Στην Ανθή Βούλγαρη, εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ

«Αναγκάστηκα να βγάλω πιο φθηνή κολεξιόν, για να κρατήσω την επιχείρησή μου», δηλώνει ο Μάκης Τσέλιος.

Συναντήσαμε τον γνωστό σχεδιαστή μόδας στο ατελιέ του στο Κολωνάκι, όπου μας άνοιξε την καρδιά του και μας μίλησε και για την περιπέτεια υγείας που πέρασε πρόσφατα.

Αφορμή για τη συνέντευξη στάθηκαν μερικές φωτογραφίες που έφθασαν με μήνυμα στο κινητό μου. Ηταν ο Μάκης Τσέλιος, ο οποίος περπατούσε στο κέντρο του Κολωνακίου κρατώντας ένα μπαστούνι για να τον βοηθάει στο βάδισμα. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, ήταν μια εικόνα ξένη -αν μη τι άλλο- για όσους έζησαν τις μεγάλες, λαμπερές στιγμές του γνωστού σχεδιαστή, που, όπως και οι υπόλοιποι μετρ της ελληνικής μόδας, χτυπήθηκε από τη λαίλαπα της βαθιάς κρίσης, η οποία επηρέασε κάθε πτυχή της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας. «Τι να έπαθε και περπατάει με μπαστούνι;», σκέφτηκα. Μερικές ώρες αργότερα βρέθηκα να συνομιλώ μαζί του στο ατελιέ του για την άνοδο, την πτώση, αλλά και την επαναφορά ενός χαμένου βασιλείου.

«Ηταν η εποχή των ’70s, με τις καμπάνες, τη μόδα των hippies και τις φαρδιές πουκαμίσες, όταν αποφασίσαμε να μπούμε δυναμικά στη μόδα. Στην ουσία, φέραμε τη μόδα στην Ελλάδα. Μέχρι τότε οι κόρες ντύνονταν όπως οι μαμάδες τους. Εμείς καταφέραμε να κάνουμε τα παιδιά να μάθουν στους γονείς τους να ντύνονται», λέει με καμάρι ο Μάκης Τσέλιος, και όχι άδικα. Από τα χέρια του έχουν ντυθεί όλες οι κυρίες της υψηλής κοινωνίας, του θεάτρου και του τραγουδιού. «Μετά τις καμπάνες, φέραμε στη μόδα τις πιο ίσιες γραμμές, το αντρικό στυλ με πολλές θηλυκές πινελιές. Βγήκαμε έξω από τα ατελιέ, διοργανώνοντας μεγάλες επιδείξεις μόδας στα καλύτερα ξενοδοχεία της Ελλάδας. Θυμάμαι είχαμε φέρει τα καλύτερα μοντέλα του εξωτερικού και το μόνο που μας ζητούσαν ήταν να δουν την Ακρόπολη, να τις πάμε στα μπουζούκια και να φροντίσουμε για τη διαμονή τους. Ηταν μια χρυσή εποχή, η οποία διήρκεσε μέχρι και το 1998», θυμάται με νοσταλγία ο κύριος Τσέλιος, ενώ χαϊδεύει ένα από τα υπέροχα, μεταξωτά φορέματα που έχει σχεδιάσει.

«Αυτό είναι ένα κομμάτι υψηλής ραπτικής που πλέον δεν πωλείται εύκολα. Σπάνια αγοράζουν οι κυρίες τέτοια ρούχα, αφού κοστίζουν πολύ ακριβά, λόγω της εξαιρετικής ποιότητας και της λεπτοδουλειάς τους», εξηγεί με παράπονο και κοιτάει τα νυφικά που περιμένουν τις νύφες που θα τα προβάρουν: «Πάλι καλά που έχουμε τους γάμους και κινούμαστε. Σε τέτοιες περιπτώσεις μόνο αγοράζουν οι γυναίκες κάτι καλύτερο. Για άλλες περιστάσεις επιλέγουν τα ρούχα μεγάλων αλυσίδων του εξωτερικού, οι οποίες έχουν γονατίσει όλους εμάς, αφού έχουν πάρει τη μερίδα του λέοντος».

Η ΚΡΙΣΗ.

Το πρώτο χτύπημα της κρίσης για τον κύριο Τσέλιο ήρθε προς τα τέλη του 1998, όταν έπρεπε να ρίξει τις τιμές για να μπορέσει να συνεχίσει τη συνεργασία του με διάφορα εργοστάσια. «Ο χώρος της μόδας ήταν το πρώτο θύμα της κρίσης. Οι έμποροι δεν πλήρωναν τα εργοστάσια, καθυστερούσαν οι πληρωμές, οι επιταγές δεν μπορούσαν να καλυφθούν και έτσι προκλήθηκε ένας φαύλος κύκλος, που ανάγκασε πολλά ελληνικά εργοστάσια είτε να κλείσουν είτε να μετακινηθούν προς τις βαλκανικές χώρες», δηλώνει ο Ελληνας σχεδιαστής.

«Για να καταλάβετε το μέγεθος της οικονομικής καταστροφής, εγώ έδινα την υπογραφή μου σε δεκαπέντε εργοστάσια, από τα οποία σήμερα λειτουργούν μόνο τα πέντε. Πλέον δεν βγάζω συλλογή παπουτσιών, διότι έκλεισε το εργοστάσιο, ενώ τα έπιπλα, τα χαλιά και τα είδη σπιτιού δεν κινούνται ιδιαίτερα. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, πως κατάφερα να μείνω όρθιος διότι έκανα πάντα πολύ καλή διαχείριση των οικονομικών μου, αλλά διερωτώμαι μέχρι πότε θα μπορώ να στέκομαι. Πριν από δύο χρόνια αναγκάστηκα να μετακινηθώ από το Κολωνάκι στη Ρηγίλλης, λόγω του υψηλού ενοικίου. Πρόσφατα μεταφέρθηκα πάλι στο Κολωνάκι, αλλά και πάλι τα ενοίκια δεν έχουν πέσει ιδιαίτερα. Μη μου μιλάνε εμένα για ανάπτυξη, διότι προσωπικά δεν βλέπω καμία», λέει αγανακτισμένος και συνεχίζει: «Από την άλλη, ωραίοι οι λόγοι του ΚΚΕ, χαίρομαι να τους ακούω σαν παραμύθι, διότι το περιεχόμενό τους είναι ουτοπικό. Οσο για τον κύριο Τσίπρα και τις δηλώσεις του περί ανόδου των μισθών, δεν βλέπω ότι μπορεί να γίνει αυτή. Από πού ακριβώς θα τα βρει τα λεφτά;». Είναι ίσως η πρώτη φορά που άκουγα τον Μάκη Τσέλιο να τοποθετείται πολιτικά και να αναρωτιέται ό,τι και οι περισσότεροι: «Πώς θα τα βγάλουμε πέρα; Να, εδώ μέσα στην τσάντα μου έχω έναν σωρό χαρτιά για την Εφορία. Η κατάσταση είναι δραματική. Θα πρέπει να ανοίξουν οι βιοτεχνίες και τα εργοστάσια στη Βόρεια Ελλάδα και πάλι. Να αρχίσουμε να δημιουργούμε και να εξάγουμε ρούχα».

ΤΕΝΟΝΤΙΤΙΔΑ.

Πριν από μερικές ημέρες ο Μάκης Τσέλιος έκανε βόλτα στο Κολωνάκι υποβοηθούμενος από ένα μπαστούνι. Λες και οι οικονομικές δυσχέρειες των τελευταίων ετών γονάτισαν και τον οργανισμό του. Φυσικά, δεν θα μπορούσα να μην τον ρωτήσω: «Το κρατάτε μόνιμα το μπαστούνι;».

«Οχι. Απλά με ταλαιπώρησε μια τενοντίτιδα και έμεινα για αρκετές μέρες στο κρεβάτι. Για να κινούμαι λίγο πιο άνετα, ο γιατρός μού συνέστησε να πάρω ένα μπαστούνι. Αυτό είναι όλο».

«ΚΑΡΦΙΑ».

Μια ματιά στον μακρύ κατάλογο του πελατολογίου του κυρίου Τσέλιου είναι αρκετή για να καταλάβει κανείς πως το όνομά του ήταν συνυφασμένο με την υψηλή κοινωνία.

Τα ρούχα του είχαν φτάσει μέχρι την Αμερική, όπου διατηρούσε και κατάστημα, στην 5η Λεωφόρο, ωστόσο τα πράγματα άλλαξαν. Το πελατολόγιο διαφοροποιήθηκε και τώρα ακόμη και η μέση Ελληνίδα μπορεί να αγοράσει ένα κομμάτι με την υπογραφή του γνωστού Ελληνα σχεδιαστή. «Οταν μας χτύπησε την πόρτα η κρίση οι πρώτες που χάθηκαν από το ατελιέ ήταν οι κοσμικές κυρίες. Μερικές χάθηκαν εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων που προέκυψαν και άλλες δεν θέλουν να ψωνίζουν από την Ελλάδα για να μη δίνουν τροφή για σχόλια. Ετσι έφτιαξα την pret-a-porte συλλογή, όπου υπάρχουν κομμάτια κόστους από 20 έως και 200 ευρώ. Υπάρχει και η αντίστοιχη αντρική συλλογή. Δεν γινόταν διαφορετικά. Κάπως έπρεπε να κρατήσω την επιχείρησή μου και το προσωπικό που εργάζεται για μένα», λέει και εκφράζει την πικρία του ακόμη και για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης: «Πάντως δεν είναι μόνο η κρίση που έχει φθείρει την ελληνική μόδα, αλλά και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Πλέον στις σελίδες των περιοδικών δύσκολα θα δεις ελληνικές δημιουργίες, ενώ σε ολοσέλιδα αφιερώματα υπάρχουν κυρίως οι καταχωρίσεις ξένων εταιρειών». Παράλληλα, σημειώνει πως ακόμη ένα «αγκάθι» στην ελληνική μόδα είναι οι επώνυμες που βάζουν την υπογραφή τους σε κολεξιόν: «Πρώην μοντέλα, παρουσιάστριες, τραγουδίστριες ξαφνικά έγιναν σχεδιάστριες μόδας με δικές τους συλλογές. Φυσικά, δεν τα σχεδιάζουν αυτές. Ισως κάποιες να βάζουν λίγο από το προσωπικό τους γούστο. Κάποια κομμάτια μπορώ να πω πως είναι όμορφα, αλλά η μόδα δεν είναι παιχνίδι. Είναι σοβαρή δουλειά και υπάρχουν κάποιοι που έχουν ιδρώσει και έχουν κοπιάσει για να τη σπουδάσουν και να τη δημιουργήσουν».