνες του 2008, καταγράφοντας εκατοντάδες αγκαλιές ανάμεσα σε αθλητές, συναθλητές και ανταγωνιστές, προπονητές, συγγενείς και φίλους. Ανεξάρτητα από το φύλο και την χώρα προέλευσης του αθλητή, οι αγκαλιές διαρκούσαν κατά μέσο όρο τρία δευτερόλεπτα. Όπως μάλλον αναμενόταν, οι αθλητές αγκάλιαζαν λίγο περισσότερο τους προπονητές τους σε σχέση με τους συναθλητές τους στην ίδια ομάδα, ενώ αγκάλιαζαν λιγότερο τους ανταγωνιστές τους από άλλη ομάδα.
Το εύρημα ενισχύει την πεποίθηση μερικών ψυχολόγων, ότι η περίοδος των τριών δευτερολέπτων αποτελεί τη βασική χρονική μονάδα που καθορίζει την αντίληψη των ανθρώπων για την (εκάστοτε) παρούσα στιγμή. Με άλλα λόγια, το αίσθημα του «τώρα» διαρκεί γύρω στα τρία δευτερόλεπτα. Η χρονική αυτή διάρκεια των τριών δευτερολέπτων έχει διαμορφώσει θεμελιακά την ανθρώπινη βιολογική και κοινωνική εξέλιξη, σύμφωνα με τον νευρο-ηθολόγο Τζιόφρι Γκέστνερ, του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν-Αν ’ρμπορ. Αν η χρονική αντίληψη του «τώρα» ήταν πολύ μικρότερή, για παράδειγμα λίγα χιλιοστά του δευτερολέπτου, τότε θα αντιδρούσαμε υπερβολικά γρήγορα στα εξωτερικά ερεθίσματα, π.χ. στις απειλές του περιβάλλοντος, αντιλαμβανόμενοι ως απειλητικά -χωρίς λόγο- πράγματα που δεν θα έπρεπε, όπως το πέταγμα μιας μπάλας προς εμάς. Από την άλλη, αν το «τώρα» κρατούσε περισσότερο, π.χ. ένα λεπτό, πολλά πράγματα μπορεί να συνέβαιναν στο φυσικό περιβάλλον σε αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα, στα οποία δεν θα προλαβαίναμε να αντιδράσουμε. Με άλλα λόγια, το χρονικό διάστημα των τριών δευτερολέπτων αποτελεί μια «χρυσή τομή» που διευκολύνει την επιβίωσή μας.
Ο ψυχοβιολόγος Κόλιν Τρεβάρτεν, του πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, συμφωνεί ότι το χρονικό διάστημα των τριών δευτερολέπτων έχει καθοριστική σημασία και αποτελεί το (χρονικό) θεμέλιο της συνειδητής εμπειρίας μας, σε συνδυασμό όμως με άλλους ρυθμούς, όπως τα άμεσα αντανακλαστικά, που δείχνουμε σε κλάσματα του δευτερολέπτου, και συμβάλλουν για να διαμορφώνει ένας άνθρωπος την συνολική φυσική αίσθηση του χρόνου, η οποία δεν είναι άκαμπτη, αλλά «εύκαμπτη» και «νοητική». Αυτό φαίνεται και από μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα, η οποία διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι που ζουν έντονη ζωή, μπορεί να μην ζουν όντως περισσότερα χρόνια, όμως αισθάνονται σαν να ζουν, κάτι που έρχεται να επιβεβαιώσει τον υποκειμενικό χαρακτήρα της αντίληψης του χρόνου.
Ο εγκέφαλός μας «μετρά» το χρόνο χρησιμοποιώντας ένα είδος «εσωτερικού ρολογιού» και όσα περισσότερα γεγονότα πρέπει να καταγράψει, ανάλογα με το πόσο δραστήριος είναι κανείς, τόσο περισσότερο ο άνθρωπος αυτός έχει το υποκειμενικό αίσθημα ότι ο χρόνος κυλάει πιο αργά, σύμφωνα με τους ερευνητές. Οι επιστήμονες Μίσα ’ρενς και Μάνις Σαχάνι, του University College του Λονδίνου, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό βιολογίας «Current Biology», και αναφέρει το New Scientist, έκαναν πειράματα με 20 εθελοντές, στους οποίους, για μια καθορισμένη χρονική περίοδο, έδειξαν δύο βίντεο: ένα με μια στατική εικόνα όπου δεν υπήρχε καμία δράση και ένα που περιλάμβανε μια τυχαία εναλλαγή διαφόρων ερεθισμάτων. Όταν οι εθελοντές κλήθηκαν να αξιολογήσουν πόσο χρόνο διήρκεσε το βίντεο, όσοι είχαν δει αυτό με τη δράση, ήσαν πολύ πιο ακριβείς. Οι εθελοντές είδαν επίσης το βίντεο σε δύο διαφορετικές ταχύτητες και, όταν πάλι κλήθηκαν να πουν πόσο αυτό κράτησε, είπαν ότι η χρονική διάρκειά και των δύο βίντεο ήταν ίδια, ενώ στην πραγματικότητα το βίντεο που είχε παιχτεί με μεγαλύτερη ταχύτητα, κράτησε λιγότερο.